Γράφει η
Κωνσταντίνα Λεκκάκου,
δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»

Lekakou_konstantina_04a_37.jpgΧιλιάδες δανειολήπτες, οι οποίοι έχουν ενταχθεί τα προηγούμενα χρόνια στο ν. 3869/2010, γνωστό ως Νόμο Κατσέλη, αναμένουν τις εξελίξεις από την εκδίκαση του ζητήματος, που έχει ανακύψει με τον υπολογισμό των δόσεων των προς ρύθμιση ποσών, από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους (27-2-2025).
Το πρόβλημα είναι ήδη υπαρκτό σε χιλιάδες νοικοκυριά, καθώς αντιμετωπίζουν καθημερινά δυσκολίες με τα funds, τα οποία αρνούνται, σχεδόν προκλητικά και όλως καταχρηστικώς, να εφαρμόσουν τη θέληση και την επιταγή του Νομοθέτη, αναφορικά με τον υπολογισμό του επιτοκίου για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 3869/2010. Θέληση του Νομοθέτη, η οποία προκύπτει και από την Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, είναι το επιτόκιο να υπολογίζεται επί της μηνιαίας δόσης και όχι στο σύνολο του προς ρύθμιση κεφαλαίου, καθώς αυτό θα αναιρούσε ουσιαστικά τον σκοπό του συγκεκριμένου Νόμου.
Αναμένοντας την εκδίκαση του ως άνω ζητήματος, που αγγίζει σχεδόν 1 στα 3 νοικοκυριά, από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, περιμένουμε με αγωνία να εφαρμοστεί ο νόμος και να απονεμηθεί δικαιοσύνη, έτσι ώστε να σταματήσουν οι καταχρηστικές και όλως παράνομες πρακτικές των εταιρειών διαχείρισης, οι οποίες εμμένουν να υπολογίζουν το επιτόκιο στο σύνολο του κεφαλαίου, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό την θέληση του Νομοθέτηπου είναι η διευκόλυνση του μέσου Έλληνα οφειλέτη και η επανένταξή του στην κοινωνία, απαλλαγμένο από βαρίδια του παρελθόντος, για τα οποία δεν φέρει καμία ευθύνη, καθώς έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, που τον οδήγησαν σε υπερημερία χωρίς δική του υπαιτιότητα.
Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου Κατσέλη, το επιτόκιο πρέπει να υπολογίζεται επί της μηνιαίας δόσης και όχι στο συνολικό ποσό της οφειλής. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δυστυχώς, αντιμετωπίζουν τις δικαστικές αυτές ρυθμίσεις ως νέα δάνεια, ενώ αντιθέτως είναι ρύθμιση δανείων κοινωνικά ευάλωτων πολιτών, στους οποίους η Πολιτεία οφείλει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία επανένταξής τους στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική δράση γενικότερα. Στόχος του ν. 3869/2010 είναι η επανένταξη των οφειλετών και όχι ο αφανισμός τους.
Ο Δικηγορικός μας Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm» πολλάκις έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για τις παράνομες τακτικές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία καταστρατηγούν το νόμο, υπερδιπλασιάζοντας τη δόση, που έχει ορίσει ο Δικαστής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τους οφειλέτες. Τα γραφεία μας έχουν δικαιωθεί σε όλες αυτές τις περιπτώσεις με την έκδοση θετικών αποφάσεων για τους εντολείς μας και κατ’ επέκταση της ορθής εφαρμογής του ν. 3869/2010 με την αναμόρφωση των δανείων τους και τον τοκισμό αυτόν στην μηνιαία δόση, κατά τα ζητηθέντα από τον δανειολήπτη.
Κρίνοντας λοιπόν από τις μέχρι τώρα δικαστικές αποφάσεις, θεωρείται πολύ πιθανόν και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να συνταχθεί υπέρ των δανειοληπτών στο τρέχον ζήτημα. Μία ενδεχόμενη θετική έκβαση θα προκύψει, εφόσον η Ολομέλεια ενστερνιστεί το πνεύμα του νομοθέτη και την κρίση των Δικαστών των κατώτερων Δικαστηρίων της χώρας μας, οι οποίοι έχουν αξιολογήσει τα οικονομικά δεδομένα των οφειλετών και έχουν εκδώσει τις θετικές αποφάσεις του Νόμου, που δεν μπορούν να ανατραπούν, ούτε και να ακυρωθούν ξαφνικά.
Το τελευταίο διάστημα έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας 
άρθρα για τον «επαπειλούμενο» κίνδυνο της χρηματοπιστωτικής αγοράς, σε περίπτωση που αποφανθεί θετικά ο Άρειος Πάγος για τους δανειολήπτες. Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο Νομοθέτης είχε ως μοναδικό σκοπό την επανένταξη του οφειλέτη στην αγορά εργασίας και όχι στον αφανισμό αυτού, κάτι βέβαια που αντίκειται στη διεθνή τραπεζική τακτική. Τα άρθρα αυτά, συμφερόντων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν εντυπώσεις κατά των οφειλετών με το πρόσχημα μιας μελλοντικής κρίσης, πλην όμως το στοιχείο εκείνο που πρέπει να εστιάσουμε είναι τα κοινωνικά κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη σε αυτή την κατηγορία δανειοληπτών, ήτοι των οφειλετών του ν. Κατσέλη.
