Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Σημαντική και τολμηρή, η πρόσφατη τροπολογία, που ψηφίστηκε στη Βουλή αναφορικά με τη μεταφορά της άδειας αναψυχής των μισθωτών στο επόμενο έτος.
Συγκεκριμένα η διάταξη προβλέπει ότι : “Παρέχεται η δυνατότητα σε επιχειρήσεις – εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας έχει τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζει να τελεί σε αναστολή αδιαλείπτως ή κατά διαστήματα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί ετήσιας κανονικής άδειας, να μεταφέρουν το σύνολο ή εάν είχαν λάβει μέρος αυτής, το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας του έτους 2020, έως και την 30η Ιουνίου 2021. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν έλαβαν την ετήσια κανονική άδεια μέχρι τέλος του έτους 2020, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις, λόγω του έκτακτου μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας τους, είτε για όλο το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2020 ή κατά διαστήματα, μπορούν να λάβουν τις δικαιούμενες ημέρες της ετήσιας κανονικής άδειας 2020 μέχρι την 30η Ιουνίου 2021″.
Τονίζεται ότι η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί σοβαρή παρέκκλιση από τα όσο ισχύουν στο εργατικό δίκαιο νομοθετικά και νομολογιακά στη Χώρα μας, πλην όμως υπαγορεύεται από έναν προσωρινό, έκτακτο και αναγκαίο λόγο, ενώ επιπλέον δεν τροποποιεί οριστικά, ούτε αντικαθιστά τις μέχρι πρότινος νομοθετικά θεσμοθετημένες ρυθμίσεις σχετικά με τη λήψη της άδειας αναψυχής.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν στο εργατικό δίκαιο, η κανονική άδεια του εργαζόμενου πρέπει να χορηγηθεί έως 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, ακόμη κι αν αυτός δεν τη ζήτησε. Διαφορετικά ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές άδειας αυξημένες κατά 100%.
Ενώ, η μεταφορά των ημερών άδειας αναψυχής, που δεν χορηγήθηκαν σε επόμενο έτος, δεν επιτρέπεται, δεν είναι δυνατή, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη. Με συνέπεια να είναι ανίσχυρη τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης, ο οποίος δεν χορήγησε πλήρως την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας.
Η νέα τροπολογία, έρχεται να θεραπεύσει μια προβληματική κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε με το μέτρο των αναστολών των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Ειδικά, οι εργαζόμενοι που είχαν τεθεί από το Μάρτιο έως το Δεκέμβριο σε αναστολή της σύμβασης εργασίας τους, δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να λάβουν τις οφειλόμενες ημέρες άδειας αναψυχής. Αποτέλεσμα τούτου, οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να λάβουν έως τι 31-12-2020 ολόκληρη ή το υπόλοιπο της κανονικής τους άδειας, και από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις να επιβαρύνονται με καταβολή αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας.
Αποκλειστικά και μόνον για να αποκλειστεί η ανωτέρω κατάσταση, προβλέφθηκε κατ’ εξαίρεση και μόνο για τις οφειλόμενες ημέρες κανονικής άδειας του έτους 2020, η δυνατότητα να μεταφερθούν στο επόμενο έτος και πάντως να χορηγηθούν έως τις 30-06-2020.
Ωστόσο, η εν λόγω ρύθμιση εμφανίζεται σε ορισμένα σημεία της προβληματική και χρήζει αποσαφήνισης από το νομοθέτη. Ειδικά:
- Η ρύθμιση αναφέρει ως στοιχείο για την εφαρμογή της, να τελεί ο εργαζόμενος σε αναστολή έως και τις 31-12-2020. Ωστόσο, το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας δεν έχει παραταθεί νομοθετικά μέχρι και το Δεκέμβριο του 2020. Επομένως, η διάταξη αναφέρεται στην εφαρμογή του μέτρου της αναστολής, δίχως να υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη παράτασης αυτού και το μήνα Δεκέμβριο.
- Υπάρχει μεγάλη ασάφεια αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο εργαζόμενος οφείλει να τελεί σε αναστολή της σύμβασης εργασίας. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση αναφέρει ότι η παράταση των ημερών αδείας αναψυχής είναι δυνατή μόνο για τους εργαζόμενους που είχαν τεθεί σε αναστολή από το Μάρτιο του 2020 έως και τις 31-12-2020, αδιαλείπτως ή διακεκομμένα. Η εν λόγω αναφορά είναι κυρίως προβληματική, διότι δεν καθίσταται σαφές αν ο εργαζόμενος, ανεξαρτήτως της συνεχόμενης ή μη αναστολής, πρέπει πάντως να είχε τεθεί σε αναστολή από το Μάρτιο έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, ή αρκεί απλώς η υπαγωγή του στο σύστημα της αναστολής για κάποιες ημέρες από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους.
- Επίσης, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η ερμηνεία κατά την οποία για τη μεταφορά της άδειας ο εργαζόμενος πρέπει κατά την 31η Δεκεμβρίου να βρίσκεται σε αναστολή, καθίσταται άδικο το γεγονός ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημεροχρονολογική αφετηρία της αναστολής (αναφορά σε περίοδο μήνα, «από τον Μάρτιο») , αλλά αντιθέτως έχει προβλεφθεί συγκεκριμένη ημέρα λήξη της (31-12-2020).
Πηγή: dikigorosergatologos.gr