(Upd) H ελληνική κυβέρνηση προχωρά τελικά στην απόσυρση της αίτησης που είχε κατατεθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για την επανεξέταση της απόφασης που δικαίωνε τον πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου.
Από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
Με αίτημα που κατέθεσε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κος Κωστής Χατζηδάκης, στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ζητείται η ανάκληση της προσφυγής προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) που είχε υποβληθεί στις 8 Ιουνίου 2023 για την υπόθεση Γεωργίου.
Το ΕΔΔΑ ήδη έχει εκδώσει απόφαση για το εν λόγω θέμα και δεν θα ήταν θετική για την εικόνα της Ελλάδος η μη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου. Με βάση την Απόφαση του ΕΔΔΑ η υπόθεση παραπέμπεται εκ νέου στον Άρειο Πάγο (Διατακτικό υπ’αριθ. 3 της σχετικής Απόφασης).
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αίτηση επανεξέτασης κατατέθηκε στις 8 Ιουνίου, όσο δηλαδή ασκούσε τα καθήκοντά της η υπηρεσιακή κυβέρνηση, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους υπηρεσιακούς υπουργούς.
Η τοποθέτηση Φλωρίδη (Υπ. Δικαιοσύνης)
Πυρά για την υπόθεση δέχτηκε και ο εν ενεργεία υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, που με ανάρτησή του στο Twitter ξεκαθάρισε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη. «Μεγάλη βιασύνη από κάποιους, φίλους και μη, για πικρόχολα εναντίον μου σχόλια, για μια υπογραφή μου που δεν υπήρξε και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει».
Οι κατηγορίες
Ειδικότερα, ο Ανδρέας Γεωργίου είχε κατηγορηθεί για παράβαση καθήκοντος για τρεις λόγους:
- Φερόταν να κατέχει θέση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενώ ήταν στην ΕΛΣΤΑΤ
- Δεν είχε συγκαλέσει συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ για ένα διάστημα δέκα μηνών
- Επειδή δημοσιοποίησε εθνικά δημοσιονομικά στοιχεία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ.
Είχε αθωωθεί πρωτοδίκως, αλλά το 2017 καταδικάστηκε κατόπιν έφεσης για την τρίτη από τις κατηγορίες και κρίθηκε αθώος για τις υπόλοιπες. Στη συνέχεια προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, αλλά το ανώτατο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του.
Ακολούθως προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, το οποίο τον περασμένο Μάρτιο τον δικαίωσε κρίνοντας ότι «το άνοιγμα εκ νέου της διαδικασίας που διεξήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου θα αποτελούσε ένα αρμόζον μέσο για την αποκατάσταση των παραβιασθέντων δικαιωμάτων του ενάγοντος».
Οργισμένη αντίδραση Γιώργου Παπανδρέου
Θυμίζεται πως για την προσφυγή που είχε γίνει από την ελληνική κυβέρνηση, τοποθετήθηκε εχθές 3/7, ο πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Παπανδρέου, με δήλωσή του εξαπολύοντας βέλη κατά της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας την αίτηση «απαράδεκτη και καταδικαστέα» και κάνοντας λόγο για «επιχείρηση εξόντωσης» του Ανδρέα Γεωργίου.
Όπως επεσήμανε, «η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να καταθέσει αίτηση επανεξέτασης της υπόθεσης από την ολομέλεια του ΕΔΔΑ. Αρνείται δηλαδή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έκρινε ότι ο Ανδρέας Γεωργίου δεν είχε δίκαιη δίκη και επιμένει στη δική της συνωμοσιολογική θεωρία, προκειμένου να συνεχιστεί η επιχείριση εξόντωσής του».
Και σημειώνει ότι «δεν είναι οι νίκες στις εκλογές που προσδίδουν αξιοσύνη σε ηγέτες, κόμματα και κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις κρίνονται, από το αν οι επιλογές, οι αποφάσεις και οι πράξεις τους χαρακτηρίζονται από τόλμη, εμπεδώνουν κράτος δικαίου και υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Από το αν δεν αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, δεν ενισχύουν τη δύναμη των ισχυρών και δεν χρησιμοποιούν τη δημαγωγία και τη συνωμοσιολογία για να καλύψουν τυχόν δικές τους ευθύνες».
Όπως τόνιζε, η περίπτωση του Ανδρέα Γεωργίου είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν τη συντηρητική και λαϊκιστική αντίληψη από την οποία διακατέχεται ιστορικά η Νέα Δημοκρατία και προσθέτει ότι η αίτηση επανεξέτασης της υπόθεσης «στερείται νέων επιχειρημάτων και θεωρείται βέβαιο ότι το ΕΔΔΑ δεν πρόκειται να αλλάξει την απόφασή του».
Μάλιστα έκανε λόγο για υπονόμευση του κράτους δικαίου που, όπως λέει, «έρχεται να επιβεβαιώσει ότι όλες οι ενέργειες που έχουν γίνει από τις ελληνικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια, όπως και η συμπεριφορά μιας μερίδας δικαστικών λειτουργών στην υπόθεση αυτή που εκθέτει τη χώρα διεθνώς, έχουν μια και μόνο στόχευση: τη διατήρηση ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος που παράγει συνεχείς κρίσεις, αδικίες και ανισότητες και κρατά σε ομηρία τις υγιείς παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου».
«Όλοι γνωρίζουμε ότι αμετανόητοι ηγέτες και πολιτικές δυνάμεις, στο όνομα μικροκομματικών επιδιώξεων, θέλουν να έχουν την ίδια επιλογή και στο μέλλον: να εφεύρουν έναν άλλο αποδιοπομπαίο τράγο, για να φορτώσουν τις δικές τους ευθύνες από το νέο εκτροχιασμό του χρέους, από το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και από τη μεταβίβαση του πλούτου του ελληνικού λαού στα χέρια λίγων ισχυρών συμφερόντων και κατεστημένων, με σκοπό την επανακατάληψη, ιδιοποίηση και νομή της εξουσίας».