Από την: Ελπίδα Γεωργιακάκη, φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η αδικοπραξία αποτελεί τον κυριότερο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση, καθώς και τη σημαντικότερη πηγή ενοχών από το νόμο. Το αστικό αυτό αδίκημα θεμελιώνεται στο άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα. Βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αδικοπρακτικής ευθύνης αποτελούν: η ανθρώπινη πράξη, η ικανότητα για καταλογισμό, η παρανομία και η υπαιτιότητα, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος. Όταν συντρέχουν αυτές οι απαιτήσεις του νόμου, ο ζημιώσας οφείλει αποζημίωση στον ζημιωθέντα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και την χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή και ψυχική οδύνη (ΑΚ 932). Ειδικότερα, η τελευταία επιδικάζεται μόνο στην οικογένεια του θύματος.1
Η έννοια της οικογένειας δεν ορίζεται νομοθετικά, γεγονός που δημιουργεί δυσκολίες ως προς τον καθορισμό του εύρους της. Κατά τον Γεωργιάδη, οικογένεια είναι «το σύνολο των προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους είτε με τον γάμο είτε με ελεύθερη ένωση που συνοδεύεται από σύμφωνο συμβίωσης είτε με τη γέννηση είτε με την υιοθεσία». Γίνεται δεκτό δηλαδή, ότι η έννοια της οικογένειας είναι ευρεία και ελαστική, έτσι ώστε να διαμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις. Το δικαστήριο λοιπόν θα κρίνει κάθε φορά in concreto, ποια πρόσωπα περιλαμβάνονται στο εύρος της οικογένειας για να τους επιδικαστεί η αποζημίωση.2
Μια τέτοια κρίση έκανε και ο Άρειος Πάγος στην απόφαση υπ’ αριθμό ΑΠ 1159/2022. Σε αυτήν το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αναίρεσης που ασκήθηκε κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στην οποία απορρίφθηκε το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη κατόπιν αυτοκινητιστικού ατυχήματος. Δικαιολογητική αιτία αυτού αποτελούσε το γεγονός ότι ο αιτών -εδώ αναιρεσείων- βρισκόταν σε ελεύθερη ένωση με την θανούσα σύντροφο του, και ως εκ τούτου, εφόσον δεν είχε τελεστεί γάμος, δεν συμπεριλαμβανόταν στην έννοια της οικογένειας κατά το άρθρο 932 ΑΚ. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος προέβη εδώ σε μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας της οικογένειας, εναρμονίζοντας την νομολογία του με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τελικά, η αίτηση αναίρεσης έγινε εν μέρει δεκτή, με τον αναιρεσείοντα να αναγνωρίζεται ως «οικογένεια» της θανούσας, και να του επιδικάζεται η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη.
Η αναίρεση, το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στην επίμαχη περίπτωση, αποτελεί το μοναδικό ένδικο μέσο που ασκείται ενώπιον του Αρείου Πάγου. Πρόκειται για ένα έκτακτο, μη ανασταλτικό ένδικο μέσο (ΚΠολΔ 565), που προσβάλλει μια δικαστική απόφαση μόνο ως προς τα νομικά της σφάλματα, τα οποία και απαριθμούνται περιοριστικά στο νόμο (ΚΠολΔ 559-560). Η αναίρεση δεν θεωρείται, κατά την κρατούσα άποψη, μεταβιβαστικό ένδικο μέσο, καθώς ο Άρειος Πάγος δεν αποτελεί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ ο ίδιος δεν επιλαμβάνεται της ουσίας της υποθέσεως. Κύριο αίτημα της αναίρεσης αποτελεί η ακύρωση ή η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Παράλληλα, γενικότερα με τα ένδικα μέσα εξασφαλίζεται η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου, η ενότητα της νομολογίας και η απονομή δικαιοσύνης. Όμως, έχει υποστηριχθεί και το επιχείρημα ότι επιβραδύνεται η επίλυση της διαφοράς και προσβάλλεται η αρχή της οικονομίας της δίκης. Για την άσκηση της αναίρεσης απαιτείται κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επί της οποίας συντάσσεται έκθεση (ΚΠολΔ 495). Έπειτα από αυτή τη διαδικαστική πράξη αρχίζουν τα αποτελέσματα της αναίρεσης (ΚΠολΔ 500). Η γνήσια προθεσμία για την άσκησή της ορίζεται στις 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης (ή στις 60 μέρες αν ο αναιρεσείων διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής). Παράλληλα, υπάρχει και καταχρηστική προθεσμία 2 ετών από τη δημοσίευση της απόφασης (ΚΠολΔ 564).
