Από τον Παναγιώτη Ηλία Τζιτζιλή , προπτυχιακό φοιτητή Νομικής ΑΠΘ


Στην ΑΠ 1291/ 2021, το ανώτατο ακυρωτικό κλήθηκε να αποφασίσει επί της αναίρεσης που ασκήθηκε από πλευράς ελληνικού δημοσίου. Το τελευταίο, με το ασκηθέν ένδικο μέσο αιτούνταν την αναίρεση απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου, το οποίο κατακύρωνε την κυριότητα επίδικου γεωτεμαχίου στην Κάρπαθο σε ιδιώτη. Οι λόγοι αναίρεσης, τους οποίους επικαλέστηκε το δημόσιο ήταν η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ’ άρθρο 559 §1 ΚΠολΔ και η έλλειψη νόμιμης βάσης και ελλιπής αιτιολογία, κατ’ άρθρο 559 §19 ΚΠολΔ. Προκειμένου να αποφανθεί ο Άρειος Πάγος για την ορθότητα της κρίσης του Δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κλήθηκε να ανατρέξει στον Οθωμανικό Νόμο περί Γαιών του 1856, καθώς επίσης και στο Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου.

Το 1856, στα πλαίσια μιας ριζικής μεταρρύθμισης που συντελείται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καλούμενη Τανζιμάτ, δημοσιεύεται ο Οθωμανικός Νόμος περί Γαιών της 17ης Ραμαζάν 1274, ο οποίος κατά ένα μεγάλο βαθμό κωδικοποιούν προισχύον μουσουλμανικό άγραφο δίκαιο. Κατά τον προαναφερθέν νόμο, τα γεωτεμάχια ή αλλιώς γαίες, διακρίνονταν στις ακόλουθες κατηγορίες. Πρώτη κατηγορία αποτελούν οι ιδιωτικές γαίες (Μούλκια). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονταν κυρίως αστικά ακίνητα, αδόμητα οικόπεδα εντός των πόλεων, ακόμα και οικόπεδα εντός των πόλεων, στα οποία υπήρχαν φυτεμένα δένδρα. Οι εκτάσεις αυτές αποτελούσαν την μόνη κατηγορία γαιών – ακινήτων, τα οποία ανήκαν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα σε ιδιώτες, επρόκειτο επί της ουσίας για μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, των οποίων η ατομική έκταση σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να υπερβαίνει το μισό στρέμμα. Η μεταβίβαση των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας γίνονταν κατά βάση ατύπως. Για την μεταβίβαση δηλαδή των εν λόγω ακινήτων αρκούσε απλή συμφωνία των μερών, η οποία μπούμε να αποδεικνύεται και με ιδιωτικά έγγραφα, ενώ δεν απαιτούνταν κανενός είδους εγγραφή της συντελεσθείσας εκποιητικής δικαιοπραξίας σε κάποιο δημόσιο βιβλίο. Η μεταβίβαση των «Μουλκ» ήταν δυνατό να γίνει και με Χοτζέτια, τα οποία επί της ουσίας ήταν αποφάσεις οθωμανικού ιεροδικείου ή ιεροδίκη που επικύρωνε την μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου. Παράλληλα αποτελούσαν τα μόνα ακίνητα τα οποία μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών και μάλιστα χωρίς περιορισμούς, ενώ μπορούσαν να αποτελέσουν και αντικείμενο κληρονομιάς.

