του δικηγόρου Αθηνών, Άγγελου Νικ. Ποταμιά
Το 1963 η Χάνα Αρέντ, μετά τη δίκη του Ναζί εγκληματία πολέμου Άντολφ Άιχμαν, μίλησε για την «κοινοτοπία του κακού». Εξήγησε το πόσο εύκολα, καθημερινοί άνθρωποι, χωρίς τάση προς την κακοποίηση ή τον σαδισμό, μπορούν με ευκολία να επιδείξουν «γνήσια» βίαιες και κακοποιητικές τάσεις κατά άγνωστων συνανθρώπων τους. Γνωστές ιστορικές επιστημονικές έρευνες επί τούτω, είναι το «πείραμα του Μίλγκραμ» και το γνωστό «πείραμα του Στάνφορντ».
Στην κινηματογραφική ταινία «Το Πείραμα» (The Stanford Prison Experiment, 2015) προσεγγίζεται με καταγραφικό τρόπο το ομώνυμο ιστορικό «πείραμα του Stanford» που διεξήχθη το 1971 από μια ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον Καθηγητή Ψυχολογίας Philip Zimbardo. Μεθοδολογικά, ένας χώρος του γνωστού πανεπιστημίου προσομοιώθηκε σε ρεαλιστικές συνθήκες φυλακής, με σκοπό την συμπεριφορική εξέταση της δύναμης των κοινωνικών καταστάσεων επί της προσωπικότητας των φοιτητών και της ανθρώπινης κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Τα επαμοιβόμενα ερευνητικά υποκείμενα (με αμοιβή περί τα 80 σημερινά δολάρια ημερησίως) ήταν φοιτητές, άνδρες, κυρίως λευκοί, μεσαίας τάξης, που πέρασαν από μια σειρά διαγνωστικών συνεντεύξεων με σκοπό να επιλεχθούν όσοι ήταν ψυχολογικά και ιατρικά υγιείς με καθαρό ποινικό μητρώο. Τελικώς, επιλέχθηκαν είκοσι τέσσερις, και τυχαία δια της ρίψεως κέρματος, στους μισούς εξ’ αυτών ανατέθηκε ο ρόλος του «κρατούμενου» και υπόλοιπους ο ρόλος του «δεσμοφύλακα». Ο Zimbardo ακολούθως, άφησε το πείραμα να εξελιχθεί ενώ παρακολουθούσε τα επιγενόμενα από ένα κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης.
Οι δεσμοφύλακες, οι οποίοι εξωτερίκευσαν απολυταρχικές συμπεριφορές με στόχο την επίτευξη του ελέγχου επί των κρατουμένων, εργάστηκαν σε ομάδες των τριών για οκτώ ώρες. Οι κρατούμενοι φιλοξενούνταν ανά τριάδες σε κάθε κελί και είτε αντέδρασαν εξεγειρόμενοι με βίαιο τρόπο, είτε υπήρξαν υπαναχωρητικοί και εμφάνισαν ψυχοσωματικές διαταραχές. Η πλειονότητα ταυτίστηκε απολύτως με το ρόλο που εκλήθη να υποδυθεί μεταβάλλοντας ριζικά τις αντιλήψεις που ενστερνίζονταν πριν τη διεξαγωγή του πειράματος.
Κατά τη διερεύνηση του τρόπου που οι συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις επιδρούν στη συμπεριφορά των υποκειμένων, συνήχθη το συμπέρασμα ότι ένα μη βίαιο άτομο δύναται να αναπτύξει κακοποιητική συμπεριφορά όταν βρεθεί σε ένα κοινωνικό πλαίσιο ή περιβάλλον, το οποίο καθιστά επιτρεπτή μια τέτοια συμπεριφορά.
Στον αντίποδα, η επιρροή του εν λόγω πειράματος φαίνεται να πηγαίνει βαθύτερα από την επιστημονική εγκυρότητά του, ίσως επειδή μας λέει μια «ιστορία» για τον εαυτό μας που θέλουμε να πιστεύουμε απελπιστικά: ότι εμείς, ως άτομα, δεν μπορούμε πραγματικά να έχουμε την ευθύνη για τις αξιοκατάκριτες πράξεις μας. Προσέφερε έτσι μια μορφή εξατομικευμένης «λύτρωσης» βάσει της οποίας οι ενέργειές μας καθορίζονται μόνο από τις περιστάσεις, άρα μπορούμε απελευθερωτικά να αποποιούμαστε την ευθύνη των ενεργειών μας.