Για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης απαιτείται αυτή να ασκείται επιτρεπτά (δηλαδή κατά οριστικής και τελεσίδικης απόφασης (ΚΠολΔ 552-553), να τηρούνται οι διατάξεις του νόμου ως προς την ενεργητική και την παθητική νομιμοποίηση (ΚΠολΔ 556-558) και να προβάλλονται συγκεκριμένοι λόγοι αναίρεσης), να υπάρχει έννομο συμφέρον του ασκούντος, να τηρείται ο τύπος και οι προθεσμίες (ΚΠολΔ 495 επ.,564,566), καθώς και η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ένδικων μέσων (ΚΠολΔ 555). Ακόμα απαιτείται και η κατάθεση παράβολου, η τύχη του οποίου εξαρτάται από την έκβαση της δίκης (ΚΠολΔ 495). Αν εκλείπει κάποια από της προϋποθέσεις του παραδεκτού -πράγμα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο-, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΚΠολΔ 577). Διαφορετικά, εάν όλα αυτά συντρέχουν, το δικαστήριο προχωράει στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της αναίρεσης. Αν όμως οι λόγοι που προβάλλονται είναι απαράδεκτοι, η αναίρεση θα απορριφθεί ως αβάσιμη. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη, διατηρώντας τις έννομες συνέπειές της. Σε αντίθετη περίπτωση, αν οι λόγοι είναι παραδεκτοί, ο Άρειος Πάγος θα εξετάσει κατόπιν την νομική βασιμότητά τους. Αν έστω και ένας αναιρετικός λόγος είναι βάσιμος, η αίτηση αναίρεσης θα γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση θα εξαφανιστεί αναδρομικά ως προς το προσβαλλόμενο κεφάλαιο. Τότε οι διάδικοι θα επιστρέψουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης και θα επανέλθει το αίτημα παροχής έννομης προστασίας (ΚΠολΔ 579-581).3
- ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στην υπόθεση αυτή ο Άρειος Πάγος εκδίκασε την αναίρεση που άσκησε ο αναιρεσείων για τον ίδιο, αλλά και εκ μέρους των ανήλικων τέκνων του -ως ασκών την γονική μέριμνα και επιμέλεια-, εναντίον ενός ιδιώτη οδηγού, μια ετερόρρυθμης εταιρείας και μιας ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων. Έχοντας ασκηθεί το ένδικο μέσο νόμιμα και εμπρόθεσμα, και όντας παραδεκτό, το ανώτατο ακυρωτικό προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης.
Η ένδικη διαφορά αφορά εδώ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη. Ειδικότερα, ο πρώτος αναιρεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του σε ελεύθερο δρόμο, τηρώντας τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Στο όχημα επέβαινε επίσης και η σύντροφος του και μητέρα των λοιπών αναιρεσείοντων, με την οποίο εκείνος βρισκόταν σε ελεύθερη ένωση. Ο πρώτος αναιρεσείων και οδηγός του αυτοκινήτου, έχοντας αντιληφθεί καθυστερημένα την έξοδο του δρόμου στην οποία έπρεπε να στρίψει, και μη μπορώντας πια να γυρίσει πίσω, μείωσε την ταχύτητα του οχήματος του και κατευθύνθηκε στην δεξιά λωρίδα του δρόμου, για να επιλέξει την πορεία που θα ακολουθήσει έπειτα. Ταυτόχρονα, στον ίδιο δρόμο οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσίβλητος το ΙΧ φορτηγό, το οποία ανήκε στην δεύτερη αναιρεσίβλητη και ήταν ασφαλισμένο για αστική ευθύνη έναντι τρίτων στην τρίτη αναιρεσίβλητη. Ο τελευταίος αυτός οδηγός, από αμέλεια και έλλειψη προσοχής, κατεύθυνε το όχημά του στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, όπου κινούταν ο πρώτος αναιρεσείων, τον οποίο και δεν είχε αντιληφθεί. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η σφοδρή σύγκρουση των δύο οχημάτων, από την οποία προκλήθηκε ο θάνατος της συντρόφου του πρώτου αναιρεσείοντος. Ακόμη, ο τελευταίος τραυματίστηκε ελαφριά και επήλθαν εκτεταμένες υλικές ζημιές στα δύο οχήματα.