Το θέμα με τα συγκεκριμένα δάνεια έχει κοινωνική διάσταση, καθώς το διατακτικό των δικαστικών αποφάσεων είναι τις περισσότερες φορές υπέρ των ΕΥΑΛΩΤΩΝ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ, αφού τα Δικαστήρια λαμβάνουν υπόψιν τους κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, κριτήρια ευαλωτότητας, αλλά και τη μη ύπαρξη υπαιτιότητας στο πρόσωπο των οφειλετών για την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, που τους οδήγησε σε υπερημερία των δανειακών τους οφειλών.
Πρέπει να γίνει σαφές, ότι ο υπολογισμός των δόσεων, στην περίπτωση του Ν. Κατσέλη, δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα δάνεια ή τις ρυθμίσεις των δανείων, καθώς στο νόμο 3869/2010 και σε κάθε άλλη περίπτωση δικαστικής ρύθμισης (βλ. αντίστοιχα τον ν. 4650/2019) ο δικαστής διαμορφώνει το ύψος του δανείου και κρίνει το ύψος της δόσης, εφαρμόζοντας ειδικότερο νομοθετικό πλαίσιο (προστασία πρώτης κατοικίας, ευαλωτότητα, ευπαθείς ομάδες, απρόοπτη και αν υπαίτια μεταβολή συνθηκών κλπ.) και ειδικότερα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, τα οποία  δεν συνεκτιμώνται και δεν λαμβάνονται υπόψιν στις χορηγήσεις δανείων, όπου η τράπεζα, ευρισκόμενη σε πλεονεκτική θέση, θέτει defacto τους μη διαπραγματεύσιμους όρους δανεισμού.  Αντίθετα, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τόσο το ποσό της οφειλής, όσο και ο τόκος έχουν συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη και  γίνεται μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων.
Στον Ν. Κατσέλη ο Δικαστής είναι εκείνος που καλείται να παρέμβει μεταξύ των διαδίκων και να επέλθει μια εξισορρόπηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων, με γνώμονα, όμως, κριτήρια κοινωνικά, κριτήρια πρωτίστως προς όφελος των ευάλωτων δανειοληπτών, για τους οποίος έχει κριθεί η μη ύπαρξη υπαιτιότητας, για τη θέση στην οποία βρίσκονται (βλ. ανεργία, απρόοπτα προβλήματα, θέματα υγείας, αναπηρία κτλ) και όλα αυτά βέβαια, καθώς στόχος του Νομοθέτη, κατά τη νομοθέτηση του νόμου Κατσέλη, είναι η επανένταξη των οφειλετών και όχι η εξαφάνισή τους από τον κοινωνικό ιστό και την αγορά εργασίας.
Συνεπώς, δεν μπορεί να εξισωθεί σε καμία περίπτωση ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του Νομοθέτη και συνακόλουθα του Δικαστή, ο οποίος σκοπός εξυπηρετείται, μέσω της εφαρμογής των ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΩΝ διατάξεων του Ν. ΚΑΤΣΕΛΗ, βάσει των οποίων διατάξεων ο Δικαστής καλείται να υπολογίσει το ύψος της οφειλής, μετά την αναμόρφωση αυτού και συνακόλουθα το ύψος της μηνιαίας δόσης, που μπορεί να εξυπηρετήσει ο δανειολήπτης, έτσι ώστε να του εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή στοιχειώδη διαβίωση. Ο Δικαστής, στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης, επεμβαίνει στην αξία της προς διάσωση κατοικίας, της τύχης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων, αλλά και στην διάρκεια της νέας ρύθμισηςμέσω του ν. 3869/2010, προβαίνοντας πάντα στην αναμόρφωση του δανείου, στις απαραίτητες διαγραφές, στην τυχόν επιμήκυνση αυτού, αλλά και στην περίοδο χάριτος, όπου αυτό είναι απαραίτητο, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός του Νομοθέτη, δηλαδή ο ορισμός μιας ρεαλιστικής και βιώσιμης δόσης.
Υπάρχει ακόμα και η δυνατότητα μεταρρύθμισης της δικαστικής ρύθμισης, εάν τα οικονομικά και οικογενειακά κριτήρια μεταβληθούν σε μελλοντικό χρόνο. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση του Ν. Κατσέλη ο Δικαστής καλείται, βάσει των οικονομικών δεδομένων και των εισοδημάτων, να κρίνει και να υπολογίσει το ύψος της δόσης με συγκεκριμένα οικονομικά κριτήρια και αν αυτά τα κριτήρια μεταβληθούν, τότε επιτρέπει τον επανυπολογισμό αυτών, λόγω απρόβλεπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των οικονομικών δεδομένων, βάσει των οποίων υπολογίστηκαν οι δόσεις.
Συμπερασματικά, δεν θα πρέπει να συγχέονται οι εξωδικαστικές ρυθμίσεις, που επιτυγχάνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρείες διαχείρισης οφειλών, ευρισκόμενες σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τον αντισυμβαλλόμενό τους και πάντα εντός του πλαισίου της ελευθερίας των συμβάσεων, με τις δικαστικές ρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζουν, για τη διαμόρφωση του ποσού, κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, με στόχο την επανένταξη των κοινωνικά ευάλωτων πολιτών στην αγορά εργασίας και ευελπιστούμε αυτό να επαληθευθεί και από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.


Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών – Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4