Κατά τη συζήτηση στο ΔΣ του ΔΣΑ σχετικά με το «Μισθολογικό – φορολογικό – κοινωνικοασφαλιστικό καθεστώς των Ασκούμενων Δικηγόρων», ο Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ και επικεφαλής της Νέας Εκπροσώπησης, κ. Αλέξανδρος Μαντζούτσος, ως εισηγητής του θέματος, ανέπτυξε μια συνολική πρόταση για την αμοιβή και το καθεστώς των Ασκούμενων Δικηγόρων σε συνδυασμό με τις αμοιβές και το καθεστώς των Εμμίσθων Δικηγόρων και των «Συνεργατών» Δικηγόρων.
Ο Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ υποστήριξε την άποψη ότι η άσκηση πρέπει να νοηθεί ως «ιδιότυπη (sui generis) σχέση μαθητείας», καθώς στην πράξη προέχον στοιχείο είναι η παροχή υπηρεσιών προς το Δικηγόρο και όχι η μετάδοση γνώσεων από αυτόν.
Γενικά στον Κώδικα Δικηγόρων δεν κατοχυρώνονται για τον Ασκούμενο Δικηγόρο συγκεκριμένα δικαιώματα
Ακολούθως, ο κ. Μαντζούτσος υπενθύμισε ότι με την από 4/7/2006 απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ, προβλέφθηκε για τον Ασκούμενο Δικηγόρο κατώτατη αμοιβή 600 ευρώ, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται στην πράξη, διότι ο μέσος Ασκούμενος Δικηγόρος φοβάται να υποβάλει έγγραφη αναφορά – καταγγελία προκειμένου να ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος. Ακολούθως, με το Ν. 4093/2012 για πρώτη φορά κατοχυρώθηκε νομοθετικά ελάχιστη αμοιβή για τους Ασκούμενους Δικηγόρους (αντιστοιχούσε σε περίπου 600 ευρώ), αλλά συγχρόνως καταργήθηκε η ελάχιστη αμοιβή για τους Εμμίσθους Δικηγόρους του Ιδιωτικού Τομέα, ενώ συγχρόνως δεν λήφθηκε καμία μέριμνα για νομοθετική συμμόρφωση με την υπ’ αρ. 126/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει ότι η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο άλλου δικηγόρου συνιστά έμμισθη εντολή με πάγια αντιμισθία.
Κατ’ αποτέλεσμα, όπως επισήμανε ο Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ, τους μήνες που ακολούθησαν δημιουργήθηκε τεράστιο πρόβλημα καθώς οι Ασκούμενοι Δικηγόροι συχνά αδυνατούσαν να πραγματοποιήσουν την άσκησή τους, διότι πολλά δικηγορικά γραφεία προτιμούσαν να συνεργάζονται απευθείας με Δικηγόρο, ο οποίος με τα ίδια, λίγα περισσότερα ή ακόμα και με λιγότερα χρήματα (!), μπορούσε να παρέχει πλήρεις νομικές υπηρεσίες. Έτσι, μέσα σε λιγότερο από ένα έτος, με το Ν. 4194/2013 το δικαίωμα αμοιβής των Ασκούμενων Δικηγόρων καταργήθηκε.
Ενόψει αυτών, ο κ. Μαντζούτσος εισηγήθηκε ως μόνη λύση τη συνολική νομοθετική ρύθμιση των αμοιβών και του καθεστώτος απασχόλησης των Ασκούμενων Δικηγόρων, των Εμμίσθων Δικηγόρων και των «Συνεργατών» Δικηγόρων. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν καταστρατήγηση, η νομοθετική ρύθμιση των αμοιβών πρέπει να τεθεί σε συνδυασμό με το συνολικό καθεστώς απασχόλησης και ιδίως με τη μη υπέρβαση ενός ανώτατου ωραρίου, διαμορφούμενου υπό όρους που προσιδιάζει στη λειτουργία των δικηγορικών γραφείων και γενικά στο δικηγορικό λειτούργημα. Συγκεκριμένα, ο Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ εισηγήθηκε:
1) Να προστεθεί νέο άρθρο 13Α στον Κώδικα Δικηγόρων με τίτλο: «Σύμβαση Ασκούμενου Δικηγόρου», με το οποίο θα κατοχυρώνονται για τον Ασκούμενο Δικηγόρο τα εξής:
α) Η αναγνώριση της άσκησης ως «ιδιότυπης σχέσης μαθητείας».