Επομένως, με βάση το γεγονός ότι το ατύχημα οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσίβλητου, αλλά και συνεκτιμώντας τις λοιπές περιστάσεις του ατυχήματος και τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς μεταξύ των αναιρεσειόντων και της θανούσας, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη στον πρώτο αναιρεσείοντα εξαιτίας του τραυματισμού που υπέστη, και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη σε όλους τους αναρεσείοντες.
Εναντίον αυτής της απόφασης ασκήθηκε έφεση από τους αναιρεσίβλητους. Σε αυτή τη δευτεροβάθμια δίκη, έγινε δεκτό το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη όσον αφορά τα τέκνα της θανούσας, όμως απορρίφθηκε ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα. Για τον λόγο αυτό ασκήθηκε κατόπιν η αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου.
- ΤΑ ΑΝΑΦΥΟΜΕΝΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Στην αίτηση αναίρεσης που άσκησε ο πρώτος αναιρεσείων προβλήθηκαν τέσσερις λόγοι, οι οποίοι αφορούν τα άρθρα ΚΠολΔ 559 αρ. 1 και ΚΠολΔ 559 αρ. 19, υπό διαφορετικές κάθε φορά αιτιάσεις. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΚΠολΔ 559 αρ. 1, αναίρεση ασκείται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέδωσε στον κανόνα δικαίου διαφορετική έννοια από αυτή που πράγματι έχει, με αποτέλεσμα να μην τον εφαρμόσει ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ή να τον εφαρμόσει ενώ δεν συντρέχουν, είτε προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου και έτσι κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα στο διατακτικό της απόφασης. Ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου ορίζεται, ειδικότερα, εκείνος που ρυθμίζει βιοτικές σχέσεις και αναφέρεται στην κτήση δικαιωμάτων και την ανάληψη υποχρεώσεων, για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις αν δεν τηρηθούν. Κρίσιμο εδώ είναι το περιεχόμενο, το αντικείμενο και ο σκοπός της εκάστοτε διάταξης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτή ανήκει στην κατηγορία του ουσιαστικού ή του δικονομικού κανόνα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως στην έννοια του κανόνα δικαίου συμπεριλαμβάνονται και οι επικυρωμένες διεθνείς συμβάσεις και οι γενικοί παραδεδεγμένοι κανόνες διεθνούς δικαίου. Ακόμη, με τον αναιρετικό αυτό λόγο ο Άρειος Πάγος δύναται να ελέγξει και την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών. Πρόκειται, συνεπώς, για ευθεία παραβίαση του κανόνα δικαίου.4
Παράλληλα, κατά το άρθρο ΚΠολΔ 559 αρ. 19, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν αυτά εκτίθενται ελλιπώς (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αυτά αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο εκάστοτε εφαρμοστέος κανόνας ουσιαστικού δικαίου θα είναι αυτός που θα καθορίσει το αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης, προκειμένου τα πραγματικά περιστατικά που θα εκτεθούν να καλύπτουν το πραγματικό του και επέλθει η έννομη συνέπεια. Θα πρέπει, πάντως, η νομική πλημμέλεια της απόφασης που προβάλλεται με αυτόν τον αναιρετικό λόγο, να αναφέρεται σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και οι οποίοι έχουν προταθεί παραδεκτά και νόμιμα. Επομένως, εδώ η έλλειψη νόμιμης βάσης συνιστά μια εκ πλαγίου παραβίαση του ουσιαστικού κανόνα δικαίου. Στην πραγματικότητα, ο λόγος αυτός συνδέεται και συμπληρώνει αυτόν του άρθρου ΚΠολΔ 559 αρ. 1, ενώ και σε αυτήν την περίπτωση ελέγχεται η ερμηνεία που δίνεται από το δικαστήριο της ουσίας στις αόριστες νομικές έννοιες και στις γενικές αρχές του δικαίου. Τέλος, η παραβίαση του άρθρου ΚΠολΔ 559 αρ. 19 κυρώνεται συγχρόνως και στο άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος.5
