Του Δημήτρη Βερβεσού*
Η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, φυσικών και ηθικών αυτουργών, αλλά και η δέουσα απόδοση ευθυνών στους ιθύνοντες της Ελληνικής Αστυνομίας, που, ενώ διέθεταν σχετική πληροφόρηση, δεν έθεσαν κανένα εμπόδιο στους χούλιγκαν οι οποίοι διέτρεξαν ανενόχλητοι σχεδόν όλη τη χώρα, είναι αυτονόητο δικαιοκρατικό ζητούμενο. Δεν αρκούν, όμως, για την εξάλειψη του φαινομένου της οπαδικής βίας, που έχει τραυματίσει ανεξίτηλα τον σύγχρονο αθλητισμό.
«Το πένθος θεραπεύεται μόνο με δράσεις». Υπό το βάρος των τραγικών γεγονότων που βιώνουμε, η ρήση του George Henry Lewes μοιάζει περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Η ρηματική καταδίκη ούτε αρκεί ούτε ικανοποιεί πλέον. Ομοίως, όμως, δεν προσφέρει διέξοδο στο πρόβλημα η προσφιλής τακτική της αυστηροποίησης του ποινικού πλαισίου, που αποτελεί καθ’ ημάς «το φάρμακον δια πάσαν νόσον». Αρκεί η απλή παράθεση της πλειάδας των νομοθετημάτων που είχαν ως στόχευση την πάταξη του φαινομένου της αθλητικής βίας: ν. 1646/1986, 2725/1999, 3057/2002, 3262/2004, 3707/2008, 4049/2012, 4326/2015, 4373/2016, 4809/2021, 4908/2022. Κάθε νόμος αυστηροποιούσε τις διατάξεις του προηγούμενου σε ένα αέναο πολιτικό παίγνιο «χάρτινων μεταρρυθμίσεων» με επικοινωνιακή στόχευση, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, η εφαρμογή των ήδη αυστηρών ποινικών διατάξεων στην πρόσφατη υπόθεση του Άλκη Καμπανού, ουδόλως απέτρεψε τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή και εν γένει τις βίαιες εκδηλώσεις με αληθές ή κατ’ επίφαση αθλητικό υπόβαθρο.
Η εξυγίανση του αθλητισμού και η υπέρβαση της χρόνιας παθογένειας της αθλητικής βίας, απαιτεί πραγματική βούληση και ρηξικέλευθες ενέργειες, εδώ και τώρα. Η επανεξέταση της λειτουργίας όσων συνδέσμων έχουν δομή, δράση και στόχευση εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και η αναστολή συμμετοχής σε εθνικές και διεθνείς διοργανώσεις, όπως συνέβη μερικές δεκαετίες πριν μετά τα γεγονότα του Heysel, είναι μέτρα που, ακόμη και αν οδηγήσουν σε σύγκρουση με μεγαλομετόχους επαγγελματικών ομάδων που είναι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, έχουν καταστεί αναγκαία μπροστά στον ατέρμονο κύκλο βίας που ζούμε.
Παράλληλα, χρειαζόμαστε μόνιμα προληπτικά μέτρα, όπως η εφαρμογή του ονομαστικού ηλεκτρονικού εισιτηρίου, με έλεγχο ταυτότητας και αριθμημένες θέσεις στα γήπεδα, καθώς και αυξημένη ασφάλεια και ο έλεγχος των προσερχομένων, αλλά και μέτρα ευρύτερης στόχευσης, όπως η ενίσχυση του φίλαθλου πνεύματος και της ευγενούς άμιλλας από τα σχολικά χρόνια μέσα από στοχευμένες εκπαιδευτικές δράσεις, καθώς και προγράμματα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης ατόμων που είναι επιρρεπή στην παραβατική, αντικοινωνική συμπεριφορά και χρήζουν σχετικής βοήθειας.
Η επίτευξη στην πράξη των σκοπών της γενικής και ειδικής πρόληψης, που είναι το μέτρο αποτίμησης κάθε σχετικής παρέμβασης, προϋποθέτει ότι τα αρμόδια όργανα της πολιτείας θα καταφέρουν, για πρώτη ίσως φορά, να αψηφίσουν το κόστος και να υλοποιήσουν τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που έχει ανάγκη ο ελληνικός αθλητισμός. Ταυτόχρονα, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, συλλογικές και ατομικές ο κόσμος του αθλητισμού: οι ομοσπονδίες, οι ΠΑΕ, οι ΚΑΕ και τα σωματεία, ακόμα και οι απλοί φίλαθλοι, που καλούνται, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς, να απομονώσουν όσα παραβατικά στοιχεία επίμονα αμαυρώνουν τον αθλητισμό μας.
*Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
Πηγή: anatropinews.gr