Της Ελένης Τσιάβο
Ήταν Παρασκευή 27 Ιουλίου όταν ο διευθυντής και ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, «Μπαμ στο ρεπορτάζ» οδηγήθηκαν με τη διαδικασία του αυτοφώρου στο Τμήμα, με αφορμή ένα δημοσίευμά έπειτα από μήνυση που υπεβλήθη. Υπάρχουν βέβαια και τόσα άλλα παραδείγματα από τον ελλαδικό χώρο. Τελικά, πόσο «δημοκρατική» και λογική, ή πόσο «φασιστική» και παράλογη, είναι αυτή η διαδικασία; Η «ΜΠΑΜ» επικοινώνησε με τέσσερις διακεκριμένους νομικούς, οι οποίοι αναλύουν σχετικά με τα εγκλήματα τελούμενα διά του Τύπου καθώς και για την αυτόφωρη διαδικασία.
Λέανδρος Ρακιντζής, αρεοπαγίτης επί τιμή
Το άρθρο 14 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία του Τύπου με μόνη προϋπόθεση τον σεβασμό στους τιθεμένους από την Πολιτεία κανόνες. Ο Τύπος κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου περιλαμβάνει όλα τα έντυπα, που είναι προορισμένα για μετάδοση της γραφής του λόγου, της εικόνας, αλλά κατά την ομολογία του Αρείου Πάγου δεν περιλαμβάνει το Ίντερνετ και την τηλεόραση, με συνέπεια τα διά των μέσων αυτών τελούμενα αδικήματα να μη θεωρούνται διά του Τύπου, αλλά κοινά αδικήματα. Ως ελευθερία του Τύπου ορίζεται η ελευθερία έκφρασης μέσου του Τύπου και περιλαμβάνει την ελευθερία της πληροφόρησης για κάθε ζήτημα που κυριαρχεί στην επικαιρότητα και οτιδήποτε άλλο ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, αυτό όμως προϋποθέτει ελευθερία συλλογής στοιχείων και την ελευθερία επιλογής πηγής πληροφοριών, ως και την ελευθερία δημοσίευσης ειδήσεων και σχολίων οπουδήποτε και με κάθε τρόπο.
Για την προστασία όμως των εννόμων αγαθών και ιδίως της προσωπικότητας ατόμου, τέθηκαν από τον νομοθέτη συγκεκριμένοι περιορισμοί και κυρώσεις. Συγκεκριμένα, η μεν αστική ευθύνη για αποζημίωση για προσβολή της προσωπικότητος ρυθμίζεται από τον νόμο 4356/2015, η δε ποινική ευθύνη για δυσφήμηση και συκοφαντική δυσφήμηση από τα άρθρα 362 και 363 Ποινικού Κώδικα. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών, απαιτείται ισχυρισμός διάδοσης από τον υπαίτιο με οποιονδήποτε τρόπο και μέσον ενώπιον τρίτου για άλλου γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την υπόληψή του και το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Γεγονός είναι οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί. Αντίθετα, δε, στην ηθική και ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη φυσικού προσώπου. Για τη θεμελίωση του ηθικού στοιχείου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια ισχυρισμού ή διάδοσης και τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές.
Για την άσκηση ποινικής διώξεως απαιτείται έγκριση εντός τριμήνου από τότε που ο παθών έλαβε γνώση του δημοσιεύματος. Τα δε αδικήματα περί Τύπου παραγράφονται με τα τρία έτη αντί των πέντε ετών για τα κοινά αδικήματα. Κατά το άρθρο 242 παρ. 3 Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, διά του Τύπου εγκλήματα θεωρούνται πάντα αυτόφωρα. Δεν υπάρχει νομολογία του Αρείου Πάγου για αυτό, αλλά στην πράξη θεωρούνται αυτόφωρα, όσο είναι αναρτημένο το δημοσίευμα.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι οι διώξεις δημοσιογράφων για συκοφαντική δυσφήμηση και ενίοτε η καταδίκη τους από τα δικαστήρια, που εξαρτάται κυρίως από την εκτίμηση από τα δικαστήρια των προσαχθέντων αποδείξεων κατά την κρίση του, για τα οποία πολλές φορές τα αντίδικα μέρη παραπονιούνται και προσφεύγουν σε ανώτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Αυτά συμβαίνουν λόγω της ταχύτητας της είδησης που ο δημοσιογράφος δεν προφταίνει να επαληθεύσει πλήρως ή έχει εμπιστοσύνη στην πηγή της πληροφορίας, την οποία δεν επιτρέπεται να αποκαλύψει και υφίστανται ο ίδιος και το έντυπο τις συνέπειες. Πολλές φορές η καταδίκη δημοσιογράφου για συκοφαντική δυσφήμιση διά του Τύπου αποτελεί για κάποιους τίτλο τιμής και εκ των υστέρων δικαιώνονται εκ των πραγμάτων. Σε κάθε όμως περίπτωση το καραβάνι απτόητο προχωρεί.
