Γράφει η Κωνσταντίνα Λεκκάκου, Δικηγόρος – Τραπεζική Διαμεσολαβήτρια
Δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»


Η έκδοση των αποφάσεων ΣτΕ 2260/2025 και 2261/2025 από το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί το σημαντικότερο ορόσημο στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά, μετά την κρίση. Με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο δεν επιλύει απλώς μια διοικητική διαφορά, αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την κανονιστική ταυτότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων (servicers), προκαλώντας έναν νομικό σεισμό, που αγγίζει τον πυρήνα του συστήματος των τιτλοποιήσεων.

1. Το κανονιστικό διακύβευμα και η αφετηρία της υπόθεσης

Το πραγματικό υπόβαθρο των υποθέσεων είναι συγκεκριμένο: η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε σε διευθυντικά στελέχη ΕΔΑΔΠ διοικητικά μέτρα και κυρώσεις, επικαλούμενη διατάξεις του ν. 4261/2014, που συγκροτούν το κυρωτικό πλαίσιο για ορισμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών οντοτήτων (με αναφορά στα «χρηματοδοτικά ιδρύματα»). Το ΣτΕ εξέτασε αυτεπαγγέλτως το κρίσιμο προκαταρκτικό ζήτημα: αν είναι ορθός, υπό το ενωσιακό δίκαιο, ο χαρακτηρισμός των ΕΔΑΔΠ ως «financial institutions», κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (CRR) – και ειδικότερα του άρθρου 4 παρ. 1 σημ. 26 – ώστε να είναι κατ’ αρχήν θεμιτή η υπαγωγή τους σε κυρωτικό καθεστώς, που προϋποθέτει την εν λόγω ιδιότητα. Επειδή η απάντηση προϋποθέτει ερμηνεία αυτοτελούς ενωσιακής έννοιας και δεν κρίθηκε απαλλαγμένη εύλογης αμφιβολίας, το ΣτΕ προέβη στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος.

2. Από το «τι πράττει» ο φορέας στο «τι είναι», κατά το ενωσιακό δίκαιο

Η μέχρι σήμερα δημόσια και δικαστηριακή συζήτηση για τη δευτερογενή αγορά απαιτήσεων από δάνεια είχε συχνά εστιαστεί σε ζητήματα δικονομικής λειτουργικότητας: ενεργητική νομιμοποίηση, επάρκεια κοινοποιήσεων και δημοσιότητα μεταβιβάσεων. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία των θεμάτων αυτών, οι επίμαχες αποφάσεις του ΣτΕ μετατοπίζουν το κέντρο βάρους στην ουσιαστική φυσιογνωμία των ΕΔΑΔΠ.
Στον πυρήνα της συλλογιστικής, οι ΕΔΑΔΠ προσεγγίζονται ως εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, οι οποίες ασκούν δραστηριότητες διαχείρισης απαιτήσεων –νομική και λογιστική παρακολούθηση, διαπραγματεύσεις, είσπραξη, ρυθμίσεις– χωρίς, όμως, καμία ανάληψη πιστωτικού κινδύνου. Η διαφοροποίηση δεν είναι απλώς ορολογική, αλλά θεσμική: ο CRR χρησιμοποιεί τον ορισμό του “financial institution” για την οριοθέτηση κανόνων εποπτείας και διακυβέρνησης. Κατά συνέπεια, η εθνική έννομη τάξη δεν δύναται να αναπλάθει κατά βούληση το περιεχόμενο αυτοτελών ενωσιακών εννοιών, όταν η ουσιαστική δραστηριότητα του φορέα δεν συμβιβάζεται με τα κριτήρια του ενωσιακού ορισμού.

3. Ο διάλογος με την Ολομέλεια του Α.Π. και η φωνή της μειοψηφίας

Για τον χρηματοπιστωτικό χώρο, κομβικό σημείο αναφοράς υπήρξε η Ολομέλεια ΑΠ 1/2023, η οποία έκρινε ότι οι ΕΔΑΔΠ διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 ν. 4354/2015 ως μη δικαιούχοι διάδικοι, ακόμη και σε δομές τιτλοποίησης του ν. 3156/2003. Το ΣτΕ δεν αναιρεί ευθέως τη δικονομική κατάληξη της Ολομέλειας, αλλά θέτει το ερώτημα «τι είναι» ο servicer ως προς τη ρυθμιστική του ιδιότητα.
Η συζήτηση αυτή δικαιώνει τη μειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους της αποκοπής της δικονομικής εξουσίας από το ουσιαστικό δίκαιο και την εν τοις πράγμασι δραστηριότητα και σκοπιμότητα των servicers.
Η μειοψηφία ανέδειξε, ότι η διασταλτική ερμηνεία της πλειοψηφίας υπονόμευσε τις αρχές της διαφάνειας και της έγγραφης απόδειξης, επιτρέποντας στους servicers να λειτουργούν με τραπεζικά προνόμια, χωρίς την αντίστοιχη ουσιαστική νομιμοποίηση.

4. Νομιμοποιητικά έγγραφα στην αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο 925 ΚΠολΔ)

Το άρθρο 925 ΚΠολΔ θεσπίζει μια κρίσιμη εγγύηση κατά του αιφνιδιασμού: ο ειδικός διάδοχος δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει εκτέλεση, εάν δεν κοινοποιηθούν η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν. Στην πράξη, οι servicers χρησιμοποιούν σύνθετες αλυσίδες μεταβίβασης και συχνά κοινοποιούν μόνο «επικυρωμένα αποσπάσματα», στερώντας από τον οφειλέτη την ουσιαστική δυνατότητα ελέγχου της διαδοχής.
Υπό το κλίμα, που διαμορφώνει το ΣτΕ, ενισχύεται η ανάγκη η επιδιωκόμενη ταχύτητα να μην εκλαμβάνεται ως θεσμικό υποκατάστατο της διαφάνειας. Εάν οι servicers δεν είναι «ιδρύματα», η επίκληση της προνομιακής μεταχείρισης στην απόδειξη της νομιμοποίησης καθίσταται μετέωρη, επαναφέροντας την υποχρέωση για πλήρη και διαφανή έγγραφη απόδειξη κάθε κρίκου της μεταβίβασης.

5. Το Ζήτημα της Έγγραφης Απόδειξης: Η Αδιαφάνεια του Τιμήματος και η αναντιστοιχία κινδύνου-απόδοσης.

Η καρδιά της αδιαφάνειας εντοπίζεται στο τίμημα της πώλησης-μεταβίβασης των απαιτήσεων. Το τίμημα αποτελεί τον ουσιωδέστερο όρο της σύμβασης (άρθρο 513 ΑΚ) και ο προσδιορισμός του είναι απαραίτητος για τον έλεγχο της ισορροπίας, μεταξύ εύλογου κέρδους και κινδύνου, οδηγώντας σε παράνομα υπερκέρδη.
Η γνώση της αναλογίας του τιμήματος απόκτησης (που συχνά κυμαίνεται σε μονοψήφια ποσοστά της ονομαστικής αξίας) είναι το κλειδί για μια αποτελεσματική διαπραγμάτευση ρύθμισης. Οι servicers, επικαλούμενοι το απόρρητο του fund, αποκρύπτουν τον πραγματικό πιστωτή και το κόστος αγοράς, αξιώνοντας την πλήρη οφειλή με υπερκέρδη. Η κρίση του ΣτΕ αναδεικνύει την αναιτιολόγητη διατάραξη της ισορροπίας: όχι μόνο μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, αλλά και μεταξύ των servicers και των λοιπών εμπορικών εταιρειών, οι οποίες δεν απολαμβάνουν τέτοια προνόμια απόκρυψης στοιχείων και προνομιακής νομιμοποίησης.

6. Φορολογική Αρχιτεκτονική και η Κανονιστική Ταυτότητα της Δευτερογενούς Αγοράς

Ο ν. 3156/2003 (άρθρο 14) θεσπίζει εκτεταμένες φορολογικές απαλλαγές για τα σχήματα τιτλοποίησης. Οι απαλλαγές αυτές από φόρους μεταβίβασης, τέλη χαρτοσήμου και εισφορές δόθηκαν, υπό την παραδοχή ότι οι οντότητες αυτές θωρακίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ωστόσο, η βασική κανονιστική ιδέα του ΣτΕ -ότι η απονομή εργαλείων «τραπεζικού τύπου» προϋποθέτει αντίστοιχη ουσιαστική υπόσταση- τροφοδοτεί πλέον έναν αυστηρό έλεγχο επί των αλλοδαπών εταιρειών ειδικού σκοπού (SPVs). Εφόσον οι servicers είναι απλοί φορείς διαχείρισης χωρίς ανάληψη κινδύνου, η υπαγωγή τους σε καθεστώς φορολογικής «ασυλίας» προσκρούει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης έναντι των εμπορικών εταιρειών. Η δευτερογενής αγορά απαιτήσεων τίθεται πλέον υπό εξέταση: Δεν μπορεί να θεωρείται «χρηματοπιστωτική» μια δραστηριότητα, που στερείται των βασικών χαρακτηριστικών της πίστης, απλώς και μόνο για να αποφεύγεται η φορολόγηση και να διευκολύνονται οι πλειστηριασμοί.

Συμπέρασμα: Προς μια νέα νομική αρχιτεκτονική

Οι αποφάσεις ΣτΕ 2260–2261/2025 δεν κρίνουν αν οι servicers είναι χρήσιμοι, αλλά αν το ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο τους εφαρμόζεται, αντιστοιχεί ορθά στην κανονιστική τους ταυτότητα. Η επιστροφή στην ουσιαστική νομιμότητα απαιτεί:

  • Πλήρη Διαφάνεια: Αποκάλυψη του τιμήματος και των πραγματικών πιστωτών.
  • Θεσμική Λογοδοσία: Εποπτεία που ανταποκρίνεται στην πραγματική φύση της δραστηριότητάς τους ως εταιρειών είσπραξης.
  • Φορολογική Δικαιοσύνη: Άρση των αδικαιολόγητων ατελειών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό.

Το ουσιαστικό διακύβευμα που εισάγουν οι αποφάσεις του ΣτΕ υπερβαίνει την απλή δικονομική επάρκεια. Αναδεικνύει την ανάγκη μετάβασης από μια «νομική μηχανική», που βαφτίζει τράπεζες οντότητες, χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σε μια κανονιστική αρχιτεκτονική, όπου τα προνόμια -φορολογικά, δικονομικά και πρόσβασης σε δεδομένα- συνοδεύονται από αντίστοιχες υποχρεώσεις διαφάνειας, λογοδοσίας και ουσιαστικής υπόστασης.
Εν τέλει, το ερώτημα δεν είναι αν οι servicers είναι χρήσιμοι, αλλά αν   το ρυθμιστικό πλαίσιο που τους εφαρμόζεται αντιστοιχεί ορθά στην       πραγματική κανονιστική τους ταυτότητα.

Η αναμονή της απόφασης από το Λουξεμβούργο θα καθορίσει, αν η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να στηρίζεται σε «τεχνητά» ιδρύματα ή αν θα αποκαταστήσει την ισορροπία του κράτους δικαίου, όπου τα προνόμια συνοδεύονται πάντα από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.