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, οι οποίες εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΚΠολΔ 562 παρ. 4), προκειμένου να θεμελιωθεί ο εκάστοτε λόγος αναίρεσης, είναι απαραίτητο στο αναιρετήριο να αναφέρονται ορισμένα στοιχεία. Αυτά είναι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το περιεχόμενό της, το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα, καθώς και οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Γενικές και αόριστες εκφράσεις δεν αρκούν, αλλά χρειάζεται αναλυτική περιγραφή. Έτσι, θα μπορέσει να ελεγχθεί αν η νομική πλημμέλεια που έγινε οδήγησε πράγματι στο εσφαλμένο διατακτικό της απόφασης, και ως εκ τούτου να ευδοκιμήσει η αναίρεση.6
Εν προκειμένω, ως πρώτος αναιρετικός λόγος εμφανίζεται αυτός των άρθρων ΚΠολΔ 559 αρ. 1 και 19 και αφορούν την παραβίαση των διατάξεων ΕΣΔΑ 8 και ΑΚ 932. Με βάση την πρώτη από αυτές, η οποία έχει και υπερνομοθετική ισχύ (Σ 28 παρ. 1), έχει γίνει μια δυναμική ερμηνεία της έννοιας της «οικογένειας». Ειδικότερα, κατά το ΕΔΔΑ, σημασία δεν έχει η διάκριση σε «φυσική» ή «νόμιμη» οικογένεια, ή αν έχει τελεστεί γάμος ή υπάρχει σύμφωνο συμβίωσης. Αντίθετα, αυτό που αποτελεί καθοριστικό κριτήριο είναι η πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών. Το γεγονός αυτό αποτελεί πραγματικό ζήτημα που ερευνάται από το δικαστήριο ad hoc, με βάση διάφορους παράγοντες. Μερικοί από αυτούς είναι ενδεικτικά: η συμβίωση, η διάρκεια και σταθερότητα της σχέσης, η αμοιβαία υλική και συναισθηματική υποστήριξη, η αγάπη και η αφοσίωση, η πρόθεση δημιουργίας οικογένειας, η απόκτηση τέκνων και γενικότερα η με οποιοδήποτε τρόπο έκφραση της δέσμευσης των μερών. Από αυτά καθίσταται φανερό, ότι πλέον στην έννοια της «οικογένειας» εντάσσονται και de facto σχέσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργήσουν οικογενειακούς δεσμούς. Η αποδοχή αυτής της «αυτόνομης» έννοιας της «οικογένειας» ενδέχεται να μην συμβαδίζει με το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών της ΕΣΔΑ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διάταξη του άρθρου ΕΣΔΑ 8 έχει διττό χαρακτήρα. Έτσι, αφενός θεσπίζει μια σειρά θετικών υποχρεώσεων του κράτους για την απόλαυση και προστασία της οικογενειακής ζωής, ενώ αφετέρου θεσπίζει και την αρνητική του υποχρέωση να απέχει από οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτήν, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο, δεν επιδιώκει νόμιμο σκοπό και δεν είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Τελικά, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, μέσα από τη δυναμική και εξελικτική του ερμηνεία που διαπλάσθηκε νομολογιακά, καταλήγει να είναι επίκαιρο και συγχρονισμένο με τις επιταγές της κοινωνίας.7
Παράλληλα, οι «κοινωνικοί και δικαιικοί» θεσμοί του γάμου και της οικογένειας προστατεύονται και στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρθρο 9 του ΧΘΔΕΕ, όπως και στο άρθρο 23 του ΔΣΑΠΔ, αλλά και συνταγματικά στα άρθρα 9 παρ. 1 και 21,. Φορείς των ανωτέρω δικαιωμάτων αποτελούν όλα τα φυσικά πρόσωπα, ενώ αποδέκτης είναι η κρατική εξουσία. Για αυτό και θεσπίζεται η υποχρέωση του κράτους αφενός για λήψη θετικών μέτρων για την προστασία αυτών, και αφετέρου για παράλειψη προσβολής τους με οποιοδήποτε τρόπο (θετικό και αρνητικό καθήκον προστασίας). Η ανεπιφύλακτη όμως κατοχύρωση του δικαιώματος στην οικογένεια δεν εμποδίζει τον κοινό νομοθέτη να τροποποιεί τις ρυθμίσεις ως προς τον τρόπο σύστασης της οικογένειας και να αναγνωρίζει εναλλακτικές μορφές αυτής. Το τελευταίο καθίσταται αναγκαίο σήμερα, καθώς οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις επιβάλλουν τον νομοθετικό αναπροσδιορισμό της έννοιας της «οικογένειας», η οποία είναι δυναμική και εξελισσόμενη.8 Για το λόγο αυτό έχουν επέλθει σημαντικές τροποποιήσεις στο οικογενειακό δίκαιο (π.