Του Βασίλη Τσιλιγιάννη
«Η άλλη λάμψις έρχεται εκ των μειδιαμάτων Γρατιανού, όστις ποτέ τους
δύω νόμους ούτω προήξεν, ώστε ήρεσεν εις τους εν Παραδείσω» ιστορεί
ο Dante Alighieri στη Θεία Κωμωδία. Ο λόγος για τον Ιταλό μοναχό
Γρατιανό, ο οποίος το 1140 μ.Χ. συντάσσει το Εγχειρίδιο Κανονικού Δικαίου
“Concordantia Discordatium Canonum”, πιο γνωστό ως “Decretum
Gratianum”. Ήδη ο τίτλος του πονήματος φωτίζει και την επιδίωξη του
συγγραφέα του· πρόκειται για ένα εγχείρημα «συμφωνίας των ασύμφωνων
κανόνων», ήτοι, ένα συμπίλημα με κύριο στόχο τη συμφιλίωση εκείνων των
ρυθμίσεων του Κανονικού Δικαίου οι οποίες τελούν σε αντινομία.
Η μέθοδος η οποία προκρίνεται για την παρουσίαση της επιχειρηματολογίας βασίζεται
στη διαλεκτική προσέγγιση “Sic et Non” του Pierre Abélard: αρχικά,
εκτίθεται το επίμαχο ζήτημα, εν συνεχεία, παρατίθενται οι πηγές -πατερικά
κείμενα, συνοδικοί κανόνες, παπικά έδικτα- οι οποίες συνηγορούν υπέρ
και κατά αυτού και, τέλος, σε μια παράγραφο, προτείνεται μία σολομώντειος
λύση. Ο αντίκτυπος του εν λόγω έργου θα υπερβεί, ωστόσο, τα στεγανά της
εκκλησιαστικής έννομης τάξης του 12ου αιώνα μ.Χ., καθώς στις σελίδες
του θα ριζώσει μία κεφαλαιώδης αρχή συναίρεσης αγαθών, συνταγματικής
τώρα τάξης˙ πρόκειται για την αποδιδόμενη το 1961 από το Richard
Bäumlin ως «πρακτική συμφωνία (αρμονία)» (“praktische Konkordanz”)
και νοηματοδοτούμενη από τον Konrad Hesse ως εξής:
«Τα συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα πρέπει στη μεταξύ τους σύγκρουση έτσι να
ταξινομούνται, ώστε καθένα από αυτά να εφαρμόζεται. (…) και στα δύο
δικαιώματα πρέπει να τίθενται περιορισμοί, ώστε και τα δύο να αποκτήσουν
τη βέλτιστη αποτελεσματικότητα.».
Η υπό κρίση αρχή θα αξιοποιηθεί ως μεθοδολογικό εργαλείο, το πρώτον, από το Γερμανό εφαρμοστή του Δικαίου,
το 1990, όταν το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο
στην υπόθεση Mutzenbacher (1 BvR 402/87, 27.11.1990) κρίνει ότι η
ανεπιφύλακτα κατοχυρωμένη ελευθερία της τέχνης δύναται να περιοριστεί
για την προστασία της νεότητας, και έκτοτε θα τυποποιηθεί ως μία από τις
ερμηνευτικές αρχές του Συντάγματος, μεταξύ αυτών της ενότητας και της
ενοποιητικής ολοκλήρωσης.
Στη τρέχουσα ελληνική συνταγματική θεωρία, η δικαιολογητική βάση της πρακτικής εναρμόνισης εντοπίζεται στην τυπική ισοδυναμία όλων των συνταγματικών διατάξεων, άρα, και αυτών οι οποίες κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, με την εξαίρεση, βέβαια, της ανθρώπινης αξίας, η οποία αναγνωρίζεται ως καταστατική αρχή του πολιτεύματος. Τούτο σημαίνει ότι στον πλουραλιστικό Καταστατικό Χάρτη της χώρας μας δεν μπορούν να ανιχνευτούν θεμελιώδη δικαιώματα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και, επομένως, η πραγματική σύγκρουση μεταξύ τους δεν μπορεί να επιλυθεί με αναγωγή σε μια αφηρημένη ιεραρχία.
