Αποδεσμεύονται τα παγωμένα δισεκατομμύρια του Ανδρέα Βγενόπουλου, του Ευθύμιου Μπουλούτα, και του Κυριάκου Μάγειρα μετά την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο των διαταγμάτων που εξέδωσε τον Μάιο του 2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων τους μετά από αγωγή της Λαϊκής Τράπεζας.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για διατάγματα, τα οποία πάγωναν περιουσιακά στοιχεία εντός και εκτός Κύπρου για τους τέσσερις εναγόμενους (Βγενόπουλο, Μπουλούτα, Μάγειρα και Marfin). Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους εναγόμενους Βγενόπουλο και Μάγειρα η παγοποίηση αφορούσε μέχρι ποσό €3,79 δις, ενώ σε ό,τι αφορά τον Μπουλούτα μέχρι ποσού €1,5 δις. Όσον αφορά την Marfin απαγορεύτηκε να μεταβιβάσει στους άλλους τρεις περιουσιακά στοιχεία. Επιπλέον, εκδόθηκαν επικουρικά διατάγματα αποκάλυψης, με τα οποία οι τρεις διατάσσονταν όπως προσδιορίσουν ενόρκως όλα τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων είχαν συμφέρον ανά το παγκόσμιο.
Υπενθυμίζεται ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης «δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/3/2013». Μερικούς, όμως, μήνες προηγουμένως η Λαϊκή καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή με την οποία αξίωνε εναντίον 12 προσώπων αποζημιώσεις μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σύμφωνα με την αγωγή η Λαϊκή κατηγορούσε τους Βγενόπουλο, Μπουλούτα και Μάγειρα ότι «εκμεταλλεύτηκαν τις ψηλές θέσεις και αξιώματα που κατείχαν στην τράπεζα και στον Όμιλο της, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα εμπιστοσύνης και καλής πίστης που όφειλαν ως αξιωματούχοι και διοικητικοί σύμβουλοι εταιρείας, με αποτέλεσμα η Λαϊκή να υποστεί ζημιές. Τους καταλογίζεται, ακόμη, παράβαση εμπιστεύματος, νομοθετημάτων, επίδειξη αμέλειας, συνωμοσία, με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη να υποστεί ζημιές. Ακόμη, ενώ κατείχαν διοικητικές ή διευθυντικές θέσεις τόσο στη Λαϊκή , όσο και στη θυγατρική Marfin Egnatia Bank S.A., δεν ενήργησαν με τα καθιερωμένα καθήκοντα πίστης και/ή εμπιστοσύνης, με αποτέλεσμα «την καταστροφική επιβάρυνση της ενάγουσας με όλες τις ζημίες και/ή ζημιογόνες τραπεζικές πιστωτικές διευκολύνσεις για υπέρογκα ποσά που είχαν εσφαλμένα χορηγηθεί και/ή επιτραπεί να χορηγηθούν από την πιο πάνω θυγατρική της Marfin εν γνώσει των εναγομένων και/ή ως αποτέλεσμα των επιζήμιων πράξεων και παραλείψεων τους, χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις και/ή με καθόλου εξασφαλίσεις».
Στην απόφασή του, το Ανώτατο έκρινε ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς το επείγον της έκδοσης των διαταγμάτων για πάγωμα της περιουσίας των εναγόμενων, ούτε ότι υπήρχε κίνδυνος αποξένωσης περιουσίας από τους εναγόμενους, γι’ αυτό και έκανε δεκτή την έφεσή τους και ακύρωσε τα διατάγματα. Στην απόφαση αναφέρεται αυτολεξεί: «Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία της άλλης πλευράς. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση».
Επίσης, η γενική και αόριστη επίκληση ειδικών περιστάσεων δεν ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει μονομερώς τα διατάγματα. Τονίζεται ότι «η δική μας θέση είναι ότι πρόκειται περί γενικόλογων και αόριστων αναφορών, οι οποίες μάλιστα συνιστούσαν και το «βασικό» λόγο που η Αίτηση δεν καταχωρίστηκε νωρίτερα. Πουθενά δεν αποκαλύπτεται είτε ο «συγκεκριμένος τρόπος», είτε η «συγκεκριμένη κατεύθυνση» που οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να επεκτείνουν, περαιτέρω, τις έρευνες τους, αλλά ούτε και προσδιορίζονται τα ζητήματα εκείνα αναφορικά με τα οποία έπρεπε να επεκτείνουν τις έρευνες τους για να εξασφαλίσουν περαιτέρω πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία».
Καταληκτικά, αναφέρει ότι «με την εξαφάνιση των Διαταγμάτων, ως μη δικαιοδοτικώς εκδοθέντα, δεν υφίσταται πλέον υπόβαθρο ως προς το οποίο να συζητείται θέμα ορθότητας των επίδικων Διαταγμάτων. Ως αποτέλεσμα, οι εφέσεις επιτυγχάνουν και τα εκδοθέντα Προσωρινά Διατάγματα παραμερίζονται στην ολότητά τους.