Γράφει η Μαρία Εμμ. Παναγιώτου,
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω


Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του προέδρου της ΕνΔΕ εγείρουν σοβαρό θεσμικό ζήτημα. Η σύνδεση των δήθεν προβλημάτων της δικηγορίας με τις εκλογές των Δικηγορικών Συλλόγων δεν συμβάλλει στη νηφάλια δημόσια συζήτηση και δημιουργεί την εντύπωση ότι η κριτική που ασκείται εντός του δικαστηρίου επιχειρείται να αναχθεί σε ζήτημα προεκλογικής ρητορικής.
Μια τέτοια ερμηνευτική επιλογή δεν συνάδει με τη σοβαρότητα των θεσμικών ρόλων και τελικώς, θολώνει το περιεχόμενο της ίδιας της παρέμβασης.

Η προβολή της άποψης ότι ο έλεγχος της επαγγελματικής συμπεριφοράς των δικηγόρων πρέπει να υπαχθεί στη δωσιδικία των δικαστικών οργάνων παραβλέπει την κεντρική αρχή του κράτους δικαίου. Ο δικηγόρος δεν αποτελεί εξάρτημα της δικαστικής λειτουργίας αλλά ανεξάρτητο συλλειτουργό με θεσμική αποστολή την εξισορρόπηση της κρατικής εξουσίας και την προστασία του πολίτη.
Ο Κώδικας Δικηγόρων θεσπίζει ρητώς ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι διαθέτουν αποκλειστική πειθαρχική αρμοδιότητα και η αυτορρύθμιση αυτή δεν αποτελεί διαπραγματεύσιμο στοιχείο.

Η θέση του δικηγόρου προβλέπεται όχι μόνο από τον εθνικό νόμο αλλά και από τις Βασικές Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τον ρόλο των Δικηγόρων, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης και την απαγόρευση εξωτερικών παρεμβάσεων στις επαγγελματικές οργανώσεις τους. Η ευρωπαϊκή νομοθετική και κανονιστική παράδοση επιβεβαιώνει την ίδια κατεύθυνση με σαφείς συστάσεις υπέρ της ανεξαρτησίας του επαγγέλματος και της ανάγκης τα πειθαρχικά να παραμένουν υπό την ευθύνη των ίδιων των δικηγορικών συλλόγων.

Η θεσμική θέση που αποδίδει στα δικαστικά όργανα ρόλο πειθαρχικού ελέγχου των συνηγόρων αγνοεί τις κρίσιμες εγγυήσεις της ισότητας των όπλων. Ο συνήγορος δεν μπορεί να υπερασπίζεται τον πολίτη απέναντι στη δικαστική κρίση και ταυτόχρονα να εξαρτά τη δική του επαγγελματική θέση από το ίδιο όργανο που κρίνει το αποτέλεσμα της δίκης.
Η αντίστροφη εκδοχή οδηγεί σε εύλογο συμπέρασμα: Αν θεωρηθεί θεμιτό οι δικαστές να αναλάβουν την πειθαρχική εξουσία επί των δικηγόρων, τότε τίθεται αυτομάτως το ερώτημα κατά πόσο θα θεωρούνταν θεσμικώς ορθό οι δικηγόροι να αναλάβουν την πειθαρχική εποπτεία επί των δικαστών.

Η προοπτική αυτή απορρίπτεται χωρίς δεύτερη σκέψη, γεγονός που αποδεικνύει και το βάθος της ασυμβατότητας της αρχικής πρότασης.
Η ισορροπία μεταξύ των λειτουργών της Δικαιοσύνης δεν επιτρέπει την πειθαρχική εξάρτηση του ενός από τον άλλον.Η ανεξαρτησία του δικηγόρου αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της δημοκρατικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης και εγγύηση ότι ο πολίτης θα έχει πραγματική δυνατότητα υπεράσπισης απέναντι στην κρατική εξουσία.
Οι θεσμικές κρίσεις απαιτούν νηφαλιότητα και προσήλωση στις αρχές του δικαίου.

Επομένως, η υποβάθμιση της αυτοτέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων και η έμμεση αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας του δικηγορικού λειτουργήματος δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος μιας σοβαρής συζήτησης για το μέλλον της Δικαιοσύνης.