Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε πως ο χρόνος άσκησης δικαστικού επιμελητή είναι χρόνος πραγματικής προαιρετικής ασφάλισης (ΤρΔΠρΑθ 9958/2023).
Θωρείται δε συντάξιμος για την θεμελίωση δικαιώματος με ισχύουσες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης το 2010, ακόμη και αν η αίτηση αναγνώρισης έλαβε χώρα μετά το 2011.
Πιο αναλυτικά, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ο χρόνος άσκησης της προσφεύγουσας στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι τέλος του έτους 2010, η δε Διοικούσα Επιτροπή του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε αντιθέτως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο χρόνος άσκησης των δικαστικών επιμελητών είναι χρόνος προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν. υπό τον όρο της καταβολής των σχετικών ασφαλιστικών εισφορών. Η αναγνώριση του χρόνου άσκησης ως χρόνου ασφάλισης συνιστά βεβαίωση πραγματικού, και όχι πλασματικού χρόνου ασφάλισης, δεδομένου ότι ως πλασματικός χρόνος ασφάλισης λογίζεται εκείνο το χρονικό διάστημα (στρατιωτική υπηρεσία, χρόνος σπουδών, ανεργία, χρόνος φυλάκισης κ.ά.) για το οποίο δεν υπήρχε πραγματική δυνατότητα υπαγωγής στην (προαιρετική ή υποχρεωτική) ασφάλιση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε δυνατότητα καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
Επιπροσθέτως, η παροχή της δυνατότητας αναγνώρισης του χρόνου άσκησης ως χρόνου ασφάλισης με την καταβολή του αντίστοιχου ποσού εξαγοράς σε μεταγενέστερο της άσκησης χρόνο αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύναμο ασκούμενο δικηγόρο να αναγνωρίσει μετέπειτα τον χρόνο άσκησης, ως πραγματικό χρόνο ασφάλισης, δεδομένου ότι ο χρόνος αυτός είναι χρόνος παροχής ασφαλιστέας εργασίας για την οποία μπορούν εξαρχής να καταβληθούν εισφορές.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο επεσήμανε, καταρχάς, ότι οι με αριθμό πρωτοκόλλου Φ10041/10451/451/16-6-2011 και Φ10041/17154/670/28-9-2011 σχετικές εγκύκλιοι του Υπουργείου Εργασίας δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα αφού περιέχουν ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων.
Περαιτέρω, επεσήμανε ότι ο χρόνος που έλαβε χώρα η άσκηση της προσφεύγουσας δικαστικής επιμελήτριας συνιστούσε χρόνο προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση, ο οποίος, μετά την αναγνώριση και εξόφληση των αναλογουσών εισφορών, ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, ενώ επιπλέον, ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογιστεί για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Απόσπασμα απόφασης
Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με τα νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της με αρ. ./4.11.2015 απόφασης της Δ.Ε. του καθ΄ ου, προκειμένου να υπολογιστεί ο χρόνος άσκησής της στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. ως θεμελιωτικός για απονομή σύνταξης βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι 31.12.2010. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επαναφέρει τους ισχυρισμούς της όπως αυτοί τέθηκαν ενώπιον της Δ.Ε. κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε και προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι το καθ’ ου κατά παράβαση της Αρχής της Χρηστής Διοίκησης επέδειξε βαρύτατη αμέλεια στο χειρισμό της υπόθεσής της, δοθέντος ότι δεν την ενημέρωσε σωστά για τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής της παρά τις επανειλημμένες επαφές που είχε με υπαλλήλους του καθ’ ου, ενώ η ίδια ακολουθούσε με επιμέλεια και καλή πίστη τις οδηγίες αυτών, ενώ από υπαιτιότητα του βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, καθώς το καθ’ ου ερμήνευσε στενά και αντίθετα με το πνεύμα της προτεινόμενης λύσης την παρ. 5 της Φ10041/17154/670/28-9-2011 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι μη νόμιμα η Διοικούσα Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι υπέβαλε τη σχετική αίτηση αναγνώρισης του χρόνου άσκησης και ακολούθως παραιτήθηκε για να αιτηθεί σύνταξη γήρατος μειωμένη ως μητέρα ανηλίκου τέκνου με την πεποίθηση ότι ο αναγνωριζόμενος χρόνος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού της δικαιώματος, ότι η πεποίθηση αυτή δημιουργήθηκε κατόπιν οδηγιών και κατευθύνσεων που της δόθηκαν από όργανα του καθ’ ου, καθώς και ότι το πνεύμα της παρ. 5 της Φ10041/17154/670/28-9-2011 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας δεν ήταν να θέσει ένα αυθαίρετο χρονικό σημείο. Αντιθέτως, το καθ’ ου Ταμείο με το με αρ. πρωτ. ./18.1.2019 έγγραφο απόψεων, καθώς και με τα νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής.
Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, καταρχάς, ότι οι από 16.6.2011 και από 28.9.2011 εγκύκλιοι του Υπουργείου Εργασίας δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα αφού περιέχουν ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2291/2019 2292-3/2015, 3747/2013). Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη ότι, ο χρόνος άσκησης, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η άσκηση της προσφεύγουσας, ήτοι κατά τα έτη 1987 -1989, συνιστούσε χρόνο προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση, ο οποίος, μετά την αναγνώριση και εξόφληση των αναλογουσών εισφορών, ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, ενώ επιπλέον, ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογιστεί για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος άσκησης της προσφεύγουσας στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010, η δε Διοικούσα Επιτροπή του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε αντιθέτως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και θα πρέπει για το λόγο αυτό να ακυρωθεί.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.