Η Δεύτερη κατηγορία γαιών κατά το οθωμανικό δίκαιο ήταν οι δημόσιες γαίες ή αλλιώς «εμιριε». Στην κατηγορία αυτή εντάσσονταν δάση, χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκότοποι και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Επρόκειτο επί της ουσίας για γεωτεμάχια τα οποία ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο. Σύμφωνα με την πάγια αντίληψη στο Οθωμανικό Δίκαιο, προερχόμενη από το κοράνι, όλα τα γεωτεμάχια ανήκαν στον Αλάχ, και κατ’ επέκταση στον Σουλτάνο, ως αντιπρόσωπο του θεού στην γη. Συνεπώς πλήρης κυριότητα ιδιώτη πάνω σε καλλιεργούμενη έκταση ήταν ανέφικτη στο Οθωμανικό δίκαιο. Αυτό που ήταν εφικτό και αποτελούσε πάγια πρακτική, κυρίως κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν η παραχώρηση της χρήσης των καλλιεργούμενων αυτών εκτάσεων. Το δικαίωμα χρήσης ή διηνεκούς εξουσίασης που παραχωρούσαν οι οθωμανικές αρχές επί των δημοσίων κτημάτων ονομάζονταν «Τεσσαρούφ», ενώ την ψιλή κυριότητα1 – «Ρεκαμπέ»- την διατηρούσε σε κάθε περίπτωση το οθωμανικό δημόσιο.

Η κτήση του δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης ή αλλιώς «Τεσσαρούφ» γίνονταν με την παραχώρηση ειδικού τίτλου του Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου, το οποίο ονομάζονταν Ταπί. Το Ταπί αποτελούσε ουσιαστικά τίτλο του οθωμανικού κτηματολογίου, το οποίο έφερε την επίσημη σφραγίδα του σουλτάνου («Τουγρά») και εμπεριείχε προσδιορισμό του παραχωρούμε ου δικαιώματος, καθώς επίσης και αναλυτική περιγραφή του ακινήτου, για το οποίο εκδίδονταν ο τίτλος, δηλαδή περιγραφή της θέσης και των ορίων του ακινήτου, του δικαιούχου που ζητούσε την έκδοση του τίτλου. Η μεταβίβαση του Τεσσαρούφ γίνονταν πάλι με έκδοση ταπιού και πληρωμή του ανάλογου τέλους για την έκδοσή του. Η έκδοση του ανωτέρου τίτλου από το κεντρικό γραφείο του αυτοκρατορικού κτηματολογίου, συνεπάγονταν και με ανάλογη καταχώρηση στο τηρούμενο βιβλίο στο τοπικό κατάστημα του κτηματολογίου. Η καταχώρηση αυτή ανέφερε τον αριθμό του εκδοθέντος τίτλου, τον δικαιούχο, την ημερομηνία έκδοσης, περιγραφή του ακινήτου, την τοποθεσία του, την αξία του, τον τρόπο που περιήλθε στον ιδιοκτήτη – δικαιούχο . Αξιοσημείωτο είναι ότι η έκδοση ταπιού και η συνακόλουθη καταχώρηση είχαν δηλωτικό, αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα. Η καταχώρηση γίνονταν σε δύο βιβλία, το πρώτο που ονομάζονταν «Yioklama» όπου καταγράφονταν το ακίνητο και το δεύτερο, ονομαζόμενο «Da’imi» όπου καταγράφονταν η συντελεσθείσα μεταβίβαση.

Εξαίρεση στον ως άνω κανόνα απόκτησης δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασηw αποτελούσε το δικαίωμα του άρθrου 78 ΟθΝπΓαιών, ήτοι το δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης. Το εν λόγω δικαίωμα αποκτούνταν αυτοδικαίως, με την δεκαετή χρήση και καλλιέργεια της έκτασης χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και στην περίπτωση αυτή γινόταν δεκτό ότι δεν απαιτούνταν η έκδοση κάποιου ιδιαίτερου τίτλου, εκτός αν το αιτούνταν ο δικαιούχος.

Μια άλλη κατηγορία γαιών την οποία αναγνώριζε το οθωμανικό δίκαιο ήταν οι αφιερωμένες γαίες ή αλλιώς «Βακούφια». Τα βακούφια ήταν ουσιαστικά εκτάσεις που ανήκαν σε ευαγή μουσουλμανικά ιδρύματα, δεν επιτρέπονταν η παραχώρηση της χρήσης τους για κανένα άλλο σκοπό, πλην του κοινωφελούς. Κατά την εν λόγω διάταξη του οθωμανικού νόμου περί γαιών, τα βακούφια ήταν αφιερωμένες γαίες που επιτελούσαν θεάρεστο και αγαθό έργο σκοπό. Τα βακούφια διακρίνονταν σε περαιτέρω υποκατηγορίες ανάλογα με την προέλευσή τους, δηλαδή με το τρόπο με τον οποίο απέκτησαν τον χαρακτηρισμό αυτό2.