β) Η υπογραφή σύμβασης ανάμεσα στο Δικηγόρο και τον Ασκούμενο Δικηγόρο, με την οποία θα καθορίζονται ιδίως η αμοιβή και το ωράριο του Ασκούμενου Δικηγόρου, με κατώτατο όριο την καταβολή 600 ευρώ, σε μηνιαία βάση, για απασχόληση έως 40 ωρών εβδομαδιαίως.
γ) Καταβολή της αμοιβής του Ασκούμενου Δικηγόρου αποκλειστικά μέσω τραπεζικού λογαριασμού, χωρίς φορολογικό παραστατικό και χωρίς παρακράτηση φόρου από το Δικηγόρο ενώπιον του οποίου ασκείται, φορολογικά εξομοιούμενος με τους μισθωτούς.
δ) Καταβολή των υποχρεωτικών ασφαλιστικών εισφορών του Ασκούμενου Δικηγόρου από το Δικηγόρο ενώπιον του οποίου ασκείται.
ε) Δικαίωμα ετήσιας άδειας και επιδόματος άδειας καθώς και άδειας μετ’ αποδοχών λόγω ασθένειας, αναρρωτικής άδειας και προστασία της κύησης και της λοχείας, κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα για τους Εμμίσθους Δικηγόρους,
στ) Δυνατότητα λύσης της σύμβασης οποτεδήποτε με οικειοθελή αποχώρηση από τον Ασκούμενο Δικηγόρο, από το Δικηγόρο μόνο για σπουδαίο λόγο, με έγγραφη καταγγελία και με καταβολή αποζημίωσης ίσης με την αμοιβή δύο μηνών. Κάθε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης, και ιδίως η απασχόληση του Ασκούμενου Δικηγόρου σε εργασίες άσχετες με τη δικηγορία, η παρότρυνση να δράσει αντίθετα με την καλή πίστη, τον ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας ή τη συνείδησή του, θεωρείται ως καταγγελία της έμμισθης εντολής.
ζ) Μη εγγραφή του Ασκούμενου Δικηγόρου στο ΠΣ Εργάνη.
2) Να επανακατοχυρωθούν οι ελάχιστες αμοιβές των Εμμίσθων Δικηγόρων στον Ιδιωτικό Τομέα με κατώτατο όριο, σε μηνιαία βάση, για απασχόληση έως 40 ωρών εβδομαδιαίως: α) 1.100 ευρώ (+ΦΠΑ) για τους Δικηγόρους παρά Πρωτοδίκαις, β) 1.300 ευρώ (+ΦΠΑ) για τους Δικηγόρους παρ’ Εφέταις, γ) 1.500 ευρώ (+ΦΠΑ) για τους Δικηγόρους παρ’ Αρείω Πάγω.
3) Να κατοχυρωθεί ρητά στον Κώδικα Δικηγόρων ότι η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο άλλου δικηγόρου – δικηγορικής εταιρείας συνιστά έμμισθη εντολή με πάγια αντιμισθία.
4) Να προβλεφθεί ότι οι ελάχιστες αμοιβές των Ασκούμενων Δικηγόρων, των Εμμίσθων Δικηγόρων και των «Συνεργατών» Δικηγόρων μπορούν να αναπροσαρμόζονται προς τα πάνω με ΚΥΑ των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
Την εισήγηση συνυπογράφουν, εκ μέρους της Συντονιστικής Επιτροπής της Νέας Εκπροσώπησης, ο Υπεύθυνος του Τομέα Νέων & Ασκούμενων Δικηγόρων και Σύμβουλος της ΕΑΝΔΑ, κ. Γεώργιος Δήμαρχος, ο Υπεύθυνος του Τομέα Εποπτείας Συνθηκών Απασχόλησης των Συνεργατών Δικηγόρων, Ίσης Μεταχείρισης – Καταπολέμησης των Διακρίσεων και Αντιπρόεδρος της ΕΑΝΔΑ, κ. Αντώνιος Μαγκίνας, και η Υπεύθυνη του Τομέα Εμμίσθων Δικηγόρων, κ. Ανδριανή (Αριάννα) Κοντοδήμα – Ραυτογιάννη.