χ. ν. 1250/1982, ν. 1329/1983, ν. 3086/2002, ν. 3719/2008, ν. 4356/2015, ν. 4531/2018), οι οποίες αναγνωρίζουν την ελεύθερη ένωση ως εναλλακτική και πιο «χαλαρή» μορφή συμβίωσης και την εντάσσουν στην έννοια της «οικογένειας». Με αυτόν τον τρόπο εναρμονίζεται τελικά το εθνικό δίκαιο με την νομολογία του ΕΔΔΑ και τα ευρωπαϊκά πρότυπα.9
Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, είναι λανθασμένη η άποψη της νομολογίας ως προς τον προσδιορισμό της έννοιας της «οικογένειας» στο άρθρο ΑΚ 932. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό θεσπίζεται η ευχέρεια του δικαστηρίου να επιδικάσει στην οικογένεια του θύματος, ένα εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη, με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τους κανόνες της κοινής πείρας. Εξαιτίας όμως της ελαστικότητας και της διαφοροποίησης σε βάθος χρόνου του όρου «οικογένεια», ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε να μην προσδιορίσει ακριβώς το περιεχόμενό του στην συγκεκριμένη διάταξη. Έτσι η νομολογία προέβη στην ερμηνεία του, σύμφωνα με την οποία σε αυτήν περιλαμβάνονται «οι εγγύτεροι και στενώς συνδεδεμένοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του», ενώ απαιτείται επιπλέον και η ύπαρξη συναισθημάτων αγάπης και στοργής μεταξύ τους, γεγονός που εκτιμάται in concreto από το δικαστήριο.10 Κατά αυτή την ερμηνεία, η κρατούσα άποψη στη νομολογία δέχεται ότι η διάταξη του ΑΚ 932 δεν εφαρμόζεται για τα πρόσωπα που ζουν σε ελεύθερη ένωση, ενώ υποστηρίζεται ότι αντίθετη άποψη θα οδηγούσε σε contra legem ερμηνεία και θα έθιγε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στο γάμο. Ακόμη, υποστηρίζεται ότι το ελληνικό δίκαιο προστατεύει μόνο το θεσμό του γάμου, ενώ η ελεύθερη ένωση θεωρείται ως «de facto οικογενειακή σχέση» και δεν ρυθμίζεται περαιτέρω (ΑΚ 1444, 1456, 1457, 1471, 1479, 1350 επ., 1386 επ. και ν. 1329/1983).11 Μια τέτοια άποψη είναι, λοιπόν, προφανώς λανθασμένη, καθώς θα πρέπει να γίνει δεκτή μια ευρεία έννοια της «οικογένειας», η οποία δεν περιορίζεται μόνο στον εξ αίματος συγγενικό δεσμό, αλλά σε οποιοδήποτε δεσμό συγγένειας και αγάπης, ανεξάρτητα από τον τρόπο σύστασής του. Τέλος, ο όρος «οικογένεια» αποτελεί νομική έννοια, που ελέγχεται και αναιρετικά.12
Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα παραπάνω, το ανώτατο ακυρωτικό κρίνει ότι θα πρέπει και η εξώγαμη συμβίωση να εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου ΑΚ 932. Εν προκειμένω, μεταξύ του πρώτου αναιρεσείοντος και της θανούσας σύντροφός του υπήρχαν οικογενειακοί δεσμοί, πράγμα το οποίο διακρίνεται μέσα από τη διάρκεια και σταθερότητα της συμβίωσής του, τα συναισθήματα αγάπης και αφοσίωσης, την ύπαρξη τέκνων κ.λπ. Επομένως, ως μέλος της οικογένειας της θανούσας, θα πρέπει και αυτός να αναγνωριστεί ως φορέας της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη. Άρα, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι παραδεκτός και βάσιμος και κατά συνέπεια έγινε δεκτός από τον Άρειο Πάγο.