Υπόδειγμα Ταπίου

Υπόδειγμα σελίδας από το τηρούμενο βιβλίο στο Οθωμανικό κτηματολόγιο

Πηγή : Γενικά Αρχεία του Κράτους

Πέρα από τις προαναφερθείσες κατηγορίες, υπήρχαν άλλες δύο κατηγορίες γαιών. Η πρώτη κατηγορία ονομάζονταν γαίες εγκαταλελειμμένες ή κοινόχρηστες («εραζίτ μετρουκέ») και επρόκειτο για εκτάσεις που από την φύση τους προορίζονταν για κοινή χρήση. Εδώ εντάσσονται δρόμοι, πλατείες, δάση, αυλές ναών , αιγιαλοί. Αυτή η κατηγορία των γαιών ανήκε πάλι κατά κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο, η χρήση τους όμως παραχωρούνταν στην ολότητα των κατοίκων μιας περιοχής, και απαγορευόταν η εξουσίασή τους από ιδιώτη. Η άλλη κατηγορία ονομάζονταν νεκρές γαίες («Εραζίτ Μεβάτ») και αποτελούνταν κυρίως από χερσωμένες εκτάσεις, βουνά, πετρώδης εκτάσεις και δεν εξουσιάζοντας από κανέναν και ανήκαν και αυτές στο δημόσιο.

Στα Δωδεκάνησα ωστόσο η κατάσταση έγινε πιο περίπλοκη με το πέρασμα των χρόνων. Την 01.01.1932 εισάγεται στα Δωδεκάνησα, τα οποία βρίσκονταν πλέον υπό Ιταλική κατοχή ο ιταλικός Αστικός Κώδικας του 1865 και τίθεται σε ισχύ ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου. Με τα ανωτέρω νομοθετήματα εισάγεται στη Δωδεκάνησα ο θεσμός του κτηματολογίου, μόνο όμως για τις νήσους Κω, Ρόδο και την περιοχή Πόρτο Λάγος της Λέρου, ενώ τα άρθρα 1-8 του ΚτΚΔωδεκαν εφαρμόζονταν σε όλες τις νήσους της Δωδεκανήσου. Με τα ως άνω άρθρα διατηρήθηκαν σε ισχύ οι προγενέστερες διατάξεις του Οθωμανικού νόμου περί γαιών, ενώ μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ο Κανονισμός διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο, δυνάμει του ν. 510/1947. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση απόφαση του ανωτάτου ακυρωτικού, αφορά γεωτεμάχιο, ευρισκόμενο στην νήσο Κάρπαθο και συνεπώς η εν λόγω περιοχή δεν διέπεται από τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου, πλην των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, είχε όμως εφαρμογή ο Ιταλικός ΑΚ.

Ιδιαίτερο ζήτημα που χρήζει περαιτέρω εξέτασης και απασχόλησε και το δικαστήριο είναι αυτό της πρωτότυπης κτήσης κυριότητας με χρησικτησία. Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο οθωμανικό δίκαιο δεν προβλέπονταν καθόλου ο θεσμός της κτητικής παραγραφής, ο οποίος άλλωστε δεν ήταν και εφικτός τόσο στα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας, όσο και στις δημόσιες γαίες, όπως προκύπτει από την συστηματική και συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 1248 και 1660 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα. Ωστόσο με απόφαση του Ιταλού κυβερνήτη της Δωδεκανήσου, από 21.04.1942 εισήχθη και στα Δωδεκάνησα ο θεσμός της χρησικτησίας, ο οποίος ίσχυε στον ιταλικό Αστικό Κώδικα, τόσο του 1865, όσο και του 1942. Στη συνέχεια, μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, τέθηκε σε ισχύ στην περιοχή ο ελληνικός ΑΚ, ο οποίος επίσης προέβλεπε τον θεσμό της χρησικτησίας. Συνεπώς ανέκυψε ζήτημα για την δεκτικότητα ή μη χρησικτησίας κτημάτων, τα οποία υπό το προγενέστερο οθωμανικό καθεστώς χαρακτηρίζονταν ως δημόσιες γαίες. Το ανώτατο ακυρωτικό, στην παρούσα απόφαση, όσο και σε προγενέστερη νομολογία, δέχτηκε ότι γεωτεμάχια, χαρακτηρισμένα ως δημόσιες εκτάσεις κατά το οθωμανικό καθεστώς είναι δεκτικά χρησικτησίας, ο χρόνος της οποίας αρχίζει από τον χρόνο εισαγωγής του θεσμού της χρησικτησίας στην εκάστοτε περιοχή. Εν προκειμένω ο χρόνος της κτητικής παραγραφής αρχίζει από 01.01.1932, χωρίς να υπολογίζεται προγενέστερο διάστημα νομής.