Ιφιγένεια Βασιλοπούλου, δικηγόρος
Παρά τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα (άρθρο 14 του ισχύοντος Συντάγματος), αυτή ακόμα και σήμερα περιστέλλεται από την επαπειλούμενη εκκίνηση της διαδικασίας του αυτοφώρου στην περίπτωση τέλεσης των αδικημάτων τα οποία τελούνται διά του Τύπου και τα οποία θεωρούνται εκ του νόμου πάντοτε αυτόφωρα.
Ποια είναι όμως τα αδικήματα τα οποία τελούνται διά του Τύπου; Ας αποκαταστήσουμε μια παρανόηση. Είναι τα εγκλήματα εκείνα του κοινού δικαίου τα οποία προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, τελούνται όμως με κατάχρηση του Τύπου ως μέσου για την εκδήλωσή τους.
Σύμφωνα δε με την ισχύουσα νομοθεσία, «Τύπος» και «έντυπο» είναι ό,τι παράγεται τυπογραφικά ή με οποιοδήποτε μηχανικό ή χημικό μέσο παράγεται σε όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει για τη διάδοση χειρογράφων, εικόνων ή παραστάσεων μετά ή άνευ σημειώσεων.
Για την τέλεση όμως αδικήματος διά του Τύπου δεν αρκεί να συντρέχει μόνο το στοιχείο του εντύπου, αλλά προσαπαιτείται και η δημοσίευσή του, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν συντελεσθεί η διανομή ή η πώληση του εντύπου, καθώς και η τοιχοκόλληση ή η έκθεση αυτού σε δημόσιο μέρος ή σε δημόσια συνάθροιση ή σε μέρος προσιτό στο κοινό. Τότε και μόνον τότε συντελείται αδίκημα διά του Τύπου, το οποίο είναι μάλιστα διαρκές αυτόφωρο.
Σύμφωνα δε με τον Άρειο Πάγο, η καταχώριση δυσφημιστικού κειμένου στο Διαδίκτυο (blog, ιστοσελίδες κ.λπ.), αλλά και στην τηλεόραση, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης διά του Τύπου, αλλά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά τις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου, με τη μόνη διαφορά ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση η αυτόφωρη διαδικασία δεν είναι διαρκής, όπως στο αδίκημα που συντελείται διά του Τύπου, αλλά εξαντλείται χρονικά στην πάροδο της επόμενης ημέρας τέλεσης της πράξης.
Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, περιορίζεται η ελευθερία του λόγου και πλήττεται το δημοσιογραφικό λειτούργημα, το οποίο αποσκοπεί στην αναζήτηση της Αλήθειας και στην ενημέρωση του κοινού, όταν η «δαμόκλειος σπάθη» του αυτοφώρου επικρέμαται πάνω από το κεφάλι του δημοσιογράφου, ο οποίος εκφράζει δημόσιο λόγο, και π.χ. πολιτικά και δημόσια πρόσωπα δύνανται να υποβάλλουν έγκληση κατά αυτού με την αυτόφωρη διαδικασία επειδή θεωρούν ότι τα λεγόμενά του θίγουν την τιμή και την υπόληψή τους.
Παρόλο που ο νόμος σε ορισμένες περιπτώσεις αίρει τον άδικο χαρακτήρα πράξεων κατά της τιμής, όπως στην περίπτωση της εξύβρισης ή της απλής δυσφήμησης (361 και 362 ΠΚ), όταν οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, εν τούτοις σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη κοινωνία η διαδικασία και η απειλή του αυτοφώρου, είτε πρόκειται για αδίκημα τελούμενου διά του Τύπου είτε όχι, με τις διαφοροποιήσεις που επισημάνθηκαν, δεν συνάδουν ούτε με την ελευθερία της έκφρασης ούτε με την κοινωνική αποστολή του Τύπου.
Είναι πέρα από βέβαιο ότι ο νομοθέτης πρέπει να επανεξετάσει τα όρια εφαρμογής του αυτοφώρου, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως πρέπει να γίνει ανεκτή η όποια ασύδοτη εκφορά δημοσίου λόγου.