Περαιτέρω, στον δεύτερο και στον τρίτο λόγο αναίρεσης, γίνεται επίκληση πάλι των παραβάσεων των άρθρων ΚΠολΔ 559 αρ. 1 και 19, αυτή τη φορά όμως υπό την αιτίαση ότι επιδικάστηκε αναμφίβολα μικρή αποζημίωση στους αναιρεσείοντες σε σύγκριση με αυτήν που δίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις. Με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζουν οι αιτούντες ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και προέβη σε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Πιο αναλυτικά, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης (ανθρώπινη συμπεριφορά, παρανομία, υπαιτιότητα, επέλευση ζημιάς και αιτιώδης σύνδεσμος) -όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω-, ο υπόχρεος θα οφείλει αποζημίωση στον ζημιωθέντα. Η έκταση αυτής της αποζημίωσης θα καθορίζεται από την έκταση της ζημιάς. Παράλληλα, γίνεται δεκτό ότι αποκαθίσταται και η θετική και η αποθετική ζημία βάσει της ΑΚ 298, αλλά και η μέλλουσα ζημία. Ειδικά για την ψυχική οδύνη, δηλαδή όπως ορίζει ο Γεωργιάδης «τον ψυχικό πόνο που αισθάνεται το πρόσωπο όταν προσβληθεί ένα αγαθό δικό του ή τρίτου προσώπου με το οποίο συνδέεται στενά», προβλέπεται αποζημίωση για την οικογένεια του θύματος ως «ηθική παρηγοριά» και «ψυχική ανακούφιση» (ΑΚ 932). Η αξίωση αυτή είναι προσωποπαγής και δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται. Η χρηματική ικανοποίηση που επιδικάζει το δικαστήριο για την ψυχική οδύνη θα πρέπει να είναι εύλογη, γεγονός που κρίνεται με βάση διάφορα κριτήρια, και σε κάθε περίπτωση με βάση την κοινή πείρα και λογική. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν εδώ το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης, η βαρύτητα του πταίσματος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, ο βαθμός συναισθηματικού και ψυχικού δεσμού με τον θανόντα κ.λπ. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρων στην επίδικη περίπτωση, το δικαστήριο έκρινε ότι ο αιφνίδιος και απροσδόκητος θάνατος της συντρόφου του πρώτου αναιρεσείοντος και μητέρας των λοιπών αναιρεσειόντων, προκάλεσε βαρύ πένθος και αβάσταχτο πόνο σε αυτούς. Για το λόγο αυτό δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για την άμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν. Η αιτιολόγηση ως προς τα κριτήρια που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωτική, ούτε είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος εδώ, καθώς ο προσδιορισμός της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης βασίζεται στην ελεύθερη εκτίμησή του δικαστηρίου, με βάση πραγματικά γεγονότα (ΚΠολΔ 561).13
Όμως, με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (Σ 2 παρ. 1 και Σ 25) θεσπίζεται η μη υπέρβαση των ορίων από την κρίση του δικαστηρίου, σύμφωνα και με τις επιταγές της κοινής πείρας και του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Έτσι, το δικαστήριο θα πρέπει να διατηρεί μια ισορροπία μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων, χωρίς όμως να παραβιάζει με αυτόν τον τρόπο τα θεμελιώδη δικαιώματα των διαδίκων. Η όποια παραβίαση γίνεται θα πρέπει να πληροί τις τρεις εκφάνσεις της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι πρόσφορη ή κατάλληλη, αναγκαία και όχι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (αναλογικότητα stricto sensu).14
Στην έννοια του ανάλογου περιλαμβάνεται και το εύλογο της χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη. Γίνεται φανερό λοιπόν, ότι υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και για τη διαπίστωση της υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα δικαίου (ΚΠολΔ 559 αρ, 1 και 19) κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου ΑΚ 932.15 Παρόλ’ αυτά, ο Άρειος Πάγος απέρριψε τους ανωτέρω λόγους αναίρεσης ως απαράδεκτους, καθώς δεν αναφέρονταν στην αίτηση αναίρεσης οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έκανε δεκτά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και στα οποία αποδίδεται το νομικό σφάλμα της απόφασης. Συγχρόνως όμως, αξίζει να αναφερθεί πως ούτε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε τη διακριτική του ευχέρεια υπερέβη το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού και ο Άρειος Πάγος συμφώνησε πως τα ποσά που επιδικάστηκαν στους αναιρεσείοντες ήταν εύλογα και δεν υπολείπονταν παρόμοιων περιπτώσεων. Επομένως, οι δύο αυτοί λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι και ως αβάσιμοι.