Η δυνητικά δε περιοριστική επίδραση των συνταγματικών δικαιωμάτων των άλλων στην άσκηση ενός επίσης συνταγματικού δικαιώματος προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία
δύο άρθρων του ελληνικού Συντάγματος: του άρθρου 5, το οποίο γίνεται δεκτό ότι, ρυθμίζοντας το μητρικό δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, εισάγει τη γενική οριοθετική ρήτρα της κοινωνικότητας, και του άρθρου 25, το οποίο θεμελιώνει το κρατικό καθήκον αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και υιοθετεί τη θεωρία της τριτενέργειας.
Εφόσον, λοιπόν, γίνεται η παραδοχή περί ιεραρχικής ενότητας των συνταγματικών δικαιωμάτων και του άμα τη συγκρούσει αλληλοπεριορισμού τους, καλείται σε εφαρμογή η αρχή της πρακτικής αρμονίας επί τω τέλει της παροχής συνταγματικής προστασίας στο μέτρο του αµοιβαία δυνατού.
Το ζητούμενο είναι οι αντίρροπες συνταγματικές αξίες του αυτού κανονιστικού κειμένου να διατηρηθούν σε δημιουργική ένταση μεταξύ τους και ενί λόγω να παραμείνουν αποτελεσματικές.
Είναι, ακόμη, σαφές ότι μέσω της εστίασης στο χαρακτηρισμό «πρακτική» διασφαλίζεται
ότι η σύγκρουση των συνταγματικών δικαιωμάτων αντιμετωπίζεται με τρόπο
προσανατολιζόμενο στην εκάστοτε περίπτωση, ώστε προσήκουσα να είναι
αποκλειστικά η ad hoc κρίση.
Υπό τούτο το πρίσμα, τα δικαιώματα ουδέποτε είναι αφηρημένα και άκαμπτα, αλλά μπορούν να εξεταστούν μόνο εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου και συνακόλουθα σε σχέση μεταξύ τους, ούτως ώστε οι περιορισμοί τους να καταστούν εκατέρωθεν λειτουργικοί.
Σύστοιχη με αυτήν την πραγματιστική προσέγγιση είναι η θεωρία του Robert
Alexy, γνωστή ως “Gewichtsformel”, στην οποία συλλαμβάνονται διάφορες
«φόρμουλες βάρους» για τις μεταβλητές κάθε σύγκρουσης, αλλά συγγενής
φαίνεται και η άποψη του αυτού συγγραφέα ότι τα δικαιώματα ταυτίζονται
με επιταγές βελτιστοποίησης και, ως εκ τούτου, αυτά είναι ομοούσια
μάλλον με τις εύπλαστες αρχές παρά με τους διλημματικούς κανόνες
«όλα ή τίποτα».
Άλλωστε, η επίκληση της έννοιας της «αρμονίας», η οποία
παράγεται οσάκις δύο ή πλείονες νότες ηχούν ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά
ως μελωδία, αντανακλά ακριβώς τη μέριμνα για συρρύθμιση των αντίζυγων
εννόμων συμφερόντων και συνεφαρμογή των αντιστοίχων συνταγματικών
διατάξεων μέσω φυσικά αμφίδρομων νοηματικών σχετικοποιήσεων.
Εξ επόψεως μεθοδολογικής, η πρακτική εναρμόνιση συγκαταλέγεται στους
«περιορισμούς των περιορισμών» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, βρίσκοντας
προνομιακή εφαρμογή στην τρίτη φάση του ελέγχου της αναλογικότητας,
ήτοι, κατά τη διαπίστωση της εν στενή εννοία αναλογικότητας. Από την αρχή
της αναλογικότητας εκπορεύεται, εξάλλου, και ένας άλλος «περιορισμός
των περιορισμών», ο οποίος υπαγορεύει το απαραβίαστο του πυρήνα των
συνταγματικών δικαιωμάτων, ώστε το κανονιστικό εύρος αυτών να μη
συρρικνωθεί ποτέ σε βαθμό αναίρεσης της ουσίας τους.
Αφ’ ης στιγμής, όμως, για εκάτερο δικαίωμα αποκλείεται η πλήρης υποχώρηση και αξιώνεται
η βέλτιστη πραγμάτωσή του, έπεται ότι μπορεί να υπάρξει μόνο μία ενιαία
λύση εναρμόνισης: ο μέγιστος κοινός παρονομαστής.
