Του Άγγελου Ποταμιά,
Δικηγόρου Αθηνών
Έπειτα από μακροχρόνιες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, το τεκμήριο της αθωότητας συναντάται ιστορικά εν πρώτοις στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Επαναστατικής Γαλλίας του 1789, όπου προβλέφθηκε ότι: «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος» (αρ.9). Μισό αιώνα περίπου μετά, ενσωματώνεται στο Ελληνικό Σύνταγμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα (αρ. 15), αλλά και μετέπειτα στο γνωστό και ως «ηγεμονικό» Σύνταγμα του Ναυπλίου της Ε’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους (αρ.42).
Το τεκμήριο της αθωότητας λογίζεται ως μία από τις κορυφαίες κατακτήσεις του νομικού πολιτισμού, απορρέει από τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, και αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη αλλά και δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.).
Στο παρόν, συναντάται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αντιπαρατίθεται θεωρητικά η νομική φύση του «τεκμηρίου» (μεταξύ «γενικής αρχής του δικαίου» και «ατομικού δικαιώματος»), ενώ αναφέρεται ως ερμηνευτικός οδηγός και in dubio pro reo ως απλός κανόνας απόδειξης. Ταυτόσημη διατύπωση έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αλλά και το άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Η «εναρμόνιση» του Έλληνα νομοθέτη αποτυπώνεται στο ισχύον άρθρο 71 Κ.Π.Δ. όπου προβλέπεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο». Πρόσφατα δε, σε εφαρμογή Ευρωπαϊκής Οδηγίας ψηφίστηκε ο Ν. 4569/2019 και το τεκμήριο αθωότητας εξοπλίστηκε με πρόσθετες εγγυήσεις.
Ποιοι όμως δεσμεύονται από το «τεκμήριο της αθωότητας»;
Η γραμματική ανάγνωση του Ν. 4596/2019 μετά της αιτιολογικής έκθεσης, του Προοιμίου της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343 (και δη η σκέψη 16 & τα άρθρα 1, 4 και 10 παρ. 1) και η σχετική ημεδαπή (ενδ. σκ. ΟλΑΠ 4/2020) αλλά και ευρωπαϊκή νομολογία κατατείνουν στο εξής: Το τεκμήριο αθωότητας ισχύει μέχρις αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως ή αμετακλήτου βουλεύματος και μπορεί να παραβιαστεί μόνο από Δημόσιες Αρχές και όχι από ιδιώτες. Η έκφραση των τελευταίων, ελέγχεται μόνον υπό τις διατάξεις των εγκλημάτων κατά της τιμής του Ποινικού Κώδικα (αρ. 361 επ. ΠΚ) και τις διατάξεις περί της προσβολής της προσωπικότητας του Αστικού Κώδικα (αρ. 57,914,920 ΑΚ).
Η διατύπωση «Δημόσιες Αρχές», δημιουργεί μία σχετική σύγχυση, δεδομένου ότι κατά το Διοικητικό Δίκαιο, δημόσια Αρχή είναι όργανο του κράτους που ασκεί κρατική εξουσία με κυριαρχική βούληση. Ερμηνευτικά ωστόσο, λογικό επακόλουθο είναι ότι η διάταξη αναφέρεται στα πρόσωπα και στους φορείς της Δημόσιας Αρχής, άρα, σε δημόσιες άμεσες αναφορές σε εκκρεμή ποινική υπόθεση από μέλη της Εκτελεστικής, Νομοθετικής και Δικαστικής εξουσίας, αλλά και από λοιπούς δημόσιους λειτουργούς.
Το αν το τεκμήριο «τριτενεργεί» στα ΜΜΕ είναι ένα ζήτημα που «ερίζεται» εντόνως, καθώς λειτουργεί συγκρουσιακά με τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες ελευθερίες της έκφρασης και της ενημέρωσης. Η νομολογία του ΕΔΔΑ κατατείνει στο ότι η προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι μπορεί να «καμφθεί» μπροστά στην ελευθερία του Τύπου και των λοιπών μέσων ενημέρωσης. Αυτό ωστόσο που δεν μπορεί να παραγκωνιστεί είναι οι σχετικές μνείες οι οποίες συναντώνται τόσο στον Παγκόσμιο Χάρτη Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (αρ. 5, 8) όσο και στις Αρχές Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2γ των αρχών της ΕΣΗΕΑ αναφέρει «…Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις», ενώ το άρθρο 1 «Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει».
Καταληκτικά, η «κοινωνική κατακραυγή» μιας επαίσχυντης για τον κώδικα ηθικής μας πράξεως, πρέπει να λογιστεί ως ένα φυσικό αντανακλαστικό το οποίο δεν μπορεί να σχετικοποιηθεί. Η ατομική αλλά και η κοινή γνώμη δεν οφείλει να αναμένει πολυετώς την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης για να σχηματιστεί. Το κοινό είναι απαραίτητο να ενημερώνεται και οι επακόλουθες αγνές στιγμές ενσυναίσθησης, συμπόνοιας και αλληλεγγύης με το εκάστοτε θύμα, όχι μόνο δεν προσβάλλουν το τεκμήριο αθωότητας, αλλά τουναντίον είναι για μια κοινωνία ένδειξη υγείας.
Ενώ όμως η συλλογική (ή και λαϊκή) συνείδηση σμιλεύεται φυσικά, και μέσα από την απαξία του ενόχου η κοινωνία διαπαιδαγωγείται ηθικά, είναι απεναντίας εξαιρετικά κινδυνώδης η διενέργεια ηθικών αξιολογήσεων τεχνητά και συντεταγμένα, μέσα από «καφενειακές» και «τηλεοπτικές» δίκες. Εκεί η ηθική μετατρέπεται σε ηθικολογία, και η τόνωσή της πραγματοποιείται μέσα από νουθεσίες ή κηρύγματα (ενίοτε από ανθρώπους με άγνωστο ιστορικό και κίνητρα), αλλά και «σκάνδαλα» στα οποία πρωταγωνιστούν «θύματα», «κακούργοι» και «ήρωες», πάντα ως έννοιες απόλυτες, σχεδόν θρησκευτικά.
Κι ενώ ο κατηγορούμενος επιβάλλεται να ιδωθεί σαν το «ιερό» πρόσωπο μιας ποινικής δίκης, η ιερότητα αυτή συνειδητά «ανταλλάσσεται» με τηλεθέαση, διαφημίσεις, φιλοφρονήσεις ή ακόμα και ψήφους.
Είναι άλλο πράγμα η «ακατέργαστη» αποστροφή που δημιουργεί στον κάθε πολίτη η είδηση ενός εγκλήματος, και άλλο το «λιντσάρισμα» κι ο εξοστρακισμός κάποιου που δεν έχει καν ακροαστεί. Άλλο ο νηφάλιος και ενημερωτικός σχολιασμός ο οποίος θα χαλυβδώσει της ηθικές μας αξίες, κι άλλο ο σχολιασμός που καλλιεργεί την ανησυχία, την ανασφάλεια, την αγανάκτηση και διεγείρει τα χαμηλότερα των ενστίκτων μας.
Το πρόσωπο κανενός υπόπτου, αλλά ακόμα και κανενός ενόχου, δεν μπορεί να αποτελέσει τον λόγο που θα απορρίψουμε εμείς οι ίδιοι τον πολιτισμό μας, και κυρίως, την ανθρωπιά μας.
Το συμπέρασμα που έρχεται είναι «φυσικό» σαν το επιστέγασμα μιας νιτσεϊκής αντίληψης. «Όποιος παλεύει και μάχεται με τέρατα, θα πρέπει να προσέξει, να μην γίνει κι ο ίδιος τέρας».