Τέλος, στον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης προβάλλεται και πάλι η πλημμέλεια του άρθρου ΚΠολΔ 559 αρ. 1, και συγκεκριμένα ο αναιρεσείων αναφέρεται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων ΑΚ 345 και 346. Ωστόσο και αυτός ο αναιρετικός λόγος απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο για δύο σοβαρά ελλείμματα που έχει. Ειδικότερα, αυτός ο λόγος αναίρεσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, εξαιτίας της πλημμέλειας του άρθρου ΚΠολΔ 562 παρ. 2. Δηλαδή, σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο, που εκπληρώνει μια θεμελιώδη αρχή ως προς τον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο Άρειος Πάγος, για να είναι παραδεκτός ένας λόγος αναίρεσης, θα πρέπει ο ισχυρισμός που περιλαμβάνει να έχει προταθεί νόμιμα και παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας προηγουμένως. Το γεγονός αυτό προκύπτει από το αναιρετήριο. Ο νόμος προβλέπει μόνο τρεις εξαιρέσεις κατά της οποίες ο αναιρετικός λόγος γίνεται δεκτός, ακόμα και αν ο βασικός ισχυρισμός τους δεν έχει προταθεί προηγουμένως, και αυτές είναι: όταν η παράβαση δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο ουσίας, όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όταν ο ισχυρισμός αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο (ΚΠολΔ 562 παρ. 2). Καμία όμως από αυτές τις εξαιρέσεις δεν συντρέχει στην επίδικη περίπτωση. 16
Συγχρόνως όμως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης απορρίφθηκε και ως αβάσιμος και για το γεγονός, πως το κεφάλαιο της απόφασης για τον τόκο υπερημερίας (ΑΚ 345-346) που προσβάλλεται με αυτόν, δεν είχε προσβληθεί προηγουμένως με την έφεση που ασκήθηκε, και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και να κριθεί έπειτα από τον Άρειο Πάγο. Η ρύθμιση αυτή του νόμου εντοπίζεται στο άρθρο ΚΠολΔ 522, το οποίο ορίζει πως στο Εφετείο μεταβιβάζεται μόνο το κεφάλαιο της απόφασης που καθορίζεται από το αίτημα της έφεσης και τους πρόσθετους λόγους της. Δεν έχει, λοιπόν, απεριόριστη εξουσία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και δεν μπορεί να ερευνά αυτεπαγγέλτως σφάλματα ή παραλείψεις, αλλά περιορίζεται στην πρωτοβουλία του διαδίκου για την προσβολή τους. Τα κεφάλαια της απόφασης που δεν προσβάλλονται καθίστανται τελεσίδικα και δεν μπορούν να εξεταστούν μετέπειτα, διαφορετικά θεμελιώνεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου ΚΠολΔ 559 αρ. 8. Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν τίθεται μόνο στην περίπτωση όπου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτό κάποιο λόγο έφεσης, εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση και κρατήσει και δικάσει την υπόθεση κατ’ ουσία. Η ρύθμιση αυτή συμβαδίζει και με την αρχή της διαθέσεως και του συζητητικού συστήματος (ΚΠολΔ 106). Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ως «κεφάλαιο» της απόφασης θεωρείται «η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης, στο πλαίσιο ίδιας διαφοράς και εκκρεμοδικίας, και για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη απόφασης». Έτσι λοιπόν, οι τόκοι, αν και είναι παρεπόμενη αξίωση, αφού προϋποθέτουν πάντα ένα χρηματικό κεφάλαιο και αποτελούν πολιτικό καρπό αυτού, θα πρέπει να αποτελούν χωριστό κεφάλαιο στη δίκη. Επίσης, δεν θα πρέπει να υπάρχει σύγχυση εδώ με το «αναγκαστικά συνεχόμενο κεφάλαιο» για το οποίο γίνεται λόγος στα άρθρα ΚΠολΔ 520 παρ. 2 και 523, και που δεν αφορά το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ΚΠολΔ 522. Σε κάθε περίπτωση, η συνδρομή αυτής της προϋπόθεσης γίνεται αντιληπτή από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (ΚΠολΔ 561 παρ. 2). 17
- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο Άρειος Πάγος εξέδωσε την απόφασή του, στην οποία έκανε δεκτό εν μέρει μόνο τον πρώτο λόγο αναίρεσης, και συγκεκριμένα το κεφάλαιο που αφορούσε την επιδίκαση στον πρώτο αναιρεσείοντα χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη. Η απόφαση παραπέμφθηκε για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο (ΚΠολΔ 580 παρ.3).
