Η ανθρώπινη φύση συνυφασμένη με την ελευθερία και την ανεξαρτησία αντιδρά σε πάσης φύσεως περιορισμούς πολλώ δε μάλλον σε ο,τιδήποτε παραβιάζει το σκληρό πυρήνα της ιδιωτικής της σφαίρας.
Κατ’ εξοχήν περίπτωση του ως ανω περιορισμού συνιστά και η διεξαγωγή νομίμων παρακολουθήσεων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα και έχουν προεκτάσεις σε συνταγματικό και πολιτικό επίπεδο. Προς τούτο άλλωστε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών συντελείται αποκλειστικά και μόνο για δύο λόγους, είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας, είτε για λόγους διακρίβωσης εγκλημάτων.
Εν προκειμένω, το ζήτημα των παρακολουθήσεων των πολιτικών προσώπων, όπως έχει αναδειχθεί εκτεταμένως το τελευταίο χρονικό διάστημα, δεν εξαντλείται μόνο σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά ταυτόχρονα γεννά και ποινικές ευθύνες.
Ειδικότερα, το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα προβλέπει στα πλαίσια της ποινικής κύρωσης ότι όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση (10 ημέρες – 5 έτη).Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου. Περαιτέρω,όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (1 έτος – 5 έτη). Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου. Τέλος, όποιος αθέμιτα κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπονται ανωτέρω, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη (10 ημέρες – 3 έτη) ή χρηματική ποινή.
Από τα ανωτέρω προκύπτουν αβίαστα οι ποινικές ευθύνες που υπέχουν τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν είτε από θέση ευθύνης είτε από τη θέση του αμέσως παρακολουθήσαντα το πλήθος των συνομιλιών.Πιο συγκεκριμένα ο προϊστάμενος της ΕΥΠ και οι υφιστάμενοι αυτού, που προέβησαν στις επισυνδέσεις του παράνομου λογισμικού στα κινητά τηλέφωνα πολιτικών προσώπων, για χρονικό διάστημα ήδη μεγαλύτερο των δύο μηνών, έχουν πληρώσει με τη συμπεριφορά τους αυτή τους όρους της νομοτυπικής υπόστασης της αμέσως παραπάνω διάταξης του Ποινικού Κώδικα και ως εκ τούτου υπέχουν ποινικών ευθυνών. Το γεγονός δε ότι, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, δεν έχουν προκύψει ενδείξεις για την τέλεση εγκλημάτων ή λόγοι εθνικής ασφάλειας, που να «δικαιολογούν» την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτικών προσώπων, συνιστούν την ως άνω συμπεριφορά του διοικητή της ΕΥΠ και των υφισταμένων αυτού ποινικά κολάσιμη.
Είναι σαφής η επιδίωξη της αποφυγής των ποινικών ευθυνών δια της υποκλοπής που, αφού γίνεται προσπάθεια να παρακαμφθούν οι ευθύνες για τα μέχρι τώρα διαδραματισθέντα και όλη η συζήτηση για τη σοβαρή αυτή υπόθεση να μετατεθεί στις αναγκαίες ρυθμίσεις για τα μελούμενα.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται και ρυθμίζεται νομοθετικά εντούτοις έχει προβλεφθεί από τον κοινό νομοθέτη και η επιβολή ποινικών κυρώσεων για την περίπτωση εκείνη που η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών εργαλειοποιείται για πάσης φύσεως σκοπιμότητες, πολλώ δε μάλλον για παιχνίδια σε πολιτική ατζέντα.
Θεόδωρος Μαντάς, Δικηγόρος Αθηνών, Σύμβουλος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Action Press