Γράφει η δικηγόρος Ιφιγένεια Βασιλοπούλου
Νόμο του Κράτους (Ν. 4640/2019 – ΦΕΚ Τεύχος A’ 190/30.11.2019) αποτελεί πλέον η υποχρεωτικότητα του θεσμού της διαμεσολάβησης για το μεγαλύτερο κομμάτι των αστικών και εμπορικών διαφορών, με το πρόσχημα ότι δήθεν θα «ανακουφιστούν» τα Δικαστήρια από τον υπερβολικό φόρτο εργασίας.
Με τον ίδιο ως άνω Νόμο, μάλιστα, ψηφίστηκε και μία ακόμα διάταξη, η οποία δυσχεραίνει αδικαιολόγητα τόσο το έργο του μάχιμου δικηγόρου, όσο και την ίδια την πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη:
Από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά τη δημοσίευση του Νόμου, τέθηκε σε ισχύ, διάταξη – με άμεση μάλιστα εφαρμογή – η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική κατάθεση μαζί με την κατάθεση οποιασδήποτε αγωγής, ενημερωτικού εντύπου περί της διαμεσολάβησης από τον δικηγόρο προς τον εντολέα του, υπογεγραμμένο και από τα δύο μέρη, ασχέτως αν πρόκειται για διαφορά που δεν υπάγεται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης. Παράλειψη, δε, της κατάθεσης του ως άνω εντύπου, είχε αρχικά ως συνέπεια το απαράδεκτο της ίδια της αγωγής (!), κύρωση όχι μόνο δυσανάλογα επαχθή, αλλά αντιδημοκρατική στον πυρήνα της.
Είναι αδιανόητο ότι κυριολεκτικά, εν μία νυκτί, περιλήφθηκε μία τέτοιου είδους διάταξη, με άμεση μάλιστα ισχύ, σε έναν Νόμο, που ψηφίστηκε ημέρα Παρασκευή (29/11/2019), και χιλιάδες συνάδελφοι Δικηγόροι έτρεχαν πανικόβλητοι να βρουν τους εντολείς τους μέσα στο σαββατοκύριακο για να υπογράψουν αυτό το ενημερωτικό έντυπο, ώστε να είναι σε θέση να καταθέσουν τις αγωγές τους την Δευτέρα το πρωί, γεγονός που σε πάρα πολλές περιπτώσεις κατέστη ανέφικτο!
Ήταν δε, τόσο πολλές οι αντιδράσεις του νομικού κόσμου για την αυστηρότητα, προχειρότητα και την αδικαιολόγητη δυσχέρεια που δημιουργούσε η διάταξη αυτή στο δικαίωμα προσφυγής των πολιτών στη Δικαιοσύνη, αλλά και πρακτικά, στην επιτέλεση του δικηγορικού λειτουργήματος, που, ήδη (!), με νεότερη τροπολογία, που ψηφίστηκε μόλις λίγες ημέρες μετά, ήτοι στις 11/12/2019, με αναδρομική ισχύ από 30/11/2019 και η οποία καταλαμβάνει και τις ήδη κατατεθείσες αγωγές, βελτιώθηκε νομοτεχνικά η διάταξη και μεταρρυθμίστηκε η κύρωση από το απαράδεκτο της άσκησης της αγωγής στο απαράδεκτο της συζήτησής της, ενώ προβλέπεται πλέον η δυνατότητα κατάθεσης του εντύπου έως την συζήτηση της αγωγής.
Πώς να χαρακτηρίσει κανείς τέτοιες πρακτικές; Πρόχειρες, βιαστικές, επιπόλαιες ή μήπως τεχνηέντως αποπροσανατολιστικές, ώστε το ενδιαφέρον του νομικού κόσμου, αλλά και των πολίτων, να στραφεί σε διαδικαστικά θέματα που άπτονται της καθημερινής πρακτικής, και όχι στην ίδια την υποχρεωτικότητα του θεσμού της ιδιωτικής διαμεσολάβησης;
Ας δούμε όμως τί είναι η διαμεσολάβηση.