Στην κρινόμενη περίπτωση ο Άρειος Πάγος αναγνώρισε επί του επίδικου ακινήτου τόσο τον παράγωγο, όσο και τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας και αρνήθηκε να αναιρέσει την απόφαση του εφετείου για το επίδικο, με την αιτιολογία ότι παραβιάζονταν κανόνας ουσιαστικού δικαίου και η αιτιολογία της απόφασης ήταν αντιφατική, καθώς διαπίστωσε ότι κάτι τέτοια δεν συμβαίνει. Άλλωστε θα πρέπει να επισημανθεί ότι ειδικά για την περιοχή των Δωδεκανήσων, με τον ν. 2100/1952, το ελληνικό δημόσιο μετέτρεψε το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης των δικαιούχων που νέμονταν δημοσίων εκτάσεων (εμιριγιέ) σε πλήρη κυριότητα, και μάλιστα χωρίς να απαιτείται μεταγραφή του ταπιού με το οποίο οι ιδιώτες απέκτησαν το δικαίωμα εξουσίασης. Ανάλογη τακτική ακολουθήθηκε και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπου ίσχυε ο οθωμανικός νόμος περί γαιών, με επιμέρους προγενέστερα του προαναφερθέντος νόμου, νομοθετήματα.

Κατά τα λοιπά αξίζει να επισημανθεί ότι η αναγωγή στον οθωμανικό νόμο περί γαιών και η αμφισβήτηση κυριότητας ιδιωτικών εκτάσεων από το ελληνικό δημόσιο, χαρακτηριζόμενες ως δημόσιες και συνεπώς ανεπίδεκτες χρησικτησίας, αποτελεί τα τελευταία χρόνια κοινό τόπο των κτηματολογικών αγωγών του ελληνικού δημοσίου. Ωστόσο με μια τεκμηριωμένη και πλήρη αιτιολογία στο δικόγραφο του, ο εναγόμενος μπορεί εύκολα να αποδείξει την αβασιμότητα των ισχυρισμών αυτιών του δημοσίου, οι οποίοι πράγματι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι αστήρικτοι.

1 Χρήζει σε αυτό το σημείο διευκρίνισης ότι στην θεωρία επικρατεί αμφισβήτηση σχετικά με το αν η σχέση Τεσσαρούφ και Ρεκαμπέ αποτελούσε σχέση επικαρπίας και Ψιλής κυριότητας.

2 Περισσότερα για τις επιμέρους υποκατηγορίες των αφιερωμένων γαιών βλ. Κωνσταντίνος Παπαχρήστου – Δημητράς, «ο Διακτινισμός των εμπραγμάτων δικαιωμάτων από το καθεστώς των οθωμανικών γαιών στο πεδίο του Αστικού Κώδικα και του Εθνικού Κτηματολογίου. Καίρια ζητήματα του παραδεκτού της κτηματολογικής αγωγής» στα πρακτικά του 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου ΚΕΚΤΗΜΕ, «Από το γαιοκτητικό καθεστώς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους σε αυτό του εθνικού κτηματολογίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2022, σελ 80.

 

Πηγή: www.nomikospalmos.wordpress.com