Εδώ, λοιπόν, έγκειται και η ειδοποιός διαφορά των αρχών της αναλογικότητας και της πρακτικής εναρμόνισης:
Από τη μια πλευρά, η αρχή της αναλογικότητας θέτει ένα κατώτατο και ένα ανώτατο όριο στο φάσμα το οποίο αντιπροσωπεύει όλους τους πιθανούς περιορισμούς, ως προς την εκλογή των οποίων αναγνωρίζεται διακριτική ευχέρεια.
Από την άλλη πλευρά, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες
διαγιγνώσκεται ότι ο περιορισμός προέρχεται από την άσκηση ενός άλλου
δικαιώματος επίσης συνταγματικής περιωπής, η πρακτική εναρμόνιση
σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι εντός του εύρους της αναλογικότητας
αναζητείται ένα μόνο σημείο, το αναλογικότερο των αναλογικών, στο οποίο
τα διασταυρούμενα συνταγματικά αγαθά αναπτύσσουν τη μέγιστη δυνατή
κανονιστική εμβέλεια.
Αξίζει, επιλογικά, να επισημανθεί ότι η καθιέρωση της αρχής της
πρακτικής εναρμόνισης δίκην ενός εγελιανού μηχανισμού σύνθεσης των
συγκρουόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων δε συνεπάγεται ότι κάθε
δογματική επιφύλαξη έναντι της αρχής τίθεται εκποδών.
Πράγματι, η ίδια η έννοια της σύγκρουσης των δικαιωμάτων μπορεί να υποληφθεί
ως προβληματική, καθότι παραγνωρίζει την πραγματικότητα του
επιτιθέμενου και του θιγόμενου πολίτη. Υποστηρίζεται δε από πολλούς
ότι μία προσπάθεια αποφυγής των συγκρούσεων μεταξύ συνταγματικών
δικαιωμάτων θα μπορούσε να επιχειρηθεί ήδη στο επίπεδο του πεδίου
προστασίας τους, εφόσον τούτο προσδιορίζεται με τον ακριβέστερο και
σαφέστερο δυνατό τρόπο, σύμφωνα και με τα διδάγματα της αμερικανικής
θεωρίας περί ατομικών δικαιωμάτων.
Εν τούτοις, με την αναζήτηση της
πρακτικής αρμονίας φαίνεται να παρακάμπτεται κάθε συζήτηση γύρω από
τις προτεραιότητες, ενώ οι αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταλήγουν
συχνά ανταγωνιστικές ενός περίπου νεφελώδους δημοσίου συμφέροντος.
Αλλά ακόμη και κλασικά αμυντικά δικαιώματα, όπως αυτό της ασφάλειας,
ενδέχεται να εργαλειοποιηθούν στην πράξη ως τίτλοι επέμβασης του
κράτους, την ίδια στιγμή κατά την οποία από τους κοινωνούς αξιώνεται να
βρουν το μοναδικό σημείο εναρμόνισης των σφαιρών αυτονομίας τους.
Αν δε η συμπεριφορά των μερών δεν εφάπτεται με την τομή της πρακτικής
αρμονίας, τότε το τι πρέπει και τι δύναται να πράξει ο δικαστής και δη υπό το
φως της κρατούσας αντίληψης για «οριακό» έλεγχο της συνταγματικότητας
παραμένει ένα ερώτημα σε εκκρεμότητα.
Όλες αυτές, όμως, οι σκέψεις δεν μπορούν παρά να συζευγνύονται με την αναντίρρητα βαρύνουσα λειτουργία την οποία επιτελεί η αρχή της πρακτικής εναρμόνισης σε μία τάξη Δικαίου, υπό την έννοια ότι η νομική γλώσσα της δε θεραπεύει μόνον την ιδέα της
απονομής συγκεκριμένης Δικαιοσύνης, αλλά περισώζει εν ταυτώ και την
ενότητα του Συντάγματος ως λογικού και τελεολογικού όλου.
Διαβάστε περισσότερα στον Νομικό Παλμό:
Το περιοδικό «Νομικός Παλμός» στο dikastirio: Τεύχος «Μάιος – Ιούνιος» 2022