Ο νέος Ποινικός Κώδικας, όπως κατ’ επανάληψιν έχω τονίσει, ενέχει αρκετά θετικά στοιχεία για τα οποία αξίζει να στηριχθεί. Εμπεριέχει όμως και αστοχίες, που αποδυναμώνουν το κύρος και την πειστικότητά του. Πολλές από αυτές επεσήμανα με προηγούμενα σημειώματα και εισηγήσεις, με αποτέλεσμα ορισμένες διατάξεις να αποσυρθούν εγκαίρως ή να αντικατασταθούν. Παρέμειναν όμως αρκετά ζητήματα που χρήζουν προσοχής, μερικά εκ των οποίων παρατίθενται στη συνέχεια:
Πρώτο μείζον ζήτημα: «Τιμωρητισμός», εξορθολογισμός ποινών ή έλλειψη ορθού μέτρου; Το (ορθό) αίτημα προς εξορθολογισμό των ποινών δεν σημαίνει ατιμωρησία και η αξίωση για ορθό μέτρο ποινικής καταστολής δεν σημαίνει εκδικητικότητα. Η ταύτιση, επομένως, της κριτικής διατάξεων που οδηγούν σε ατιμωρησία και αμφισβήτηση του κράτους δικαίου με τιμωρητικές αντιλήψεις είναι ολωσδιόλου αδικαιολόγητη. Ας μη λησμονούμε ότι το δικαίωμα του πολίτη να είναι ασφαλής θεωρείται ατομικό δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο (ατομικό δικαίωμα επί την ασφάλεια) που θεμελιώνει αυτοδυνάμως υποχρέωση του νομοθέτη προς ποινική προστασία (Robbers, Isensee). Γι’ αυτό και ο νομοθέτης δεσμεύεται και ως προς τα κατώτερα όρια της ποινής, υπό την έννοια ότι υφίσταται απαγόρευση της καθόδου της ποινικής προστασίας κάτω από ένα ελάχιστο ανεκτό σημείο. Πολύ περισσότερο η έλλειψη (ή η κατάργηση) ποινικών διατάξεων που δεν εξασφαλίζουν επαρκή προστασία στο δικαίωμα για ασφάλεια μπορεί ακόμη και να θεωρηθεί παραβίαση της ΕΣΔΑ (βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Χ&Υ κατά Ολλανδίας και Siliadin κατά Γαλλίας).
Δεύτερο μείζον ζήτημα: Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα και η αντίθετη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Οταν, τον Απρίλιο του 2014, καταργήθηκε ο κακουργηματικός χαρακτήρας της παθητικής δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα με το ν. 4254/14, εξερράγη ορυμαγδός διαμαρτυριών, αφού με τη διάταξη παραγράφονταν αξιόποινες πράξεις για τις οποίες είχε ήδη ξεκινήσει η δίωξη και συντάραζαν το πανελλήνιο (επρόκειτο για το «διαβόητο» εδάφιο δ΄ του άρθρ. 263Α του Π.Κ., που επέκτεινε το αξιόποινο και σε όσους ήταν υπάλληλοι σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες [του δημόσιου τομέα] επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις). Ενόψει της καθολικής εναντίωσης, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να επαναφέρει άρον άρον τη διάταξη εντός ενός μηνός (με το ν. 4262/10.5.2014). Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, ο νέος Π.Κ. εισάγει την ίδια ρύθμιση, δηλαδή καταργεί το αξιόποινο της δωροδοκίας από υπάλληλο νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα, όπως ήδη έχει γραφεί, να απαλλάσσονται λόγω παραγραφής όσοι είχαν διωχθεί βάσει της ανωτέρω διάταξης. Χωρίς βεβαίως καμία διαμαρτυρία να ακουστεί. Το φλέγον θέμα, ωστόσο, δεν βρίσκεται εκεί, αλλά σε όσα ακολούθησαν: Το 2014, πολλοί ενδιαφερόμενοι είχαν ισχυριστεί, όπως ήταν φυσικό, ότι εφόσον η κατάργηση του εδαφίου δ΄ είχε ισχύσει έστω και για λίγες ημέρες, εδικαιούντο να τύχουν της ευμενέστερης μεταχείρισης του επιεικέστερου νόμου και να απαλλαγούν (άρθρ. 2 Π.