Στην θεωρία τουλάχιστον, η διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή του διαμεσολαβητή – ενός τρίτου δηλαδή προς τα μέρη προσώπου – εισέρχονται σε διαδικασία διαπραγμάτευσης, προκειμένου να καταλήξουν σε μία ικανοποιητική και αμοιβαία αποδεκτή λύση της διαφοράς, χωρίς να χρειαστεί να προσφύγουν σε δικαστική διαμάχη.
Στην υποχρεωτικότητα του θεσμού αυτού, υπάγεται ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, όπως οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όσες υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, αλλά και οι περισσότερες οικογενειακές διαφορές (εκτός από κάποιες κατηγορίες, όπως είναι η ακύρωση ή λύση του γάμου, η προσβολή της πατρότητας/μητρότητας, αναγνώριση τέκνου κ.α.).
Πρέπει, δε, να επισημανθεί ότι η ιδιότητα του διαμεσολαβητή, ο οποίος θα επιτελεί στην ουσία τον ρόλο ενός οιονεί δικαστή, δύναται να απονεμηθεί σε οποιονδήποτε απόφοιτο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς όμως να διασφαλίζεται κανένα εχέγγυο ούτε καν ελάχιστης νομικής κατάρτισής του, αλλά ούτε και ουδετερότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.
Είναι προφανές ότι στόχος της νομοθετικής αυτής ρύθμισης είναι η ιδιωτικοποίηση της Δικαιοσύνης, με απώτερο σκοπό ο ασθενέστερος διάδικος να οδηγείται – έστω έμμεσα – μέσα από μια δαπανηρή υποχρεωτική διαδικασία, προς την κατεύθυνση να συμβιβαστεί και να αποδεχτεί την πρόταση του διαμεσολαβητή, παραιτούμενος ουσιαστικά από το δικαίωμα άμεσης προσφυγής του στον φυσικό Δικαστή.
Ο Νόμος προβλέπει ως ελάχιστη αμοιβή για την πρώτη υποχρεωτική συνεδρία (αν δεν υπάρχει έτερη συμφωνία μεταξύ των μερών και του διαμεσολαβητή), το ποσό των 50 ευρώ, το οποίο θα καταβάλλεται από τους πολίτες στον διαμεσολαβητή ή στις ιδιωτικές εταιρείες/ενώσεις προσώπων διαμεσολαβητών εν είδει «υποχρεωτικού παραβόλου». Δηλαδή οι εταιρίες διαμεσολάβησης θα εισπράττουν κατ’ ελάχιστον το άνω ποσό, για να ενημερώνουν ουσιαστικά τους πολίτες για τα «οφέλη» του θεσμού της διαμεσολάβησης, χωρίς καν να μπαίνουν στην ουσία της υπόθεσης.
Αν μάλιστα, αναλογιστεί κανείς, για πόσες χιλιάδες υποθέσεις θα προηγείται αυτό το στάδιο της πρώτης υποχρεωτικής συνεδρίας, δεν είναι δύσκολο να υπολογίσει τον δυσθεώρητο τζίρο των εταιριών αυτών, ο οποίος θα προκύπτει μόνο και μόνο από την πρώτη αυτή υποχρεωτική φάση του θεσμού, χωρίς να υπολογίζεται καν, και το οικονομικό όφελος από τις υποθέσεις που θα προχωρούν περαιτέρω, καθώς η ελάχιστη μόνο εκ του Νόμου αμοιβή για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, ορίζεται στο ποσό των 80 ευρώ, και φυσικά οι συμφωνίες θα είναι ελεύθερες μεταξύ των μερών.
Και φανταστείτε, να έχουν προχωρήσει τα μέρη σε 6-7 συνεδρίες στην προσπάθειά τους να επιτευχθεί μια λύση εξωδικαστικά, για τις οποίες φυσικά συνεδρίες θα έχουν ήδη επιβαρυνθεί οικονομικά, να μην βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση, και τελικά να αναγκαστούν να προσφύγουν και στα Δικαστήρια. Πραγματικά, με τον τρόπο αυτό, όχι απλώς καταστρατηγείται η ίδια η προσφυγή του πολίτη στη Δικαιοσύνη, αλλά τείνει να γίνει απαγορευτική.
Ο θεσμός της ιδιωτικής διαμεσολάβησης δεν είναι κάτι καινούριο στην ελληνική έννομη τάξη. Καινούρια είναι η υποχρεωτικότητά του.
Τον Ιανουάριο του 2018 είχε ψηφιστεί ο Ν. 4812/2018, ο οποίος αντικατέστησε τον προηγούμενο Ν. 3898/2010, θέτοντας νέες βάσεις στον θεσμό, εντούτοις οι διατάξεις του περί υποχρεωτικότητας της διαδικασίας, δεν είχαν τεθεί άμεσα σε ισχύ, και μάλιστα λόγω και πάλι των έντονων τότε αντιδράσεων του νομικού κόσμου, η ισχύς τους είχε ανασταλεί.
Πλέον η υποχρεωτικότητα αλλάζει τα δεδομένα. Το κατά πόσον οι διαφορές των πολιτών θα λύνονται ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά μέσω της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, μόνο η πράξη θα το δείξει. Άλλωστε και ο ίδιος ο Νομοθέτης διαβλέποντας την αβέβαιη αποτελεσματικότητα του ίδιου του θεσμού, περιλαμβάνει διάταξη στο Νόμο η οποία προβλέπει επαναξιολόγηση του θεσμού σε δύο έτη από την έναρξη εφαρμογής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ..!
Επίσης, πολλά ερωτηματικά δημιουργεί και η πλήρης μεταστροφή των απόψεων της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία μόλις έναν χρόνο πριν εξέφραζε την πλήρη αντίθεσή της στην υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση και αγωνιζόταν για την θεσμική αναγνώριση της δικαστικής μεσολάβησης, εντούτοις φέτος τάσσεται υπέρ της συνταγματικότητας του Νόμου.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η εκούσια διαμεσολάβηση αποτελεί και αποτελούσε πάντοτε επιλογή για τον πολίτη. Η γνώμη μου είναι πως το έργο της απόπειρας της συμβιβαστικής επίλυσης μια ιδιωτικής διαφοράς, κανένας άλλος δεν μπορεί να το επιτελέσει πιο αποτελεσματικά, από τους ίδιους τους δικηγόρους που χειρίζονται μία υπόθεση, οι οποίοι, και νομική κατάρτιση διαθέτουν, αλλά πρωτίστως δύνανται να αντιληφθούν τα «όρια» και το συμφέρον των πελατών τους. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα ο θεσμός της διαμεσολάβησης, παρόλο που υπήρχε σχετική νομοθετική πρόβλεψη, ενώ και ο προϋπάρχων θεσμός της υποχρεωτικής απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς για υποθέσεις που εισάγονταν στην αρμοδιότητα των Πολυμελών Δικαστηρίων, και την οποία έκαναν μόνο οι πληρεξούσιοι των μερών δικηγόροι, τελικά καταργήθηκε, καθώς κρίθηκε στην πράξη αναποτελεσματικός.
Οι συνέπειες της υποχρεωτικότητας του θεσμού της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, θα είναι πολλές και αβέβαιες. Ο συνταγματικός ρόλος του Δικαστικού Σώματος υποβαθμίζεται με την εκχώρηση κρατικής εξουσίας σε ιδιώτες, η Δικαιοσύνη εμπορευματοποιείται και όλα αυτά σε βάρος των φτωχότερων και ασθενέστερων πολιτών.
Είμαι βέβαιη ότι η νομοθετικά επιβαλλόμενη υποχρεωτικότητα θα «τινάξει στον αέρα» την όποια τυχόν αποτελεσματικότητα του ίδιου του θεσμού, με μοναδικά «θύματα» για ακόμα μία φορά τους ίδιους τους πολίτες, των οποίων θίγεται στον πυρήνα του το δικαίωμά τους να προσφύγουν στην Δικαιοσύνη.