Ένα στα τέσσερα ευρώ που ξοδεύουν τα ελληνικά νοικοκυριά δεν έχει δηλωθεί ποτέ στην Εφορία.
Πρόκειται για την «μαύρη» κατανάλωση που φτάνει τα 41 δισ. ευρώ και συντηρεί την παραοικονομία στο 18% του ΑΕΠ.
Τα στοιχεία που παρουσίασε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Γιάννης Τσουκαλάς, δείχνουν ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα το 2024 έφτασαν τα 110 δισ. ευρώ, ενώ η καταναλωτική δαπάνη σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ διαμορφώθηκε στα 151 δισ. ευρώ.
«Κάτι λείπει», σημείωσε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι η διαφορά δεν προκύπτει από αποταμιεύσεις, ούτε σχετίζεται με κάποια επενδυτική έκρηξη. Αντίθετα, αποτυπώνει την έκταση της παραοικονομίας στην χώρα μας η οποία εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 16% και 18% του ΑΕΠ. Με το ΑΕΠ στα 230 δισ. ευρώ για το 2023, αυτό μεταφράζεται σε ένα «μαύρο» κομμάτι οικονομικής δραστηριότητας ύψους έως και 41 δισ. ευρώ, ακριβώς όσο και η απόκλιση που διαπιστώνεται μεταξύ δηλωθέντος εισοδήματος και κατανάλωσης.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν εξετάζει κανείς την απόδοση του ΦΠΑ. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, το «κενό» ΦΠΑ, δηλαδή η απόσταση μεταξύ του οφειλόμενου και του πραγματικά εισπραχθέντος ποσού, φτάνει στην Ελλάδα το 13%, έναντι 4%-7% στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Για να επιτευχθεί σύγκλιση, απαιτείται επιπλέον απόδοση άνω του 1 δισ. ευρώ ετησίως, χωρίς νέα μέτρα αλλά με καλύτερη φορολογική συμμόρφωση.
Ο κ. Τσουκαλάς αναφέρθηκε στις καθυστερήσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και στην αδυναμία πλήρους απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύμφωνα με τον ίδιο τα βασικά εμπόδια για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων παραμένουν οι χρόνιες αρρυθμίες: Θέματα δικαιοσύνης, προστασίας δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, αδειοδοτήσεις και συνολικό πλαίσιο λειτουργίας.
Παρότι παραδέχθηκε ότι οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό τα τελευταία 6-7 χρόνια είναι «ισχυρές», επισήμανε την ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις σε κατασκευές και αποθηκευτικές υποδομές στον ενεργειακό τομέα.
Στασιμότητα στις καταθέσεις
Για τις καταθέσεις των νοικοκυριών τόνισε ότι ενώ είχαν σημειώσει αύξηση μέχρι και τις αρχές του 2024, το τελευταίο διάστημα εμφανίζουν στασιμότητα. Αυτό συνδέεται, σύμφωνα με τον κ. Τσουκαλά, με την κόπωση στην ιδιωτική κατανάλωση και την πτώση του λιανικού εμπορίου, που εξαρτάται από τις διεθνείς εξελίξεις.
Η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 1,5% έως 2% το 2025, χάρη και στην καλή εικόνα της αγοράς εργασίας, όπου οι μισθοί εμφανίζουν αύξηση 4%-5%.
Ωστόσο, ο τουρισμός, ο βασικός τροφοδότης της κατανάλωσης εμφανίζει τάσεις κόπωσης στη μέση δαπάνη ανά επισκέπτη, η οποία φέτος είναι μειωμένη κατά περίπου 1%, παρά την αύξηση στις αφίξεις.
Δημοσιονομικός χώρος 1 δισ.
Σύμφωνα με τον κ. Τσουκαλά, εντός του 2024 διαμορφώθηκε πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος 1 δισ. ευρώ από την καλύτερη εκτέλεση του προϋπολογισμού, ο οποίος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τη στήριξη των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Ωστόσο, το ισχύον φορολογικό σύστημα εμφανίζει, όπως είπε, δύο σοβαρές στρεβλώσεις:
*Απότομη αύξηση του πρώτου συντελεστή εισοδήματος από 9% σε 22%
*Υψηλός συντελεστής 44% που εφαρμόζεται σε σχετικά μέτρια εισοδήματα
Η πρόταση του Γραφείου περιλαμβάνει εξορθολογισμό των φορολογικών κλιμακίων για ενίσχυση της δικαιοσύνης και της αποδοτικότητας.
Αντίθετα, οποιαδήποτε μεταβολή στους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, ΕΦΚ) θεωρείται αναποτελεσματική, καθώς δύσκολα μετακυλίεται στον καταναλωτή.
Άλλωστε, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού:
-Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων έχουν υπερβεί τις εκτιμήσεις κατά 220 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω ισχυρότερης του αναμενόμενου αύξησης των μισθών.
-Τα έσοδα από ΦΠΑ αυξάνονται κατά 9% σε ετήσια βάση (Ιαν.–Απρ. 2025), έναντι στόχου 4,56%. Η απόδοση αποδίδεται σε μέτρα διασύνδεσης ταμειακών μηχανών με POS και ψηφιακής τιμολόγησης (myDATA) και όχι σε αυξήσεις συντελεστών.
Χρέη νοσοκομείων
Ο κ. Τσουκαλάς αναφέρθηκε και στα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου, εστιάζοντας στις οφειλές των νοσοκομείων ΠΔΕ, οι οποίες αυξήθηκαν κυρίως λόγω του rebate και του clawback στον χώρο της Υγείας. Το σχετικό «φέσι» υπολογίζεται σε περίπου 300 εκατ. ευρώ, ποσό που εκτιμά ότι θα καλυφθεί.
Το τραπεζικό σύστημα, κατέληξε, «πρέπει να κινηθεί πιο έντονα» ώστε να στηρίξει την πραγματική οικονομία, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας που επιδρά αρνητικά τόσο στις ιδιωτικές επενδύσεις όσο και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr