Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Εισαγγελέας Εφετών
===Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που η ευθύνη του κατηγορουμένου θεμελιώνεται σε παράλειψη (εκτός από την αναζήτηση της πηγής από την οποία προκύπτει η υποχρέωση της εκδήλωσης θετικής ενέργειας αντί αδράνειας από αυτόν) απαιτείται η παράλειψη να συνδέεται αιτιωδώς με το εγκληματικό αποτέλεσμα. Τόσο για την πηγή της υποχρέωσης όσο και για την ανάδειξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράλειψης από την οποία τελικά επήλθε στην εξωτερική – εμπειρική πραγματικότητα η μεταβολή, δηλαδή το αποτέλεσμα της βλάβης στο θύμα, χρήσιμη είναι η υπ’αριθ.1561/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται πιο κάτω:
………για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 Π.Κ, κατά το οποίο, “όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος (Ολ.Α.Π. 4/2010). Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως, να εκτίθενται, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, η επικινδυνότητα του επαγγέλματος ή της εργασίας του οποίου επιβάλλει, ως εκ της φύσεώς της, τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του αξιόποινου αποτελέσματος, δεν είναι αναγκαία η αναφορά επιτακτικού κανόνα δικαίου, από τον οποίο να πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του αποτελέσματος αυτού. Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο της συνδρομής (συγκλίνουσας) αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα, κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφ’ όσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν (Ολ.Α.Π. βλ. ανωτ.). Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που, από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, που, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα.
===Με βάση τα παραπάνω, ως κριτήριο στην απόφαση του Δικαστή ότι συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του αποτελέσματος, λειτουργεί η περίπτωση όταν μπορούμε να φαντασθούμε ότι, αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν.
===Στα εγκλήματα σκοπού, όπως είναι αυτό της πλαστογραφίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατάρτισης ή της νόθευσης και του σκοπού του δράστη να επιφέρει τη ζημία ή το όφελος που σχεδιάζει. Ειδικότερα στην υπ’αριθ.424/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου σημειώνονται τα εξής:
……για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του Π.Κ.) από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη, περαιτέρω δε σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση, ενώ χρήση πλαστού εγγράφου συνιστά κάθε ενέργεια, η οποία, εντασσόμενη στον σκοπό σύνταξης ή τον προορισμό του εγγράφου και κατευθυνόμενη σε παραπλάνηση άλλου, καθιστά αυτό (έγγραφο) προσιτό και παρέχει τη δυνατότητα στον άλλον (εκείνον που επιδιώκεται να παραπλανηθεί) να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται ο τελευταίος να έλαβε πράγματι γνώση του εγγράφου ή να παραπλανήθηκε (Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. 220/2019). Έτσι, εκτός από το σκοπό παραπλάνησης, που πρέπει να έχει ο δράστης, απαιτείται επί πλέον το πλαστό έγγραφο να έχει τη δυνατότητα αντικειμενικά με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να είναι πρόσφορο να παράγει έννομες συνέπειες, ενώ η επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου δεν αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος. Υπέρ των ανωτέρω, συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία, υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου ή χρήση πλαστού εγγράφου), διαπλάθεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού, με τη συστηματική δε ένταξή της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ. σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των έγγραφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων.
===Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην περίπτωση του εγκλήματος της απάτης στη διάγνωση της δημιουργίας πλάνης στον εξαπατώμενο με βάση τις ψευδολογίες του δράστη σχετικα με γεγονός, πότε δηλαδή διαπιστώνεται η σχέση ψευδολογίας και πλάνης, αλλά και πότε επέρχεται η αρχή τέλεσης της πράξης της απάτης στην περίπτωση της τέλεσής της στο Πολιτικό Δικαστήριο με παραπλανηθέντα τον Δικαστή. Στην υπ’αριθ.498/2025 απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρονται τα εξής:
….Ως έγκλημα σκοπού (υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), εξάλλου, δεν απαιτείται στην απάτη πραγμάτωση του σκοπηθέντος περιουσιακού οφέλους, για το λόγο δε αυτό πυρήνας του σχετικού αδίκου δεν είναι μόνο η αποσκοπούσα σε κέρδος περιουσιακή βλάβη, αλλά κυρίως η άνευ υποχρέωσης μεταβίβαση περιουσίας. Με βάση το στοιχείο του αποτελέσματος με την ουσιαστική του όρου έννοια, δηλαδή του αποτελέσματος ως μεταβολής στον εξωτερικό υλικό κόσμο, το έγκλημα της απάτης εντάσσεται και στα εγκλήματα βλάβης, σε εκείνα δηλαδή που το αποτέλεσμα τους έγκειται στη βλάβη εννόμου αγαθού, ήτοι του εξατομικευμένου υλικού αντικειμένου, και στα οποία δεν νοείται αξιόποινη συμπεριφορά χωρίς εξατομικευμένο παθόντα ή εξατομικευμένο πρόσωπο που διαθέτει περιουσία εις βάρος συγκεκριμένου παθόντος, σε περίπτωση τριγωνικής σχέσης.
Συνεπώς, δεν αρκεί η διαπίστωση ότι μία δήλωση, αντικειμενικά κρινόμενη, μπορεί να προκαλέσει πλάνη στους αποδέκτες της, σαν να επρόκειτο για έγκλημα διακινδύνευσης, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι συγκεκριμένος αποδέκτης πλανήθηκε με τη δήλωση αυτή και πείσθηκε να προβεί σε πράξη περιουσιακής διάθεσης επιζήμιας για την περιουσία του ή την περιουσία τρίτου
…… Για την εύρεση του σημείου έναρξης της αρχής εκτέλεσης και τον διαχωρισμό της απόπειρας της απάτης στο πολιτικό δικαστήριο από τις προπαρασκευαστικές πράξεις, κρίσιμο είναι το είδος της διαδικασίας και ιδίως εάν σε αυτή εφαρμόζεται το συζητητικό σύστημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ που αποτελεί τον κανόνα στην πολιτική δίκη), κατά το οποίο απαιτείται επίκληση και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων ή το ανακριτικό σύστημα (εκούσια δικαιοδοσία, ασφαλιστικά μέτρα), κατά το οποίο δεν απαιτείται κάτι τέτοιο, ενώ, κρίσιμο είναι και το πότε συγκεντρώνεται και προσάγεται το αποδεικτικό υλικό στη δίκη (εφαρμογή ή μη της αρχή της προαπόδειξης), εάν η διαδικασία είναι προφορική (κανόνας στη δίκη στον πρώτο βαθμό, κατά το προϊσχύσαν άρθρο 115 § 1 ΚΠολΔ) ή γραπτή (κανόνας στη νέα τακτική διαδικασία μετά το ν. 4335/2015) και αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων στο ακροατήριο (κανόνας στην πολιτική δίκη, κατ’ άρθρο 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) ή όχι. Στις περιπτώσεις που ισχύει το συζητητικό σύστημα, η προφορική διαδικασία και η υποχρεωτική κατάθεση των προτάσεων (λ.χ. στις περιουσιακές διαφορές κατά τα άρθρα 591 και 614 επ. ΚΠολΔ και στην παλαιά τακτική διαδικασία προ του ν. 4335/2015), αρχή εκτέλεσης συνιστά η προφορική ανάπτυξη των ψευδών ισχυρισμών στην (πρώτη) συζήτηση στο ακροατήριο, εφόσον έχει γίνει επίκληση των ψευδών αποδεικτικών στοιχείων που τους στηρίζουν στις προτάσεις της συζήτησης που (κατά κανόνα) προσκομίζονται ή εξετάζονται (ως προς τους μάρτυρες) στην έδρα, σε μία συζήτηση. Τότε εξατομικεύεται και το πρόσωπο του πλανώμενου (εξαπατηθέντος) Δικαστή και είναι δυνατή η νοητική επικοινωνία αυτού και του δράστη – ψευδόμενου διαδίκου. Επομένως, η αναβολή της συζήτησης που δεν συνιστά συζήτηση της υπόθεσης, δεν συνιστά αρχή εκτέλεσης για το έγκλημα αυτό. Το ίδιο ισχύει (πολύ περισσότερο) και για τη ματαίωση συζήτησης της υπόθεσης, όταν δεν παρίστανται οι διάδικοι ή όταν δεν παρίστανται προσηκόντως (άρθρο 260 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση τέλεσης απάτης επί δικαστηρίου δια παραλείψεως (μη γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, κατ’ άρθρο 15 ΠΚ) η αρχή εκτέλεσης καθορίζεται, με βάση το άρθρο 116 ΚΠολΔ και την αρχή πληρότητας, στο ίδιο σημείο της διαδικασίας, αφού τότε οφείλει ο διάδικος – δράστης να εκθέσει το ουσιώδες πραγματικό γεγονός που συνιστά καταχρηστική ένσταση και που ωφελεί τον αντίδικο του. Κάθε στάδιο πριν από το σημείο αυτό καθορισμού της αρχής εκτέλεσης (λ.χ. κατάθεση της αγωγής, επίδοση της, εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο) συνιστά προπαρασκευαστικό στάδιο του εγκλήματος της απάτης επί Δικαστηρίου (ως στάδιο προετοιμασίας και διευκόλυνσης της τέλεσης του), που δεν τιμωρείται. Από το ως άνω σημείο έναρξης της αρχής εκτέλεσης μέχρι την τυπική αποπεράτωση του αδικήματος, ήτοι μέχρι τη δημοσίευση οριστικής απόφασης, χωρεί το στάδιο απόπειρας του εγκλήματος της απάτης επί Δικαστηρίου. Κατά τη νέα τακτική διαδικασία (ιδίως το άρθρο 237ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, από 1-1-2016), κατά την οποία η διαδικασία είναι έγγραφη και υπάρχει η υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων και η προαπόδειξη, αρχή εκτέλεσης συνιστά ο ορισμός του εισηγητή της υπόθεσης ή της σύνθεσης του πολυμελούς Δικαστηρίου, με πράξη του προέδρου πρωτοδικών, μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας (άρθρο 237 § 4 ΚΠολΔ), διότι τότε εξατομικεύεται το πρόσωπο του αποδέκτη της εξαπάτησης – Δικαστή και είναι δυνατή η παραπλάνηση του, ενώ η συζήτηση είναι τυπική, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και χωρίς δυνατότητα αναβολής.
===Η υπ’αριθ. 876/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου είναι χρήσιμη τόσο για την ανάγκη της αναζήτησης με βάση τις αποδείξεις όσο και για τις ανάγκες της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης της αιτιώδους συνάφειας της συμπεριφοράς του (απλού) συνεργού στην πράξη του φυσικού αυτουργού. Έτσι αποτελεί υπό διερεύνηση στην ποινική δίκη ότι η συμβολή του συνεργού ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να διαπράξει αυτή. Μάλιστα στην εν λόγω απόφαση δίνονται ενδεικτικά μορφές τέλεσης της (απλής) συνέργειας του υπαιτίου αυτής προς τον φυσικό αυτουργό στα πλαίσια της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των συμπεριφορών του απλού συνεργού και του φυσικού αυτουργού. Ακόμη στην προαναφερθείσα απόφαση αναφέρεται ότι όταν το διατακτικό της δικαστικής απόφασης εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υπόστασης της πράξης, για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Τέλος σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Αρείου Πάγου η μη κλήτευση από το κατ’έφεση Δικαστήριο του εκκαλούντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεν συνδέεται με την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας , αφού κρίθηκε ως μη αναγκαία η παρουσία του στη δίκη. Ακολουθεί το σημαντικό τμήμα της ανωτέρω απόφασης:
…..κατά τη διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β’ του ίδιου ως άνω ΠΚ (παλαιού), όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη, κατά τη διάρκεια άδικης πράξης που διέπραξε και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 εδ.α του νέου ΠΚ: ” Όποιος πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι με τον ισχύοντα από 1-7-2019 νέο ΠΚ, επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στις διατάξεις για τη συνέργεια στο έγκλημα, αφού καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ άμεσης και απλής συνέργειας, όπως αποτυπωνόταν στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 46§1εδ.β’ και 47§1ΠΚ και προβλέπεται πλέον ενιαία µειωµένη ποινή για όλες τις µορφές της συνέργειας, είτε προσφέρεται κατά, είτε πριν από την τέλεση της πράξης (αιτιολογική έκθεση Ν.4619/2019). Και υπό τον παλαιό ΠΚ αλλά και υπό τον νέο ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής (φυσικής) ή ψυχικής συνδρομής τρίτου, δηλαδή οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του συνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να διαπράξει αυτή και δ) δόλος του συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται για την τέλεση της κύριας πράξης. Άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού ή ο χρόνος που αυτός αποπειράθηκε να τελέσει αυτή και της πράξης του συνεργού, που ως τέτοιος νοείται ο χρόνος της ενέργειας ή της παράλειψης, που συνιστά τη δική του συμμετοχική δράση. Επίσης, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του συνεργού, μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του.
……Η αιτίαση, ότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ταυτίζεται με το διατακτικό της, είναι αβάσιμη, καθόσον, αφενός μεν το διατακτικό περιέχει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της, αφετέρου δε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνονται και πρόσθετες σκέψεις και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ταύτιση μεταξύ τους. Όσον αφορά τη αιτίαση περί έλλειψης συνδρομής στο πρόσωπό του, είναι αβάσιμη, καθόσον η εκτιθέμενη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης, περιλαμβάνει συνεχή παρουσία του στις συναντήσεις του φυσικού αυτουργού και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, παροχή διαβεβαιώσεων προς την τελευταία για τη δήθεν αλήθεια των ψευδών παραστάσεων του συγκατηγορουμένου του και καθοριστική συμβολή του αναιρεσείοντος στην παραπλάνηση της εγκαλούσας και ειδικότερα διαβεβαιώσεις προς αυτήν περί της ικανότητας και προθέσεως του φυσικού αυτουργού να προωθήσει τα προϊόντα της (καλλυντικά προϊόντα ελαιολάδου, σαπούνια κλπ) στη …, πριν την κατάρτιση της από 7.7.2014 σύμβασης έργου και την εκ μέρους της περιουσιακή διάθεση των 6.000 ευρώ. Η ενεργός συνδρομή του αναιρεσείοντος στην πρόκληση της απόφασης της παθούσας να προβεί σε περιουσιακή διάθεση, ενόψει και της αποδειχθείσας βούλησής του να συμβάλει τόσο στην τέλεση του αδικήματος όσο και στην εκ των υστέρων συγκάλυψή του, με την απόκρυψη των στοιχείων του φυσικού αυτουργού, συνιστά αναμφίβολα συνέργεια και ορθώς υπήχθη στη διάταξη του άρθρου 47 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 386 ΠΚ. Τέλος, ως προς την αιτίαση της έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της όποιας συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και της απόφασης του αυτουργού, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμμετοχικής δράσης του και της πράξης (απάτης) του αυτουργού, καθόσον τονίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος “συνέβαλε καθοριστικά στην εξαπάτηση της εγκαλούσας”, “συνέτεινε καταλυτικά στην απόφαση της εγκαλούσας” και “ενίσχυσε την απόφαση της εγκαλούσας”. Επομένως για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν ήταν αναγκαία η αναφορά και των επί πλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του και οι περί του αντίθετου αιτιάσεις αυτού, ότι η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω των ελλείψεων αυτών, είναι αβάσιμες. Ούτε τίθεται ζήτημα κλήσης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, από το δικάσαν κατ’ έφεση Δικαστήριο στο οποίο εκπροσωπήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 340 παρ.3 εδ. α’ β’ γ’ ΚΠΔ, από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως αυτός αβάσιμα διατείνεται, ότι παραβιάστηκε με τη μη κλήτευσή του, το τεκμήριο αθωότητας, αφού δεν κρίθηκε απαραίτητη από το Δικαστήριο της ουσίας για την ανεύρεση της αλήθειας η προσωπική εμφάνισή του (άρθρο 340 ΚΠΔ).
===Στις περιπτώσεις αιτημάτων διαδίκων στο ακροατήριο Ποινικού Δικαστηρίου για κρείσσονες αποδείξεις, τα σχετικά αιτήματα πρέπει να συνδέονται με το αντικείμενο της κατηγορίας. Ακόμη ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες-γνωμοδοτήσεις αποτελούν απλά έγγραφα και η σχέση τους με τις λοιπές αποδείξεις δεν απαιτεί ειδική αιτιολογία, αφού προκύπτει ότι το Δικαστήριο τις έλαβε υπόψη και ότι δεν πείστηκε από αυτές με βάση τα όσα έκανε δεκτά από την εν γένει αξιολόγηση των αποδείξεων. Ειδικότερα σύμφωνα στην υπ’αριθ.660/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου τονίζονται τα εξής:
……ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε προς το Δικαστήριο αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, κατά το άρθρο 352 ΚΠοινΔ για κρείσσονες αποδείξεις με το ακόλουθο κατά πιστή μεταφορά περιεχόμενο: “…. ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ – ΑΙΤΗΜΑ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΓΙΑ ΚΡΕΙΣΣΟΝΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ (προς καταχώριση στα πρακτικά, ά. 141 παρ.2 ΚΠΔ) …Επειδή η προανακριτική έρευνα της υπόθεσης υπήρξε πλημμελής, καθόσον τα αστυνομικά όργανα αρκέστηκαν σε μια αναξιόπιστη και όψιμη δήθεν αναγνώριση, παραλείποντας όμως να διερευνήσουν σε ποιον ανήκε το κινητό τηλέφωνο, μέσω του οποίου ο πραγματικός δράστης επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη του φορτηγού, αλλά και να ερευνήσουν τα δακτυλικά αποτυπώματα επί της πλαστής επιταγής, ανακριτικές ενέργειες που ήταν πρόσφορες να αποδείξουν την αθωότητα του κατηγορουμένου και την ταυτότητα του πραγματικού δράστη. Επειδή οι προανακριτικοί υπάλληλοι παρέλειψαν να επιδείξουν φωτογραφίες προς αναγνώριση και στον μεταφορέα Α. Κ.. Επειδή τα στοιχεία του κατόχου μιας τηλεφωνικής σύνδεσης ως εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας μπορούν να ζητηθούν στο πλαίσιο μιας ποινικής υπόθεσης χωρίς τις προϋποθέσεις του ν. 2225/1994. ……
Στην προκειμένη περίπτωση, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά το ανωτέρω αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ. Ωστόσο το εν λόγω αίτημα κρίνεται ότι δεν θα εισφέρει στην αποδεικτική διαδικασία καθόσον: α) η αναζήτηση από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας του ονοματεπωνύμου του κατόχου της αναφερόμενης στο αίτημα τηλεφωνικής σύνδεσης δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στη διακρίβωση της τέλεσης ή μη των αδικημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και β) η διαβίβαση της επίδικης επιταγής στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας, προκειμένου να γίνει εξερεύνηση δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι βέβαιο ότι θα αποδώσει δακτυλικά αποτυπώματα πολλών προσώπων, λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από το φερόμενο χρόνο τέλεσης της άδικης πράξεως της πλαστογραφίας”. Με αυτά που δέχθηκε η εν λόγω απόφαση περιέχει ειδική, εμπεριστατωμένη επαρκή και προσήκουσα αιτιολογία ως προς την απόρριψη του υποβληθέντος περί αναβολής αιτήματος του συνηγόρου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, καθόσον έκρινε ότι τούτο δεν θα εισφέρει στην αποδεικτική διαδικασία, διότι η αναζήτηση από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας του ονοματεπωνύμου του κατόχου της αναφερομένης στο αίτημα τηλεφωνικής σύνδεσης δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στη διακρίβωση της τέλεσης ή μη των αδικημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, ενώ η διαβίβαση της επίδικης επιταγής στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας, προκειμένου να γίνει εξερεύνηση δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι βέβαιο ότι θα αποδώσει δακτυλικά αποτυπώματα πολλών προσώπων, λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από τον φερόμενο χρόνο τέλεσης της άδικης πράξης της πλαστογραφίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά την αιτιολογημένη απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ορθώς και χωρίς να υποπέσει στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, προχώρησε στην έρευνα της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις. Η ειδικότερη αιτίαση του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος ότι μολονότι επικαλέστηκε και προσκόμισε ιδιωτική γραφολογική γνωμοδότηση, εκ της οποίας προέκυπτε ότι οι υπογραφές επί του σώματος της ένδικης επιταγής δεν είχαν τεθεί από το χέρι του, εν τούτοις το Δικαστήριο της ουσίας δεν αποφάνθηκε αν την αποδέχεται ή όχι, ούτε αντέκρουσε τη συνεισφορά της στην αποδεικτική διαδικασία, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή ανεγνώσθη ως έγγραφο κατά τη διάρκεια της δίκης και συνεκτιμήθηκε με όλα τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία για την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε η απλή ως εν προκειμένω γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, σε σχέση με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο από το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, συντρεχουσών ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο ή το Δικαστήριο και δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα, τα οποία όμως λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμώνται μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα για τη διαμόρφωση της κρίσης του και δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να αιτιολογήσει την τυχόν αντίθετη, προς τις γνωμοδοτήσεις αυτών, κρίση του.
===Βέβαια η απόρριψη αιτήματος της αναβολής, όταν δεν αποσαφηνίζεται στην κρίση του Δικαστηρίου γιατί δεν συντρέχει λόγος αναβολής και έτσι δεν αιτιολογείται η μη συνάφεια του αιτήματος με την πραγματική ανάγκη αναβολής ή διακοπής της δίκης και το Δικαστήριο ξεπερνά το αίτημα χωρίς να αναπτύξει τους σχετικούς λόγους, δημιουργείται λόγος αναίρεσης. Σχετική είναι η υπ’αριθ.600/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου:
……”ΕΠΕΙΔΗ, στην προκείμενη περίπτωση, ο προτεινόμενος εκ του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατηγορουμένης, λόγος αναβολής, να παρασταθούν στο παρόν Δικαστήριο οι μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι σήμερα δεν εμφανίσθηκαν κρίνεται ότι είναι νόμω αβάσιμος, επίκειται δε παραγραφή (χρόνος τέλεσης Οκτώβριος 2014) και επομένως το σχετικό αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης.”.
Η αιτιολογία, όμως, αυτή είναι εντελώς τυπική και όχι ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, καθόσον δεν μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο, ούτε αναφορά σε πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και διαμόρφωσαν την κρίση του δικαστηρίου, ότι δεν συντρέχει λόγος για αναβολή, ή έστω διακοπή, της δίκης, προκειμένου να εμφανιστεί στο ακροατήριο η μάρτυρας κατηγορίας Α. Γ. του Π. , χωρίς να εξηγεί ούτε να αιτιολογεί, με συγκεκριμένες σκέψεις, τη δικανική του πεποίθηση, ότι δεν συντρέχει λόγος να εμφανιστεί και εξεταστεί στο ακροατήριο για τη διερεύνηση της υπόθεσης, χωρίς μάλιστα να μνημονεύεται σ’ αυτήν (παρεμπίπτουσα απόφαση) οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ή στοιχείο, που να δικαιολογεί την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, ή έστω διακοπής, της δίκης, ενώ η αναφορά ότι η επίκεται παραγραφή, την έναρξη της οποίας προσδιορίζει τον Οκτώβριο του έτους 2014, δηλαδή για την συμπλήρωσή της απαιτούνταν χρονικό διάστημα πλέον του έτους, δεν συνιστά ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

