Συμπερασματικά, αυτό που αξίζει να σημειωθεί για αυτή την απόφαση, είναι πως ο Άρειος Πάγος δεν παρέμεινε προσηλωμένος σε στενές και περιοριστικές ερμηνείες και απόψεις της ελληνικής θεωρίας και νομολογίας. Αντίθετα, επέλεξε -ορθά κατά τη γνώμη της γράφουσας- να ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα και να συμβαδίσει τη νομολογία του με αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μάλιστα, η έννοια της «οικογένειας», για την οποία γίνεται λόγος στην επίδικη περίπτωση, όντας μια θεμελιώδη έννοια για την κοινωνία, και με βαρύνουσα θρησκευτική σημασία, αποτέλεσε σπουδαίο παράδειγμα της προσπάθειας του ανώτατου ακυρωτικού της χώρας να συμβαδίσει με τις εξελίξεις των χρόνων. Το δίκαιο δεν είναι στατικό, αλλά θα πρέπει να ακολουθεί την κοινωνία και να προσαρμόζεται σε αυτήν. Το τελευταίο επιβεβαιώθηκε έμπρακτα στην παρούσα υπόθεση.
1 Μιχ. Π. Σταθόπουλος, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 294-301 και 319-324
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Α’ Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2014, σελ. 633-667
2 Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 6-9
3 Στέφανος Στ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022, σελ. 5-20 και 183-216 και 292-335
Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 628-658 και 762-796 και 833-848
4 ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019, ΑΠ 555/2004
Βλ. Πανταζόπουλος, ο.π. σελ. 223-235
Βλ. Νίκας, ο.π., σελ. 796-802
5 ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 85/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 59/2020
Βλ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 235-242
Βλ. Νίκας, ο.π., σελ. 802-806
6 ΑΠ 551/2020, ΑΠ 96/2020, ΑΠ 1420/2013, ΟλΑΠ 27/1998, ΟλΑΠ 39/1996, ΑΠ 1106/2020
Βλ. Πανταζόπουλος, ο.π. σελ. 223-242
Βλ. Νίκας, ο.π., σελ. 796-806
7 Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 370-373 και 393-404 και 411-434
8 ΑΠ 442/2017, ΑΠ 775/2011
9 Βλ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, ο.π., σελ. 313
Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Α’ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 569-594
10 ΟλΑΠ 21/2020, ΑΠ 870/2020, ΑΠ 370/2018, ΑΠ 442/2017, ΑΠ 382/2013, ΑΠ 43/2012, ΑΠ 995/2009, ΑΠ 1141/2007
11 Βλ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, ο.π., σελ. 6-9
12 Βλ. Σταθόπουλος, ο.π., σελ. 320-321
Βλ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, ο.π., σελ. 633-667
13 ΑΠ 170/2020, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 502/2020, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017,ΑΠ 405/2015, ΑΠ 1361/2013
Βλ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, ο.π., σελ 633-667
14 Αντώνης Μ. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Δ’ Έκδοση, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2018, σελ. 480-481
Βλ. Βλαχόπουλος, ο.π., σελ. 25-26
15 ΟλΑΠ 9/2015
16 ΑΠ 656/2018, ΑΠ 1804/2014
Βλ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 292-298
Βλ. Νίκα, ο.π., σελ. 792-794
17 ΑΠ 894/2020, ΑΠ 344/2020
Βλ. Σταθόπουλος, ο.π., σελ. 239-248
Βλ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 88-94 και 213-214
Βλ. Νίκα, ο.π., σελ. 697-702 και 789-790
Πηγή: https://nomikospalmos.wordpress.com