Σφοδρή επίθεση εξαπέλυσε η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας στην Ένωση Εισαγγελέων η οποία νωρίτερα άσκησε δριμεία κριτική στις πρακτικές που ακολουθούν οι δικηγόροι στις ποινικές δίκες.
Στην ανακοίνωσή τους, οι δικηγόροι απαντούν στους εισαγγελείς πως «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί» και τονίζουν ότι «η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απρόκλητα και προκλητικά ταυτόχρονα προσπαθεί συλλήβδην να απαξιώσει και να αποδυναμώσει τον υπερασπιστικό ρόλο του δικηγόρου, που είναι θεμελιώδης στην ποινική δίκη».
Προσθέτουν μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «Καλούμε την Ένωση Εισαγγελέων, αντί νουθεσιών προς τους δικηγόρους, να απευθύνει συστάσεις προς τα μέλη της για την κατά νόμο άσκηση των καθηκόντων τους και να απομονώσει όσους τυχόν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους διαταράσσουν την ομαλή πορεία της ποινικής δικής και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης».
Αναλυτικά η ανακοίνωση των δικηγόρων έχει ως εξής:
Η Συντονιστική Επιτροπή, με αφορμή το από 2.11.2022 Δελτίο Τύπου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί. Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απρόκλητα και προκλητικά ταυτόχρονα προσπαθεί συλλήβδην να απαξιώσει και να αποδυναμώσει τον υπερασπιστικό ρόλο του δικηγόρου, που είναι θεμελιώδης στην ποινική δίκη.
Με αδικαιολόγητες και έωλες γενικεύσεις, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και πραγματικά περιστατικά, επιχειρεί φίμωση των δικηγόρων που τολμούν, όπως έχουν καθήκον και δικαίωμα, να κρίνουν δικαστικές αποφάσεις και συμπεριφορές δικαστών και Εισαγγελέων, με γνώμονα τη νομιμότητα, κάτι που άλλωστε αναγνωρίζεται και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Θεωρούμε ότι οι απόψεις αυτές δεν αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των Ελλήνων Εισαγγελέων.
Οι δικηγόροι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασκούν με ιδιαίτερη ευσυνειδησία το λειτούργημά τους και μάλιστα υπό αντίξοες συνθήκες.
Τυχόν ελάχιστες εξαιρέσεις, το ίδιο το δικηγορικό σώμα, τις αντιμετωπίζει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πειθαρχικό του δίκαιο.
Είναι γνωστό σε όλους ότι το Δικηγορικό σώμα έχει προβεί στην αυτεπάγγελτη διερεύνηση των όποιων τυχόν πειθαρχικά ελεγκτέων συμπεριφορών έχουν εκδηλωθεί. Μάλιστα ζητήσαμε και από την εισαγγελική αρχή να ενεργήσει δεόντως ιδίως στις περιπτώσεις παραβίασης της μυστικότητας της προδικασίας, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να υπάρχει κανένα αποτέλεσμα.
Τα προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης δεν επιλύονται με προσπάθεια απαξίωσης των δικηγόρων και του έργου τους αλλά με ειλικρινή συνεργασία όλων των συλλειτουργών της δικαιοσύνης και με σεβασμό στο θεσμικό ρόλο ενός εκάστου.
Προς τούτο, το Δικηγορικό σώμα έχει προτείνει την κατάρτιση κοινού Κώδικα Δεοντολογίας μεταξύ των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης και των δικαστικών υπαλλήλων, πρόταση η οποία δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα δεκτή από τους θεσμικούς φορείς των λειτουργών και συλλειτουργών της Δικαιοσύνης
Διαπορούμε, εάν η Ένωση Εισαγγελέων, πέραν των εμπρηστικών δελτίων τύπου, έχει προβεί στην παραμικρή ενέργεια αφ’ ενός για την πάταξη των φαινομένων παραβίασης της μυστικότητας της προδικασίας, αφ’ ετέρου για τον πειθαρχικό έλεγχο Εισαγγελέων, που τυχόν εκφεύγουν του δικονομικού και δεοντολογικού πλαισίου.