Ανακύπτοντα δεοντολογικά ζητήματα
Το παραπάνω πείραμα έθετε επί τάπητος τα δεοντολογικά ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο της διεξαγωγής της εγκληματολογικής έρευνας. Απ’ τις απαρχές του πειράματος οι κρατούμενοι «συνελήφθησαν» στα σπίτια τους, «κατηγορήθηκαν» για ένοπλη ληστεία και οδηγήθηκαν με δεμένα μάτια στη φυλακή, βιώνοντας την ηθική απαξία της σύλληψης. Εκεί τους δόθηκε ένα άβολο ρούχο με ένα νούμερο στο πίσω μέρος που υποδήλωνε ανωνυμία, έμειναν άνευ εσωρούχων ώστε να νιώθουν ταπείνωση, τους τοποθετήθηκε μια αλυσίδα στον δεξί αστράγαλο για να νιώθουν την απουσία ελευθερίας, και τους εφάρμοσαν καπέλο για να μην φαίνονται τα μαλλιά τους, ώστε να εξαλειφθεί η προσωπική ταυτότητα.
Η ομάδα των φρουρών ήταν εφοδιασμένη με στολές «στρατιωτικού τύπου» και αστυνομικό εξοπλισμό (ξύλινα κλομπ) καθώς και γυαλιά «καθρέφτη» ώστε να αποτραπεί η άμεση οπτική επαφή. Το μεγαλύτερο ποσοστό εξ’ αυτών ήταν χλευαστικοί, επιθετικοί, εχθρικοί και εφευρετικοί σε νέες μεθόδους κακοποίησης, με την ανοχή της ερευνητικής ομάδας η οποία παρακολουθούσε. Παρενοχλούσαν με λεκτική και σωματική βία τους κρατούμενους, τους εξανάγκαζαν σε «γυμνάσια», και τους επέβαλλαν να επαναλαμβάνουν συνεχώς τα νούμερά τους ηχηρά. Οι συνθήκες υγιεινής υποχώρησαν ραγδαία και τους απαγορεύτηκε η χρήση αποχωρητηρίου. Ένας εκ των κρατουμένων άρχισε να υποφέρει από συναισθηματική δυσφορία και νευροψυχικό κλονισμό, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος. Ομοίως, ελεύθερος αφέθηκε και δεύτερος κρατούμενος ο οποίος επίσης εν μέσω ανοργάνωτης σκέψης κατέρρευσε συναισθηματικά. Έτεροι κρατούμενοι λειτούργησαν πειθήνια και καλλιέργησαν την εικόνα του «υπάκουου κρατούμενου», ωστόσο ομοίως αποδιοργανώθηκαν, έχασαν τον έλεγχο της ευσυνείδητης σκέψης και παρουσίασαν έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Το πείραμα σχετικοποίησε τις έννοιες του «καλού» η/και «κακού» ανθρώπου και κατέδειξε ότι η συμπεριφορά του καθενός εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από τον ρόλο του εντός ενός κοινωνικού πλαισίου ή περιβάλλοντος.
Παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η έγκριση του ερευνητικού σχεδιασμού από την αρμόδια επιτροπή δεοντολογίας, προέκυψε εμφαντικά ότι ο Zimbardo προκειμένου να συνάγει ερευνητικά αποτελέσματα είχε ενεργήσει κατά εμφανή δεοντολογική υπέρβαση, αλλά και παθητικά, είχε επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του. Το περιβάλλον που δημιουργήθηκε από την ερευνητική ομάδα κρίθηκε ως απολύτως αναξιοπρεπές καθώς οι συνθήκες διαβίωσης των ερευνητικών υποκείμενων ήταν ταπεινωτικές. Ένεκα των ανωτέρω συνεχώς ανακυπτόντων δεοντολογικών ζητημάτων, το πείραμα, το οποίο ολοκληρώθηκε εσπευσμένα την έκτη μέρα, επικρίθηκε για την παραβίαση των δεοντολογικών αρχών που οφείλουν να διέπουν τη διαδικασία διεξαγωγής εμπειρικών ερευνών, καθώς έθεσε σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχολογική υγεία των συμμετεχόντων.
Σύγχρονοι Κανόνες Δεοντολογίας
Το πείραμα αρχικά απέτυχε πολυεπίπεδα αφενός ως προς τη μεθοδολογία του (ψυχισμός εθελοντών τέτοιας φύσεως πειραμάτων, «ζήλος του νεοφώτιστου» και επιρροή του στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των «φρουρών», ανυπαρξία δυνατότητας υποβολής αναφοράς περί παραβίασης των ατομικών ελευθεριών, οικονομικό αντάλλαγμα, ανυπαρξία ερευνητικών μεταβλητών κλπ). Δημιούργησε αφετέρου περισσότερα ερωτήματα από αυτά που τελικά κατάφερε να απαντήσει, χρησιμοποιώντας αντιδεοντολογική μεθοδολογία. Οι δεοντολογικοί κανόνες που οφείλουν να διέπουν τη διεξαγωγή εμπειρικών εγκληματολογικών ερευνών έχουν πλέον εξελιχθεί και διανθιστεί. Στο σύγχρονο ακαδημαϊκό γίγνεσθαι, τόσο τα πανεπιστήμια όσο και οι επιστημονικοί φορείς έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένους κανόνες δεοντολογίας, τους οποίους οφείλει να ακολουθεί κάθε ερευνητής. Πρωτοπόρος σε αυτή τη κατεύθυνση είναι ο Κώδικας Δεοντολογίας της Βρετανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, ο οποίος ενδελεχώς παραθέτει το κανονιστικό πλαίσιο υπό το οποίο πρέπει να διενεργούνται οι εμπειρικές έρευνες.
Ενόσω στην υπό εξέταση περίπτωση οι συμμετέχοντες δεν είχαν ενημερωθεί ακριβώς σχετικά με τα δεδομένα και τις συνθήκες της μελέτης, πλέον η συμμετοχή ενός ατόμου σε μια εμπειρική έρευνα προϋποθέτει την πλήρη ενημέρωσή του σχετικά με τη διαδικασία και τους σκοπούς της. Η ενημέρωση πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, και κατόπιν, να λαμβάνεται η ρητή συναίνεσή του υποκειμένου, η οποία συχνά δύναται να περιβάλλεται με έγγραφο τύπο. Η ερευνητική ομάδα θα πρέπει να τηρεί την αρχή της εμπιστευτικότητας και να λαμβάνει κάθε μέριμνα για την προστασία των ερευνητικών υποκειμένων κατά τη δημοσίευση των πορισμάτων της έρευνάς. Στην ίδια κατεύθυνση, και δη σε έρευνες που προϋποθέτουν την μελέτη εγγράφων ή αρχείων, επιβάλλεται να τηρείται η νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, και κατόπιν νεοπαγών νομοθετικών ρυθμίσεων (Ν.4624/2019 για την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 και τη λήψη μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού 2016/679 (ΓΚΠΔ/GDPR), τα ερευνητικά δεδομένα είναι επιβεβλημένο να ανωνυμοποιούνται και να τηρούνται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα εμπειρικά δεδομένα.
Τέλος, αντίθετα με τα επιγενόμενα στο «πείραμα του Stanford» όπου οι συμμετέχοντες ανέπτυξαν ακραίες και επικίνδυνες συμπεριφορές τόσο για τους ίδιους όσο και για τα υπόλοιπα μέλη του δείγματος, οι κανόνες δεοντολογίας πλέον επιβάλλουν να μη θέτεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα και η ψυχική υγεία του υποκειμένου. Οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές του σεβασμού και της προστασίας της αξίας, της ακεραιότητας και της προσωπικότητας του ανθρώπου (αρ. 2§1 και αρ. 5 του Συντάγματος, αρ. 57 ΑΚ, σχετ. άρθρα 3, 5, 8 ΕΣΔΑ, αρ. 1, 3, 4, 6, 7, 8, 35 ΧΘΔΕΕ) οφείλουν να αποτελούν τις πρωταρχικές υποχρεώσεις του ερευνητή. Η εμπειρική εγκληματολογική έρευνα, δεν δύναται να τις υποδαυλίζει ή να τις υπερακοντίζει, καθώς η εξαγωγή οποιοδήποτε ερευνητικού αποτελέσματος δεν είναι πανάκεια. Η προαγωγή της εγκληματολογικής έρευνας δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό. Αντιθέτως, η εγκληματολογική έρευνα θα πρέπει να εξασφαλίζει την προστασία των εμπλεκομένων μερών και ο κάθε ερευνητής οφείλει πρωτίστως να λειτουργεί ως θεματοφύλακας των θεμελιωδών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου.