Από τον Γεώργιο Τσαβδαρίδη, Νομική Σχολή ΑΠΘ
Εισαγωγή
Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα απόφαση που απασχόλησε το Ανώτατο Ακυρωτικό της χώρας μας αποτελεί η υπ. αριθ. 881/2014 ΑΠ, με την οποία τίθενται στο επίκεντρο ζητήματα σχετικά με τον δόλο στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατ’ άρθρο 299 Ποινικού Κώδικα (εφεξής ΠΚ), και πιο συγκεκριμένα για την «αστοχία βολής» (aberratio ictus). Δευτερευόντως, σημασία έχει και η διάκριση ανάμεσα σε ενδεχόμενο δόλο και ενσυνείδητη αμέλεια. Στο παρόν κείμενο, θα δοθεί βάση κυρίως στο ζήτημα της «αστοχίας βολής», με το οποίο και ασχολήθηκε και ο Άρειος Πάγος στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση.
Προτού, όμως, προχωρήσουμε στην εκτενέστερη ανάλυση και ανάδειξη των παραπάνω προβληματικών που απασχόλησαν το Ανώτατο Ακυρωτικό, κρίσιμο και απαραίτητο θα ήταν να γίνει λόγος, με σύντομο πλην όμως περιεκτικό τρόπο, ως προς τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η δικανική κρίση.
Πραγματικά Περιστατικά
Όπως προέκυψε εκ του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος, μαζί με ένα ακόμη άτομο, εισήλθαν σε κατάστημα πώλησης ηλεκτρικών ειδών, όπου με την απειλή όπλου εναντίον των υπαλλήλων του καταστήματος και των πελατών που βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί, αφαίρεσαν από το ταμείο χρηματικό ποσό με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. Στο μεταξύ, ένας εκ των πελατών, ο οποίος ήταν αστυνομικός, εκμεταλλευόμενος τη στιγμιαία απασχόληση του κατηγορουμένου με την αφαίρεση των χρημάτων, έστρεψε προς το μέρος του το υπηρεσιακό του περίστροφο και τον κάλεσε, αφού του δήλωσε την ιδιότητά του, να παραδοθεί, επιστρέφοντας τα χρήματα που είχε ήδη αφαιρέσει και κρατούσε στα χέρια του. Αυτός όμως όχι μόνο αρνήθηκε να παραδοθεί, αλλά προσπάθησε να τον πλήξει στρέφοντας την κάνη του δικού του όπλου του προς το μέρος του αστυνομικού ενώ προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, πυροβόλησε εναντίον του. Εντούτοις, η σφαίρα έπληξε τελικά την υπάλληλο του καταστήματος, η οποία βρισκόταν σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από το σημείο της συμπλοκής, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.[1] Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, δικάζοντας κατ’ έφεση, έκρινε ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος αφενός για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ) σε βάρος της υπαλλήλου, αφετέρου για την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με άμεσο δόλο (άρθρα 42 και 299 παρ.1 ΠΚ) σε βάρος του αστυνομικού, καθώς με πρόθεση πυροβόλησε εναντίον του, χωρίς όμως να πετύχει το εγκληματικό αποτέλεσμα. Μετά την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ως άνω απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας ως ουσία αβάσιμους τους λόγους αναιρέσεως, απέρριψε τη σχετική αίτηση και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Νομικά Ζητήματα
Καταρχάς, το μείζον ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε ο Άρειος Πάγος είναι αυτό της «αστοχίας βολής», όπως εξάλλου προκύπτει και από τα πραγματικά περιστατικά. Πριν, όμως, ασχοληθούμε με αυτό, κρίνεται απαραίτητο να γίνει μία αναφορά στη νομοτυπική μορφή του άρθρου 299 ΠΚ (ανθρωποκτονία με πρόθεση), καθώς και στην κρίσιμη διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας.
Από τη μία μεριά, βάσει του άρθρου 299 ΠΚ, προβλέπεται ότι για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης και την θεμελίωση αρχικού αδίκου απαιτείται πράξη (μυϊκή ενέργεια ή παράλειψη) αφαίρεσης ζωής άλλου προσώπου. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης, από τη στιγμή που ο νόμος δεν κάνει κάποια διάκριση ως προς την υπαιτιότητα, από το συνδυασμό των άρθρων 18 και 26 ΠΚ συνάγεται ερμηνευτικά ότι αρκεί κάθε μορφή δόλου, άρα και ο ενδεχόμενος.[2] Περαιτέρω, αξίζει να αναφερθεί ότι στο άρθρο 302 ΠΚ τυποποιείται το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με την σαφώς μικρότερη απαξία από αυτήν του άρθρου 299 ΠΚ, καθώς στο τελευταίο απειλείται ποινή ισόβιας κάθειρξης, ενώ το αδίκημα του άρθρου 302 ΠΚ αποτελεί πλημμέλημα για το οποίο επιβάλλεται φυλάκιση.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εύλογα γεννάται το ερώτημα πότε ο δράστης θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ) και πότε για ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ). Παρόλο που η απάντηση σε αυτό το ερώτημα φαίνεται απλή, καθώς αυτό που διακρίνει τα δύο αδικήματα είναι η υπαιτιότητα, τα πράγματα συχνά δυσκολεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις που δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί αν η συμπεριφορά του δράστη αποκαλύπτει την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου ή (ενσυνείδητης) αμέλειας. Κι αυτό, γιατί εκείνο που διαφοροποιεί τον ενδεχόμενο δόλο από την ενσυνείδητη αμέλεια είναι αποκλειστικά και μόνο το βουλητικό στοιχείο, δεδομένου ότι και στις δύο μορφές υπαιτιότητας ο δράστης γνωρίζει ως πιθανή την προσβολή του εννόμου αγαθού (γνωστικό στοιχείο). Εντούτοις, στον ενδεχόμενο δόλο (ο δράστης) αποδέχεται το αποτέλεσμα ενώ στην ενσυνείδητη αμέλεια πιστεύει ότι αυτό (το αποτέλεσμα) δεν θα επέλθει.[3] Πρόκειται δε για ένα ζήτημα που ταλάνισε τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία, οδηγώντας σε διάφορες «θεωρητικές κατασκευές» αναφορικά με το περιεχόμενο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου[4]. Τελικώς, η θέση που υιοθέτησε ο Ποινικός μας Κώδικας (άρθρο 27 ΠΚ) σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, είναι ότι υπάρχει ενδεχόμενος δόλος κάθε φορά που ο δράστης γνωρίζει ότι με την πράξη του είναι πιθανή η προσβολή του εκάστοτε θιγόμενου εννόμου αγαθού και παρόλα αυτά αποδέχεται το εγκληματικό αποτέλεσμα[5]. «Αποδέχεται» σημαίνει ότι «θέλει συμβεί κάτι», ενώ δεν αρκεί «η ελπίδα ότι δεν θα συμβεί», ούτε η «πλήρης αδιαφορία και η μη λήψη κάποιου μέτρου για να μην συμβεί το αποτέλεσμα».[6] Συνεπώς, για να υφίσταται ενδεχόμενος δόλος, πρέπει ο δράστης να αποδέχεται το επελθόν αποτέλεσμα, έστω και ως αναγκαίο κακό.[7] Τέλος, όσον αφορά την απόδειξη του δόλου -και ειδικότερα του ενδεχόμενου δόλου-, αυτός, ως διαθετική έννοια, αποδεικνύεται βάσει αντικειμενικών ενδείξεων.[8] Μάλιστα, ορισμένοι «ενδείκτες» από τους οποίους συνάγεται η ύπαρξη (ενδεχόμενου) δόλου είναι η επικινδυνότητα της πράξης, η ωφέλεια του δράστη από το έγκλημα, οι προηγούμενες σχέσεις δράστη-θύματος, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και η επικινδυνότητά τους.[9] Επομένως, αν δεν αποδεικνύεται η «αποδοχή» του εγκληματικού αποτελέσματος, ήτοι ο ενδεχόμενος δόλος, τότε προφανώς θα πρέπει ο δράστης-κατηγορούμενος να έχει την σαφώς ευνοϊκότερη μεταχείριση της ενσυνείδητης αμέλειας.
Ακολούθως, γνωρίζουμε ότι για να υπάρχει «έγκλημα» για το ποινικό μας δίκαιο απαιτείται υποκειμενικώς, πέρα από πράξη άδικη, και υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια, ανάλογα με το εκάστοτε έγκλημα). Τι συμβαίνει όμως σε περιπτώσεις που ο δράστης, ενώ έχει τον απαραίτητο δόλο να πλήξει ένα συγκεκριμένο έννομο αγαθό, τελικώς δεν τα καταφέρνει και πλήττει «από λάθος» κάποιο άλλο (έννομο αγαθό), δηλαδή σε περιπτώσεις που ο δράστης «άλλο ήθελε, αλλά άλλο κατάφερε»; Πρόκειται για την αποκαλούμενη «αστοχία βολής» (aberratio ictus), δηλαδή περιπτώσεις που ο δράστης κατευθύνει την ενέργειά του κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να προσβάλλει τα έννομα αγαθά του, όπως στόχευε και επιθυμούσε, και αντ’ αυτού προσβάλλει εκείνα αντίστοιχα (τα έννομα αγαθά) κάποιου τρίτου[10]. Για να κατανοηθεί το παρόν, μπορεί να παρατεθεί το παράδειγμα του δράστη που πυροβολεί κατά συγκεκριμένου προσώπου με πρόθεση να το σκοτώσει (ανθρωποκτονία με δόλο), αλλά για οποιοδήποτε λόγο αστοχεί και η σφαίρα πετυχαίνει τελικά «από λάθος» κάποιο τρίτο πρόσωπο, το οποίο «έτυχε» να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το σίγουρο είναι ότι ο δράστης θα τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση (άρθρα 42 και 299 ΠΚ) σε βάρος του προσώπου που ήθελε να πλήξει και τελικά δεν τα κατάφερε. Κι αυτό, γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 42 ΠΚ, αλλά και όπως προκύπτει από την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα[11], «ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο πράξη όταν έχει αρχίσει την μυϊκή ενέργεια/παράλειψη, η οποία κατά την ολοκλήρωσή της μπορεί, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να οδηγήσει στην πρόκληση του αποτελέσματος».[12] Και προφανώς περιπτώσεις που ο δράστης πυροβολεί, αλλά αστοχεί (όπως στο ως άνω παράδειγμα), αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα απόπειρας ανθρωποκτονίας. Ωστόσο, γεννάται εύλογα το ερώτημα αν ο δράστης θα πρέπει να τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ) ή για ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ) σε βάρος του προσώπου που τελικά έπληξε με τη σφαίρα. Κατά την κρατούσα (και ορθή) άποψη, υιοθετείται η δεύτερη εκδοχή περί διάπραξης ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ) και όχι εκ προθέσεως (άρθρο 299 ΠΚ).[13] Κι αυτό, γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δεκτή η ύπαρξη έστω και ενδεχόμενου δόλου, διότι ο δράστης διόλου δεν στράφηκε κατά του συγκεκριμένου προσώπου ενώ δεν επιθυμούσε να επέλθει το αποτέλεσμα του θανάτου τρίτου προσώπου το οποίο δεν αποδεχόταν ούτε ως αναγκαίο κακό.
Συμπεράσματα
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, πυροβόλησε εναντίον του αστυνομικού, που επιχείρησε να τον συλλάβει, όμως αστόχησε, προκαλώντας τελικά τον θάνατο της υπαλλήλου του καταστήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος δέχτηκε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του αστυνομικού με άμεσο δόλο σε αληθινή συρροή με τετελεσμένη ανθρωποκτονία κατά της υπαλλήλου με ενδεχόμενο δόλο. Παρά τα πειστικά επιχειρήματα που επικαλέστηκε το Ανώτατο Ακυρωτικό, ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου για τον θάνατο της υπαλλήλου, -ήτοι τα μέσα που χρησιμοποίησε ο δράστης, την αυξημένη επικινδυνότητα της πράξης και την προσπάθεια διαφυγής μετά το έγκλημα-, καταδεικνύοντας ότι ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε τον θάνατό της ως «αναγκαίο κακό», εντούτοις, κατά την άποψη του γράφοντος, παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο αν όντως θα έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος (ο κατηγορούμενος) για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο. Τούτο διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δράστης στράφηκε εξαρχής αποκλειστικά και μόνο εναντίον του αστυνομικού που επιχείρησε να τον συλλάβει. Δεν είχε δηλαδή απολύτως κανέναν λόγο να σκοτώσει την υπάλληλο, καθώς αυτό που επιθυμούσε ήταν να αποφύγει την σύλληψή του από τον αστυνομικό. Για όλους αυτούς τους λόγους, ορθότερο θα ήταν, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του αστυνομικού (άρθρα 42 και 299 ΠΚ) σε αληθινή συρροή με ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά της υπαλλήλου (άρθρο 302 ΠΚ).
Πηγές:
Βιβλιογραφία
Ελισάβετ Συµεωνίδου-Καστανίδου σε Μαρία Καϊάφα-Γκµπάντι. (2025). Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. Αθήνα: Νοµική Βιβλιοθήκη, 2η Έκδοση.
Πρωτογενείς πηγές-Νομοθεσία
Βουλή των Ελλήνων. (2019). Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις». Διαθέσιμη σε: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/poinikos-kodikas-synolo.pdf
Νομολογία
ΑΠ 881/2014. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. ΟλομΑΠ 4/2010. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[1] ΑΠ 881/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[2] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Μαρία Καϊάφα-Γκµπάντι και Ελισάβετ Συµεωνίδου-Καστανίδου. (2025). Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. Αθήνα: Νοµική Βιβλιοθήκη, 2η Έκδοση, σελ 368.
[3] Οπ. π., σελ. 373.
[4] Οπ. π.
[5] ΟλομΑΠ 4/2010. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[6] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2025, σελ. 377.
[7] Οπ. π., σελ. 378.
[8] Οπ. π., σελ. 382.
[9] Οπ. π., σελ. 383.
[10] Οπ. π., σελ. 385.
[11] Βουλή των Ελλήνων. (2019). Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις». Διαθέσιμη σε: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/poinikos-kodikas-synolo.pdf
[12] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2025, σελ. 620.
[13] Οπ. π., σελ. 385-386.

