Ηλίας Σιδέρης, δικηγόρος
Η αυτόφωρη διαδικασία επί πλημμελημάτων είναι μια παρωχημένη διαδικασία, η οποία ευτελίστηκε λόγω της υπερχρήσης της. Ο νομοθέτης, όταν επέλεγε να ακολουθείται η συγκεκριμένη ωρίμανση δικογραφίας, άλλους σκοπούς είχε στο μυαλό του. Σήμερα, ο εγκαλών ή ο μηνυτής επιλέγει να καταμηνύσει στα πλαίσια του αυτοφώρου τον αντίδικό του, τόσο για την ποινική του δίωξη, αλλά για την ταλαιπωρία του, με κρατητήρια, μεταγωγές και δακτυλοσκοπήσεις. Μάλιστα, εν όψει του ότι όποιος οδηγείται με την αυτόφωτη διαδικασία σε δικαστήριο τις περισσότερες φορές αιτείται αναβολής, η οποία δίνεται υποχρεωτικώς, η διαδικασία του αυτοφώρου χάνει την αξία της.
Επί αδικημάτων που τελούνται διά του Τύπου, ειδικώς σήμερα που οι ειδήσεις ταξιδεύουν αμέσως και μέσω του Διαδικτύου, η σύλληψη και η αυτόφωρη διαδικασία των υπευθύνων του εντύπου είναι παντελώς άχρηστες. Ο εκδότης, ο δημοσιογράφος, ο αρχισυντάκτης, δεν μπορούν να σύρονται στα δικαστήρια με τη διαδικασία του αυτοφώρου επειδή κάποιος θεωρεί ότι μπορεί να συκοφαντήθηκε.
Η άποψη αυτή ενισχύεται με δεδομένο ότι ο νόμος έχει εξαιρέσεις, όπως στα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας (π.χ. δικηγόροι), ενώ ταυτοχρόνως η λειτουργία του Τύπου και η ελευθεροτυπία προστατεύονται συνταγματικά. Δηλαδή, υπάρχει δυνατότητα να εξαιρεθούν από τη διαδικασία του αυτοφώρου οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες, τουλάχιστον για τα αδικήματα που τελούνται διά του Τύπου ή για αυτά που άπτονται της λειτουργίας της εφημερίδας.
Μόνον έτσι θα αποφευχθεί οριστικά η κατάχρηση του φαινομένου να σύρονται στα δικαστήρια εκδότες και δημοσιογράφοι που πολλές φορές δεν έχουν καν γνώση του θέματος για το οποίο καταμηνύθηκαν. Η κατάργησή του θα οδηγήσει και στην ανόρθωση της αξιοπιστίας των εντύπων, αφού ευθύνες για κάθε είδους απαιτήσεις των προσβληθέντων διά δημοσιευμάτων θα αναζητηθούν με άλλους πιο σοβαρούς νομικούς τρόπους και όχι με την απειλή ολιγόωρων φυλακίσεων.
Πέτρος Καϊμακάμης, δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Το ζήτημα της νομοθετικής πρόβλεψης της αυτόφωρης διαδικασίας όσον αφορά στα αδικήματα διά του Τύπου απασχολεί ιδιαίτερα τον νομικό κόσμο. Είναι δυνατή η συνύπαρξη μεταξύ ελευθεροτυπίας και αυτόφωρης διαδικασίας; Η κατάργησή της θα μπορούσε να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη και ταχύτερη προστασία του θιγομένου από ένα παράνομο δημοσίευμα και, αν όχι, ποια είναι η εναλλακτική οδός που πρέπει να ακολουθηθεί;
Η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Σύμφωνα με το άρθρο 14Σ, ο Τύπος είναι ελεύθερος, ενώ με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελεύθερη έκφραση ανεξαρτήτως του μέσου που χρησιμοποιείται προκειμένου αυτή να επιτευχθεί. Έτσι, ο νομοθέτης θωρακίζει τον Τύπο από προσπάθειες κρατικής χειραγώγησης και αποτρέπει κάθε μορφής λογοκρισία.
Εν τούτοις, κάθε δημοσίευμα ενέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει αδίκημα διά του Τύπου, όταν συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας ενός ατόμου. Το ως άνω πλαίσιο αποτέλεσε τη βάση της ελληνικής νομοθετική επιλογής, που ορίζει ρητώς τα τελούμενα διά του Τύπου αδικήματα ως πάντοτε αυτόφωρα (242 παρ. 3 ΚΠΔ).