Κ.). Τη δυνατότητα αυτή, ωστόσο, απέκλεισε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφ. 3/2016, πρόεδρος: Β. Θάνου), η οποία αποφάνθηκε ότι η κατάργηση του εδαφίου δ΄ (δηλαδή, στην ουσία η ίδια ρύθμιση που εισάγει και ο νέος Π.Κ.) είναι αντισυνταγματική διότι καθιερώνει αμνηστία και συνιστά αθέμιτη επέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας στη δικαστική. Ομως, το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα προκαλείται με τον νέο Ποινικό Κώδικα, αφού με την κατάργηση της εν λόγω διάταξης (του εδαφίου δ΄ του 263Α) απαλλάσσονται τα ίδια πρόσωπα στις ίδιες υποθέσεις για τις οποίες τόσος θόρυβος είχε γίνει όταν καταργήθηκε για πρώτη φορά. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι: Πώς θα γίνει ανεκτή η απαλλαγή στις «βαριές» υποθέσεις, όταν υπάρχει ήδη αντίθετη απόφαση του Αρείου Πάγου και δη εν Ολομελεία;
Τρίτο μείζον ζήτημα: Αντιφάσεις και ασάφειες. Υπάρχουν αντιφάσεις τόσο μεταξύ του νέου Π.Κ. και του νέου ΚΠΔ όσο και μεταξύ του γενικού και του ειδικού μέρους του Π.Κ. Είχα ήδη επισημάνει (χωρίς απήχηση) ότι κατά μεν την Ποινική Δικονομία, αν ο δράστης περιουσιακού εγκλήματος προβεί σε εντελή ικανοποίηση του παθόντος, υποβάλλεται σε φυλάκιση ενός έως δύο ετών και δυνατότητα συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης, ενώ κατά τον Ποινικό Κώδικα απαλλάσσεται από κάθε ποινή. Ετσι, όμως, οι διατάξεις για τη διαπραγμάτευση στερούνται παντελώς νοήματος! Επίσης: Στο ειδικό μέρος του Π.Κ. προβλέπεται ότι για να απαλλαγεί ο δράστης λόγω εμπράκτου μετανοίας πρέπει να αποδώσει το αντικείμενο της κλοπής, υπεξαίρεσης κ.λπ., ενώ στο γενικό μέρος ορίζεται ότι αρκεί η σοβαρή προσπάθεια του δράστη να αποδώσει το υλικό αντικείμενο της πράξης, έστω δηλαδή και αν εντέλει δεν καταφέρει να το αποδώσει (άρθρ. 44). Επίσης, οι διατάξεις 370Β παρ. 1 και 370Δ παρ. 2 είναι όμοιες, πλην η μία απειλεί φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και η άλλη φυλάκιση μέχρι πέντε έτη!
Τέταρτο μείζον ζήτημα: Αποδυνάμωση ειδικών διατάξεων σχετικών με το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Στον νέο Π.Κ. η κατάρτιση ομάδας με σκοπό την κατασκευή εκρηκτικών που αποβλέπει μόνο σε υλικές ζημίες και διασπορά τρόμου, χωρίς προσβολή της ζωής κ.λπ. ή οικονομικό όφελος, δεν συνιστά εγκληματική οργάνωση (ούτε καν συμμορία – βλ. άρθρ. 187 νέου Π.Κ.), αλλά βαρύ πλημμέλημα (δηλαδή, ο δράστης μπορεί να φυλακιστεί από τρεις μήνες και 18 ημέρες έως έξι μήνες και στη συνέχεια να ζητήσει κοινωφελή εργασία). Ομοίως, η πρόκληση σε τέλεση πλημμελήματος ή κακουργήματος προϋποθέτει αμοιβή! Δηλαδή, όποιος προκαλεί άλλον να τελέσει πλημμέλημα από ιδεολογία (χωρίς να προσφέρει αμοιβή – περίπτωση «Ρουβίκωνα») δεν καθίσταται αξιόποινος.
Αυτά και άλλα πολλά που κατά καιρούς επισημαίνονται θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στις εργασίες για την αναμόρφωση του νέου Ποινικού Κώδικα. Γνώμονας θα πρέπει να είναι η κατίσχυση του κράτους δικαίου και η ενδυνάμωση της κοινωνικής ειρήνης. Οποιαδήποτε σύνδεση με πολιτικές, υπερασπιστικές ή άλλου είδους σκοπιμότητες απομακρύνει την προσπάθεια από τον σημαντικό αυτό στόχο.
* Ο κ. Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών – Δικηγόρος.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή