Ο Άρειος Πάγος με πρόσφατη απόφασή του έκρινε πως η λήψη ένορκης βεβαίωσης από τοπικά αναρμόδιο όργανο δεν συνεπάγεται τον απαράδεκτο χαρακτήρα αυτής (ΑΠ 1278/2023).

Το απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α’ έως δ’ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου.

Πιο αναλυτικά, το ανώτατο δικαστήριο επεσήμανε πως η διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4842/2021, περιλάμβανε μία ευρεία διατύπωση, η οποία έδινε την εντύπωση ότι κατελάμβανε κάθε μια ανεξαιρέτως παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προβλέψεις των άρθρων 421-423 ΚΠολΔ. Ωστόσο, ήδη από τα πρώτα στάδια εφαρμογής της, επισημάνθηκε ότι ήταν τόσο ευρεία η διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει και απολύτως επουσιώδεις και δευτερεύουσες παρεκκλίσεις, από τις οποίες ουδεμία απολύτως βλάβη προέκυπτε για τον αντίδικο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον τύποις αναρμοδίου συμβολαιογράφου.

Υποστηρίχθηκε λοιπόν, τόσο από τη θεωρία, όσο και από μεγάλο μέρος της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας, ότι σκόπιμο ήταν να περιορισθεί το εύρος της κήρυξης του απαράδεκτου, μόνο στην παράλειψη της κλήτευσης ή στη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, οι δε λοιπές αταξίες της λήψης της ένορκης βεβαίωσης να αξιολογούνται στο πλαίσιο της δικονομικής ακυρότητας, ήτοι να απαγγέλλεται η τελευταία μόνον υπό τους όρους του άρθρου 159 αρ.3 ΚΠολΔ, δηλαδή με τη συνδρομή και επίκληση του στοιχείου της βλάβης. Και τούτο διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου.

Την παραπάνω άποψη υιοθέτησε και ο Ν. 4842/13-10-2021, ο οποίος με το άρθρο 23 τροποποίησε το άρθρο 424 ΚΠολΔ. Υπό τη νέα πλέον διατύπωση, καθίσταται σαφές ότι το απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α’ έως δ’ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου. Μεταξύ των άνω περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οργάνου που αναφέρεται στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, δεν είναι, όμως, κατά τόπον αρμόδιο. Και τούτο, επειδή ο νομοθέτης ανήγαγε σε λόγο κήρυξης του απαραδέκτου, μόνο την περίπτωση, κατά την οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον άλλου οργάνου(καθ’ ύλην αναρμοδίου), όχι όμως και την περίπτωση στην οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον οργάνου υλικώς αρμόδιου, αλλά το οποίο στερείται τοπικής αρμοδιότητας.

Απόσπασμα απόφασης

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν, μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015, ορίζονταν τα εξής: (άρθρο 421) “Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων”, (άρθρο 422) “1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση” και (άρθρο 424) “Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”. Η ευρύτητα της διατύπωσης της τελευταίας διάταξης έδιδε εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι κατελάμβανε κάθε μια ανεξαιρέτως παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προβλέψεις των άρθρων 421-423 ΚΠολΔ. Εν τούτοις ήδη από τα πρώτα στάδια εφαρμογής της επισημάνθηκε ότι ήταν τόσο ευρεία η διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει και απολύτως επουσιώδεις και δευτερεύουσες παρεκκλίσεις, από τις οποίες ουδεμία απολύτως βλάβη προέκυπτε για τον αντίδικο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον τύποις αναρμοδίου συμβολαιογράφου. Υποστηρίχθηκε λοιπόν, τόσο από τη θεωρία, όσο και από μεγάλο μέρος της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας ότι σκόπιμο ήταν να περιορισθεί το εύρος της κήρυξης του απαράδεκτου, μόνο στην παράλειψη της κλήτευσης ή στη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, οι δε λοιπές αταξίες της λήψης της ένορκης βεβαίωσης να αξιολογούνται στο πλαίσιο της δικονομικής ακυρότητας, ήτοι να απαγγέλλεται η τελευταία μόνον υπό τους όρους του άρθρου 159 αρ.3 ΚΠολΔ, δηλαδή με τη συνδρομή και επίκληση του στοιχείου της βλάβης. Και τούτο διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου. Την παραπάνω άποψη υιοθέτησε και ο Ν. 4842/13-10-2021, ο οποίος με το άρθρο 23 τροποποίησε το άρθρο 424 ΚΠολΔ, ως ακολούθως: ” Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου”. Υπό τη νέα διατύπωση της άνω διάταξης, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση(κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β’ του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α’ έως δ’ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου. Μεταξύ των άνω περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οργάνου που αναφέρεται στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, δεν είναι, όμως, κατά τόπον αρμόδιο. Και τούτο, επειδή ο νομοθέτης ανήγαγε σε λόγο κήρυξης του απαραδέκτου, μόνο την περίπτωση, κατά την οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον άλλου οργάνου(καθ’ ύλην αναρμοδίου), όχι όμως και την περίπτωση στην οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον οργάνου υλικώς αρμόδιου, αλλά το οποίο στερείται τοπικής αρμοδιότητας. Εξάλλου, η ανωτέρω τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ έγινε γιατί, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4842/2021 “η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας… με αποτέλεσμα οι διάδικοι να στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα, όταν το δικαστήριο θεωρεί (ενν. λόγω αυτού) ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.