Υπάρχουν θεωρητικοί που τάσσονται υπέρ της εξαίρεσης των αδικημάτων του Τύπου από την αυτόφωρη διαδικασία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Θεωρούν πως η ρύθμιση αποτελεί τροχοπέδη στην ελευθερία του Τύπου, και γι’ αυτό η νομοθετική παρέμβαση κρίνεται αναγκαία. Υποστηρίζουν ότι με αυτήν κινδυνεύει να μείνει απροστάτευτος ένας δημοσιογράφος έναντι μιας τυχόν προσχηματικής ή ψευδούς έγκλησης ως αντίδραση σε οξεία κριτική του, ειδικά όταν αυτή αφορά κάποιο δημόσιο πρόσωπο.
Το ψευδές ή όχι των γεγονότων που αποτελούν τη βάση ενός δημοσιεύματος είναι αυτό που διακρίνει την απλή δυσφήμηση από τη συκοφαντική, αυξάνοντας σημαντικά το αξιόποινο στην περίπτωση της τελευταίας. Επομένως, η ειδική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο εν τέλει ο δημοσιογράφος τυγχάνει κατηγορούμενος ή η συνδρομή του ειδικού λόγου άρσης του αδίκου του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ΄-δ΄ ΠΚ αναφορικά με πολιτικά και εν γένει δημόσια πρόσωπα «δικαιολογημένου ενδιαφέροντος» είναι σχεδόν αδύνατον να αποδειχθεί στο πλαίσιο της ταχύτατης αυτόφωρης διαδικασίας.
Ωστόσο, ο δημοσιογράφος, εκμεταλλευόμενος την άμεση και ευρεία αναμετάδοση των πληροφοριών διαμέσου του Τύπου και σε ελάχιστες περιπτώσεις εξυπηρετώντας τυχόν σκοπιμότητες, δύναται άκριτα και ανυπόστατα να «στοχοποιήσει» πρόσωπα, θίγοντας την τιμή και την υπόληψή τους, σχεδόν ανεπανόρθωτα. Ο νόμος παρέχει μεν στον θιγόμενο το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης και της έγκλησης, αλλά, σε περίπτωση που ο δημοσιογράφος εκφύγει των πλαισίων του αυτοφώρου, η συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα, θα λάβει χώρα όταν ήδη θα έχει ολοκληρωθεί το «συμβόλαιο εκτέλεσης ψυχών» που έχει αφετηρία το συκοφαντικό δημοσίευμα και η αποκατάσταση του ζημιωθέντος θα είναι άνευ αντικειμένου. Καταλυτικός παράγοντας εδώ είναι ο χρόνος. Η μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα εκδίκαση της υπόθεσης θα έχει μόνη συνέπεια ο θιγόμενος να αναγκαστεί να υποστεί την αναμόχλευση της προσβολής. Αντίθετα, τηρουμένης της αυτόφωρης διαδικασίας, η υπόθεση θα εκδικαστεί και θα κριθεί άμεσα, ικανοποιώντας το περί δικαίου αίσθημα αφενός και αφετέρου περιορίζοντας την περαιτέρω προσβολή της προσωπικότητας.
Εν κατακλείδι, ορθότερο είναι το ζήτημα να λυθεί στο επίπεδο της εισαγγελικής δράσης, χωρίς νομοθετική εξαίρεση των τελούμενων διά του Τύπου αδικημάτων από την αυτόφωρη διαδικασία. Ο εισαγγελέας, λειτουργώντας με ευθιξία και ακεραιότητα, καλείται να κρίνει ανάλογα με την περίπτωση, έχοντας τρεις δυνατότητες∙ να τηρήσει την αυτόφωρη διαδικασία, να ορίσει ρητή δικάσιμο σε σύντομο χρονικό διάστημα ή να διατάξει προκαταρκτική εξέταση, στην περίπτωση που απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση για τη στοιχειοθέτηση ενός «πλήρους φακέλου». Με αυτόν τον τρόπο η αυτόφωρη διαδικασία κινείται με φειδώ για τα αδικήματα Τύπου, σε κραυγαλέες περιπτώσεις που δεν είναι δόκιμο να αναμένεται η τακτική διαδικασία. Επιπροσθέτως, επιτυγχάνεται ο συγκερασμός της προστασίας των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της ελευθερίας του Τύπου και της προστασίας της προσωπικότητας του πολίτη, ενώ η επιλογή της ποινικής αντιμετώπισης επαφίεται στα χέρια έμπειρων εισαγγελέων, με δυνατότητα περαιτέρω εξειδικευμένης εισαγγελικής αρμοδιότητας ως προς τα περί του Τύπου τελούμενα αδικήματα σε μεγαλουπόλεις όπως Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη και Βόλος.
Πηγή: www.ereportaz.gr