Επίσης άγνωστη παραμένει σε μας η θέση και η στάση της σχετικά με εκείνες τις συγκεκριμένες περιπτώσεις εισαγγελικών λειτουργών που λόγω ανεπάρκειας απεμακρύνθησαν πρόσφατα απ’ το σώμα με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
Αναμένουμε να μας κοινοποιηθεί σχετικό έγγραφο κείμενο δελτίου τύπου και επ’ αυτού του θέματος για να πληροφορηθούμε και εμείς τη θέση της επί του συγκεκριμένου ζητήματος, άλλως η σιωπή δεν απέχει πολύ από την ανοχή και την αποδοχή τέτοιων συμπεριφορών.
Καλούμε την Ένωση Εισαγγελέων, αντί νουθεσιών προς τους δικηγόρους, να απευθύνει συστάσεις προς τα μέλη της για την κατά νόμο άσκηση των καθηκόντων τους και να απομονώσει όσους τυχόν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους διαταράσσουν την ομαλή πορεία της ποινικής δικής και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης και την καλούμε ακόμα και τώρα σε έναν απροκατάληπτο και χωρίς προαπαιτούμενα διάλογο.
Πυρά εισαγγελέων για τις «τηλεδίκες» και φραστικές επιθέσεις συνηγόρων σε δικαστές
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με χθεσινή 3/11 της ανακοίνωση βάλθηκε κατά όσων το τελευταίο διάστημα επιχειρούν μία συγκρουσιακή μέθοδο στη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, κατακρίνοντας όσους ξεφεύγουν από τα δικονομικά όρια και επικρίνουν τους δικαστικούς λειτουργούς ακόμη και τη σύνθεση των Δικαστηρίων.
Σε μία ιδιαίτερα αιχμηρή ανακοίνωσή της μιλά για «απαράδεκτες και καταχρηστικές συμπεριφορές, που στοχεύουν αποκλειστικά ή έχουν ως αποτέλεσμα τη ματαίωση του σκοπού της ποινικής δίκης» και καλεί τον υπουργό Δικαιοσύνης «να λάβει την αναγκαία νομοθετική πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διατάραξης της ομαλής διεξαγωγής της δίκης, αφού αποδεικνύεται ότι δεν επαρκεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο».
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος στρέφεται κατά συνηγόρων υπεράσπισης κατηγορούμενων, η θέση των οποίων «συνοδεύεται συχνά και από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος των δικαστικών οργάνων», ενώ ειδική αναφορά κάνει και στις τηλεδίκες.
Στο πλαίσιο αυτό καλεί «τους δικηγόρους-συλλειτουργούς της δικαιοσύνης να πράττουν, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, κάθε τι αναγκαίο για την προστασία των εντολέων τους, στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων , αλλά και του θεσμικού τους ρόλου».
Οι τηλεδίκες
«Κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας και της μυστικότητας της διαδικασίας, στο πλαίσιο και υπό τη μορφή «τηλεοπτικής δίκης», υποκαθιστώντας την εκκρεμή ποινική διαδικασία» καταγράφεται επίσης όπως καταγγέλλει «συντονισμένη προσπάθεια δημιουργίας υπερβολικής δημοσιότητας και ευρύτερης κοινωνικής συμπαράταξης, υπέρ κάποιου διαδίκου, σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας».
Αναφέρει συγκεκριμένα πως η «έμμεση ή και άμεση αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας θυμάτων, ακόμη και ανηλίκων, κρίσεις και επιχειρήματα, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας και της μυστικότητας της διαδικασίας, στο πλαίσιο και υπό τη μορφή «τηλεοπτικής δίκης», υποκαθιστώντας την εκκρεμή ποινική διαδικασία».
Παράλληλα, τονίζει πως «η κριτική οριστικών ή παρεμπιπτουσών αποφάσεων, συνοδεύεται συχνά και από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος των δικαστικών οργάνων, με απαράδεκτη και απαξιωτική συμπεριφορά, άμεσες ή έμμεσες απειλές και με την επί μακρόν παρέλκυση της διαδικασίας.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο να έχει μεταβληθεί ριζικά το δικονομικό, αλλά και παραδοσιακό πρότυπο υπεράσπισης, σε πολλές ποινικές δίκες και να εφαρμόζεται μια συγκρουσιακή μέθοδος , εκτός των δικονομικών ορίων, όχι μόνο μεταξύ διαδίκων και υπερασπιστών τους, όπως ίσως θα ήταν το λογικά αναμενόμενο, αλλά και αυτών προς τα μέλη των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων.
Η θεμιτή διατύπωση από το συνήγορο των θέσεων και ισχυρισμών του εντολέα του επί της κατηγορίας και η κριτική οριστικών ή παρεμπιπτουσών αποφάσεων, συνοδεύεται συχνά και από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος των δικαστικών οργάνων, με απαράδεκτη και απαξιωτική συμπεριφορά, άμεσες ή έμμεσες απειλές και με την επί μακρόν παρέλκυση της διαδικασίας.
Η δικαιοκρατούμενη ποινική δίκη είναι συνυφασμένη με την παρουσία του συνηγόρου, ο οποίος, ως νομικός παραστάτης, οφείλει να ενασκεί για τον εντολέα του όλα τα αναγνωριζόμενα από το νόμο υπερασπιστικά του δικαιώματα και ταυτόχρονα να επιτηρεί την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων ,χωρίς όμως να τους παραβιάζει ο ίδιος.
Καταγράφεται επίσης συντονισμένη προσπάθεια δημιουργίας υπερβολικής δημοσιότητας και ευρύτερης κοινωνικής συμπαράταξης, υπέρ κάποιου διαδίκου, σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, με τη χρησιμοποίηση και συνδρομή μέσων μαζικής επικοινωνίας και επιλεκτική παρουσίαση και αξιολόγηση των κατ΄ ιδίαν αποδεικτικών μέσων, αναλυτική παράθεση στοιχείων με ειδικές αναφορές σ’ αυτά, έμμεση ή και άμεση αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας θυμάτων, ακόμη και ανηλίκων, κρίσεις και επιχειρήματα, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας και της μυστικότητας της διαδικασίας, στο πλαίσιο και υπό τη μορφή «τηλεοπτικής δίκης», υποκαθιστώντας την εκκρεμή ποινική διαδικασία.
Οι παραπάνω απαράδεκτες και καταχρηστικές συμπεριφορές, που στοχεύουν αποκλειστικά ή έχουν ως αποτέλεσμα τη ματαίωση του σκοπού της ποινικής δίκης, που δεν είναι άλλος από την έκδοση ορθών και δίκαιων αποφάσεων σε εύλογο χρονικό διάστημα, πρέπει να ανακοπούν και να αποκατασταθεί η ισορροπία και η ευταξία στο ευαίσθητο πεδίο της ποινικής δίκης, με τη συνδρομή όλων των αρμόδιων φορέων.
Ενόψει αυτών καλούμε:
– Τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης να λάβει την αναγκαία νομοθετική πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διατάραξης της ομαλής διεξαγωγής της δίκης, αφού αποδεικνύεται ότι δεν επαρκεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.
– Τους δικηγόρους-συλλειτουργούς της δικαιοσύνης να πράττουν, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, κάθε τι αναγκαίο για την προστασία των εντολέων τους, στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων , αλλά και του θεσμικού τους ρόλου.
– Τα θεσμοθετημένα όργανα να εφαρμόζουν, προς τις ίδιες κατευθύνσεις τις σχετικές διατάξεις και να επιβάλουν τις προβλεπόμενες πειθαρχικές και διοικητικές κυρώσεις , όταν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις.