Αντωνίου Βόμβα, Πρωτοδίκη

Πρώτη δημοσίευση Ποινική Δικαιοσύνη  8-9/2024 


 

1. Το υπό εξέταση ζήτημα

Κατά τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων της χώρας μας δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να αναβάλλεται η εκδίκαση ενός μέρους ή του συνόλου των υποθέσεων του εκθέματος λόγω αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους1. Τούτο συμβαίνει ως εξής: Ένας ή περισσότεροι εκ των συνηγόρων των διαδίκων της ποινικής δίκης (κατηγορουμένων ή υποστηρίζοντων την κατηγορία) επικαλούνται στο ακροατήριο (είτε οι ίδιοι είτε διά των διαδίκων είτε διά τρίτων προσώπων που εμφανίζονται για λογαριασμό τους) τη συμμετοχή τους σε συλλογική δράση αποχής από τα καθήκοντά τους, την οποία έχει αποφασίσει, για οποιονδήποτε λόγο, ο Δικηγορικός Σύλλογος, στον οποίο υπάγονται, και υποβάλλουν σχετικό αίτημα αναβολής, επικαλούμενοι την αδυναμία τους να παραστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να επιτελέσουν το έργο τους για την προάσπιση των συμφερόντων και δικαιωμάτων του εντολέα τους. Το αίτημα αυτό γίνεται, σχεδόν πάντα, δεκτό από το Δικαστήριο, το οποίο αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζοντας σχετική ρητή διάταξη του ποινικού δικονομικού δικαίου και δη του άρθρου 349 παρ. 4 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019)2.

 

Δεδομένης της συχνότητας και της διάρκειας των αποχών των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους τα τελευταία έτη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω πρακτική επιτείνει το φαινόμενο της καθυστέρησης της εκδίκασης των υποθέσεων. Η τελευταία έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης, καθ’ ότι ο χρόνος απονομής της συνέχεται αναγκαίως με την αποτελεσματικότητά της, ιδίως σε σχέση με την αποτρεπτική λειτουργία των κανόνων του ποινικού δικαίου. Οι συνέπειες της επίκλησης της αποχής δικηγόρων ως λόγου αναβολής στον πραγματικό χρόνο εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, αλλά και η διαπιστούμενη, προσφάτως, τάση διεύρυνσης των λόγων προκήρυξης αποχής από τους Δικηγορικούς Συλλόγους3 καθιστούν αναγκαία την εγγύτερη ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 349 παρ. 4 ΚΠΔ και την ανάλυση, από νομική σκοπιά, του δικαιώματος της αποχής των δικηγόρων, ώστε να διατυπωθούν κάποια συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη ή μη ορίων στο δικαίωμα αυτό, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της σχετικής πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς με τις δυνατότητες που έχει το ποινικό δικαστήριο, όταν υποβάλλεται σε αυτό συναφές αίτημα αναβολής.

2. Η νομοθετική πρόβλεψη για την αναβολή της ποινικής δίκης λόγω αποχής δικηγόρων

2.1. Γενικές παρατηρήσεις για τη διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ

Ο τρόπος αντιμετώπισης από το ποινικό δικαστήριο της περίπτωσης, κατά την οποία σοβαροί λόγοι υγείας4 ή λόγοι ανωτέρας βίας οποιασδήποτε μορφής5 καθιστούν αδύνατη τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν του κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ρυθμίζεται στο άρθρο 349 ΚΠΔ. Το Δικαστήριο, εφόσον προκύπτει η συνδρομή μίας εκ των εν λόγω περιστάσεων, μπορεί, με πρόταση του Εισαγγελέα, αυτεπαγγέλτως ή με αίτημα ενός εκ των διαδίκων, να διατάξει την αναβολή της δίκης με τις προϋποθέσεις που ορίζονται ειδικότερα στη διάταξη. Πριν διατάξει την αναβολή, το Δικαστήριο υποχρεούται να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης και, σε περίπτωση που διατάξει την αναβολή της εκδίκασης, να περιλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην απόφασή του που να αναφέρει ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης. Σε αντίθεση με τη διακοπή της συζήτησης, η οποία σημαίνει ότι η υπόθεση θα συζητηθεί ενώπιον της ίδιας σύνθεσης μετά από χρονικό διάστημα ολίγων ημερών ή εβδομάδων, η αναβολή της συζήτησης, για οποιονδήποτε λόγο, συνεπάγεται στην πράξη ότι η υπόθεση θα κριθεί από άλλη δικαστική σύνθεση σε δικάσιμο που απέχει, κατά κανόνα, αρκετούς μήνες από την ημέρα της αναβολής, λόγω της υπερσυσσώρευσης εκκρεμών υποθέσεων στα εκθέματα των ποινικών δικαστηρίων, ιδίως της πρωτεύουσας, ενώ στη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν αποκλείεται η εκ νέου αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο.

Αποτελεί σαφή επιλογή του νομοθέτη6, καταγραφείσα στο γράμμα της διάταξης, ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση συνδρομής μίας εκ των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 349 ΚΠΔ (ήτοι σοβαρού λόγου υγείας ή ανωτέρας βίας) και επιτάσσουν τη μη διεξαγωγή της δίκης κατά την ορισθείσα δικάσιμο7, υποχρεούται καταρχήν να διατάξει τη διακοπή της συνεδρίασης σε άλλη δικάσιμο από την ίδια σύνθεση και μόνο εφόσον τούτο είναι αδύνατο δύναται να αναβάλει τη συζήτηση παραθέτοντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία8. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται αφενός μεν η συντομότερη εκδίκαση της υπόθεσης, αφού η μετά διακοπή δικάσιμος (για την οποία δεν προβλέπεται πλέον συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός) προσδιορίζεται εντός του αμέσως επόμενου χρονικού διαστήματος (ώστε να έχει νόημα η διακοπή έναντι της αναβολής, ήτοι να οδηγεί σε επιτάχυνση της εκδίκασης των υποθέσεων), αφετέρου δε η μη ενασχόληση και άλλων δικαστικών συνθέσεων (δικαστών και εισαγγελέων) με τη μελέτη των δικογραφιών της δικασίμου, για την οποία απαιτείται σημαντικός χρόνος, ο οποίος, διαφορετικά, θα ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί για τις λοιπές πτυχές του δικαστικού έργου, ιδίως τη σύνταξη πολιτικών και ποινικών αποφάσεων9. Εφόσον προκύπτει ότι η διακοπή αυτή δεν είναι δυνατή εντός του αμέσως επόμενου χρονικού διαστήματος για οποιονδήποτε λόγο (για παράδειγμα λόγω υπηρεσιακών υποχρεώσεων των μελών της σύνθεσης ή της μεγάλης προβλεπόμενης διάρκειας του κωλύματος του διαδίκου ή του συνηγόρου), ο νομοθέτης προκρίνει την επιλογή της αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν συντείνει στην καθυστέρηση της εκδίκασης. Μάλιστα, κατά την εκδίκαση πλημμελημάτων στο εφετείο (σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό) προβλέπεται ρητά στο άρθρο 375 παρ. 3 ΚΠΔ ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει μία ή περισσότερες φορές τη διακοπή της συνεδρίασης για ανυπέρβλητο κώλυμα που παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία είτε από την πλευρά των δικαστών είτε από την πλευρά των διαδίκων είτε για να προσαχθούν με τη βία οι μάρτυρες.

2.2. Η ειδικότερη ρύθμιση του άρθρου 349 παρ. 4 ΚΠΔ για την αναβολή λόγω αποχής δικηγόρων

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 349 ΚΠΔ, η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας για την αναβολή10. Στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ δεν γίνεται κάποια ειδική αναφορά στη ρύθμιση της παραγράφου 411, ενώ πρόβλεψη με παρόμοιο περιεχόμενο περιλαμβανόταν στη διάταξη του άρθρου 349 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ αδιαλείπτως από την τροποποίηση του άρθρου 349 με την παράγραφο 6 του άρθρου 34 ν. 2172/199312. Η αρχική μορφή του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 1493/1950), όπως ίσχυσε επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες μέχρι τη θέσπιση του ν. 2172/1993, ουδέν προέβλεπε αναφορικά με την αποχή των δικηγόρων ως ειδικότερο λόγο αναβολής της ποινικής δίκης. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 2172/1993 που εισήγαγε τη σχετική ρύθμιση, η “διάταξη ρυθμίζει, σύμφωνα με το περιεχόμενο της πάγιας (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) νομολογίας των δικαστηρίων, το θέμα της αποχής των δικηγόρων ως σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών13”.

Από τη διατύπωση της ρύθμισης της παραγράφου 4 και την ερμηνεία της σε συνδυασμό με το σύνολο της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ, η οποία απαιτεί την ύπαρξη σπουδαίου λόγου που να καθιστά αδύνατη τη διεξαγωγή της συζήτησης στη συγκεκριμένη δικάσιμο, συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του λόγου της αναβολής πρέπει να πρόκειται για προκηρυχθείσα αποχή που είναι δεσμευτική για τον συνήγορο, ο οποίος υποβάλλει το σχετικό αίτημα, ώστε να προκύπτει κώλυμά του να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να θεμελιώνεται σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την αναβολή. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, η προκήρυξη αποχής από Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο δεν υπάγεται ο συνήγορος που υποβάλλει το σχετικό αίτημα, ή η προκήρυξη αποχής που δεν καλύπτει τη συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων, στην οποία εντάσσεται η εκδικαζόμενη. Εάν δεν υφίσταται δεσμευτική για τον συνήγορο απόφαση περί αποχής, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της υπό κρίση διάταξης και το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει το συναφές αίτημα αναβολής, παραθέτοντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 του Συντάγματος, όπως απαιτείται και για κάθε απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτημα αναβολής14.

Δεν προκύπτει με σαφήνεια ποια είναι η σχέση της ρύθμισης της παραγράφου 4 περί αναβολής της δίκης λόγω αποχής δικηγόρων με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου υποχρέωση του Δικαστηρίου να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής, προτού διατάξει την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, προκύπτουν δύο ερμηνευτικές εκδοχές από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, ήτοι είτε α) ότι στην ειδικότερη αυτή περίπτωση αποκλείεται η διακοπή της εκδίκασης και το Δικαστήριο υποχρεούται να χορηγήσει την αναβολή σε κάθε περίπτωση15, είτε β) ότι και στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο πρώτα θα διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής και, εφόσον υπάρχει αδυναμία για αυτήν, θα αναβάλλει την εκδίκαση, αιτιολογώντας ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του16. Ορθότερη κρίνεται η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή17, η οποία συνάδει καταρχάς με τον σκοπό της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ για την κατά το δυνατόν ταχύτερη εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων18, χωρίς να επέρχεται επιβάρυνση των δικαιωμάτων των διαδίκων (κατηγορουμένων και υποστηριζόντων την κατηγορία), οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να εκπροσωπηθούν από τους συνηγόρους της επιλογής τους στη μετά διακοπή δικάσιμο. Ο σκοπός αυτός αποτυπώνεται σαφώς στη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 349 που καθιερώνουν ως κανόνα τη διακοπή της συζήτησης, ενώ η αναβολή της προβλέπεται ως εξαίρεση, για την οποία το Δικαστήριο πρέπει να παραθέσει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η υιοθετούμενη ερμηνεία συνάδει και με τη συστηματική ερμηνεία της ρύθμισης της παραγράφου 4 και των υπολοίπων παραγράφων του άρθρου 349 ΚΠΔ, με τις οποίες η πρώτη βρίσκεται σε νοηματική αλληλουχία και σε σχέση με τις οποίες δεν εισάγει αυτοτελή ρύθμιση, αλλά εφαρμόζεται συνδυαστικά. Ειδικότερα: α) Η παράγραφος 4 προσδιορίζει μία συγκεκριμένη περίπτωση “ανωτέρας βίας”, από αυτές που προβλέπονται γενικά στην παράγραφο 1 και η συνδρομή των οποίων δεν επιτρέπει τη συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο. β) Εάν αναβληθεί η υπόθεση λόγω αποχής δικηγόρων κατά την παράγραφο 4, δεν αμφισβητείται ότι θα εφαρμοσθεί η παράγραφος 3 του άρθρου 349 ΚΠΔ περί μη κλήτευσης στην νέα ρητή δικάσιμο των παρόντων διαδίκων ή των προσώπων που ανήγγειλαν το κώλυμα του συνηγόρου για λογαριασμό απόντων διαδίκων. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι σε περίπτωση που υποβληθεί αίτημα αναβολής στο πρόσωπο ενός εκ των συνηγόρων των διαδίκων λόγω συμμετοχής του σε αποχή προκηρυχθείσα από τον Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο ανήκει, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διερευνήσει εάν υπάρχει δυνατότητα διακοπής της συζήτησης για άλλη δικάσιμο, στην οποία δεν θα υφίσταται το προβληθέν κώλυμα της αποχής, και, σε περίπτωση που αυτή η έρευνα αποβεί θετική να διακόψει τη συζήτηση για τη δικάσιμο εκείνη, άλλως να αναβάλλει τη συζήτηση κατ’ άρθρο 349 παρ. 4 ΚΠΔ.

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 349 παρ. 4 ΚΠΔ ουδέν αναφέρει σχετικά με τη δυνατότητα ή μη του ποινικού Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτημα αναβολής λόγω αποχής ενός εκ των συνηγόρων των διαδίκων, να εξετάσει παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της απόφασης περί αποχής. Με βάση τη διατύπωση της διάταξης θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι δεν καταλείπεται οποιοδήποτε περιθώριο εκτίμησης στο Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση περί αποχής του οικείου δικηγορικού συλλόγου και δεν έχει εξουσία να κρίνει την νομιμότητά της. Είναι, όμως, πράγματι έτσι; Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, αναγκαία είναι προηγουμένως η διερεύνηση της νομικής φύσης της αποχής των δικηγόρων και του “τεκμηρίου νομιμότητας” της αντίστοιχης απόφασης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.

3. Νομική προσέγγιση της αποχής δικηγόρων

3.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις

Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός – συλλειτουργός του θεσμού της δικαιοσύνης, ο οποίος ασκεί ελεύθερο επάγγελμα (όχι εμπορική δραστηριότητα), στο οποίο προέχει η σχέση εμπιστοσύνης και το οποίο έχει ως κύριο αντικείμενο την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του, από τον οποίο αυτός αμείβεται, ενώπιον κάθε δικαστηρίου, αρχής, υπηρεσίας ή εξωδικαστικού θεσμού19σχέση δικηγόρου και εντολέα του αποτελεί (κατά κανόνα20) σχέση έμμισθης εντολής, διεπόμενη από τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, εφαρμοζομένων συμπληρωματικά των διατάξεων περί εντολής, χωρίς να αποκλείεται και η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στο βαθμό που προσιδιάζουν21. Όπως διακηρύσσεται με σαφήνεια στα άρθρα 1 και 2 ν. 4194/201322, ο θεσμικός ρόλος των δικηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης σημαίνει ότι η συμμετοχή τους στην απονομή της είναι αναγκαίος όρος για τη λειτουργία της. Πράγματι, τόσο η πολιτική και η διοικητική δίκη κατά κανόνα23 όσο και η ποινική δίκη επί βαρυτέρων εγκλημάτων24 δεν επιτρέπεται να διεξαχθούν χωρίς τη συμμετοχή δικηγόρου, η έλλειψη της οποίας έχει ως συνέπεια είτε τη μη συμμετοχή του διαδίκου στην πολιτική και τη διοικητική δίκη είτε τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου στην ποινική δίκη.

Περαιτέρω, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σωματειακής μορφής, τα οποία δεν ανήκουν στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα ούτε εμπίπτουν στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης25. Ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν υπάγονται στις διατάξεις του νόμου 1264/1982 για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 τελ. εδαφίου του νόμου αυτού26, πλην όμως έχουν προδήλως τον χαρακτήρα τέτοιων οργανώσεων, υπό την έννοια του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού μεταξύ των αρμοδιοτήτων τους περιλαμβάνεται η διαφύλαξη και προαγωγή των συμφερόντων και δικαιωμάτων των μελών τους27, με συνέπεια να υπάγονται στο προστατευτικό πεδίο της εν λόγω συνταγματικής διάταξης. Συντονιστικό όργανο των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας αποτελεί η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος που συνιστά το ανώτατο αντιπροσωπευτικό όργανο των δικηγόρων της χώρας28. Έργο της Ολομέλειας αποτελεί ο συντονισμός της δραστηριότητας των Δικηγορικών Συλλόγων και η εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος συνολικά, στο εν λόγω δε έργο εμπίπτει και η μελέτη των προβλημάτων που αφορούν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και η προώθηση λύσεων29. Σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 3 ν. 4194/2013, η ανεξαρτησία και η αυτοτέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων δεν θίγονται από τη λειτουργία, τις προτάσεις και αποφάσεις της Ολομέλειας των Προέδρων, οι αποφάσεις της οποίας συνιστούν κατευθυντήριες γραμμές στη λήψη αποφάσεων από τα όργανα των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και αξιοποιούνται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους και την πραγμάτωση των σκοπών τους. Δηλαδή οι αποφάσεις της Ολομέλειας δεν συνιστούν αυτοδικαίως και αποφάσεις των επιμέρους Δικηγορικών Συλλόγων, τα αρμόδια όργανα των οποίων πρέπει να λάβουν απόφαση περί επικύρωσης κάθε απόφασης της Ολομέλειας, προκειμένου αυτή να καταστεί δεσμευτική για τα μέλη τους30.

3.2. Νομική φύση – συνταγματική κατοχύρωση της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους

Κατά την κρατούσα άποψη, η απόφαση δικηγορικού συλλόγου για την αποχή των μελών του από τα καθήκοντά τους συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθ’ ότι είναι πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συναπτόμενη προς την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους δικηγόρους, τους οποίους αφορά και οι οποίοι θα μπορούσαν, σε περίπτωση μη τήρησής της, να υποστούν, υπό προϋποθέσεις, κυρώσεις31. Ως εκτελεστή διοικητική πράξη η απόφαση περί αποχής προσβάλλεται (εφόσον δεν προβλέπεται στον νόμο η δημιουργία από αυτήν διοικητικής διαφοράς ουσίας) με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, ήτοι, κατά κανόνα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και 45 επ. του π.δ. 18/1989. Αντιθέτως, οι αποφάσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων δεν αποτελούν εκτελεστές πράξεις διοικητικής αρχής, με συνέπεια να προσβάλλονται απαραδέκτως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων32 .

Η αποχή των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους που προκηρύσσεται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για την επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της απεργίας, καθ’ ότι γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω διάταξη καταλαμβάνει αποκλειστικά τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας33. Η ενάσκηση του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων υπάγεται στη γενικότερη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος34, η οποία προστατεύει τη συνδικαλιστική ελευθερία και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτήν δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους εντός των ορίων που προβλέπει ο νόμος. Υπόκειται δηλαδή η εν λόγω ελευθερία στη γενική επιφύλαξη νόμου, ο οποίος είναι δυνατόν να προβλέπει συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για την άσκησή της35, πλην όμως οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και να μη θίγουν την ουσία ή τον πυρήνα του δικαιώματος36. Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, γίνεται, περαιτέρω, δεκτό37 ότι στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 89 παρ. 1, 90 περ. γ΄ και δ΄ του Κώδικα Δικηγόρων, συνιστούν νόμιμο μέσο δράσης των συλλόγων και δεν αντίκεινται, καταρχήν, στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικές διατάξεις. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι πάντοτε νόμιμες ή ότι δεν υπόκεινται σε περιορισμούς που συνάπτονται, κυρίως με τον θεμελιώδη ρόλο των δικηγόρων στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στη συνέχεια.

3.3. Το “τεκμήριο νομιμότητας” της απόφασης περί αποχής και η εξουσία του ποινικού δικαστηρίου να ελέγξει την νομιμότητά της

Η κρατούσα νομολογιακή θέση για τη φύση της απόφασης των δικηγορικών συλλόγων38 περί αποχής των δικηγόρων ως εκτελεστής διοικητικής πράξης δεν προσδιορίζει εάν αυτή συνιστά ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη. Η πρώτη εξ αυτών, ήτοι η ατομική διοικητική πράξη39 (καθώς και η ατομική πράξη γενικού περιεχομένου40) φέρει το “τεκμήριο νομιμότητας” από την έναρξη ισχύος της μέχρι την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη ή την παύση της ισχύος της με οποιονδήποτε τρόπο. Το εν λόγω “τεκμήριο”, το οποίο δεν προβλέπεται νομοθετικά αλλά έχει διαπλαστεί από την νομολογία, δεν συνδέεται με την απόδειξη κάποιων ισχυρισμών (κατά την κυριολεκτική σημασία του όρου), αλλά σημαίνει ότι η διοικητική πράξη παράγει όλα της τα έννομα αποτελέσματα, ανεξάρτητα από τυχόν πλημμέλειά της, μέχρι να ακυρωθεί ή να παύσει η ισχύς της με κάποιον νόμιμο τρόπο. Κατ’ εφαρμογήν του τεκμηρίου οι διοικητικές αρχές οφείλουν, κατ` αρχήν, να αναγνωρίζουν ως ισχυρές και να εφαρμόζουν τις πράξεις άλλων διοικητικών αρχών, οι οποίες φέρουν τα κατά νόμο γνωρίσματα εγκύρων πράξεων και δεν έχουν ανακληθεί από την αρμόδια διοικητική αρχή ή ακυρωθεί δικαστικώς41. Το τεκμήριο αυτό δεν εφαρμόζεται επί των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ήτοι επί των πράξεων με τις οποίες αναγνωρίζονται δικαιώματα ή επιβάλλονται υποχρεώσεις ή ρυθμίζονται καταστάσεις απροσώπως42. Μετά την πάροδο της προθεσμίας άσκησης της αίτησης ακύρωσης κατά των εκτελεστών διοικητικών πράξεων επιτρέπεται μόνο ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων αυτών, ατομικών και κανονιστικών. Στην περίπτωση αυτή τα διοικητικά δικαστήρια δύνανται να προβούν στον παρεμπίπτοντα έλεγχο κατά κανόνα μόνο των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπεται και ο έλεγχος από αυτά των ατομικών διοικητικών πράξεων43.

Ανεξάρτητα από τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της απόφασης των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής ως ατομικής ή ως κανονιστικής διοικητικής πράξης, η πάροδος της 60ήμερης προθεσμίας άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά αυτής44 από τα νομιμοποιούμενα προς τούτο πρόσωπα45 και η τυχόν δημιουργία του ως άνω “τεκμηρίου νομιμότητας” δεν περιορίζουν την εξουσία των ποινικών δικαστηρίων να ερευνήσουν αυτεπαγγέλτως46 την νομιμότητα της απόφασης αυτής ως εκτελεστής διοικητικής πράξης. Τα ποινικά δικαστήρια47 έχουν, σύμφωνα με τα άρθρα 60 παρ. 1 και 62 ΚΠΔ48 την εξουσία να εξετάσουν παρεμπιπτόντως49 κάθε ζήτημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένης της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά αυτής, χωρίς να εμποδίζονται στην έρευνα αυτήν από το τεκμήριο νομιμότητας50, εκτός αν είναι αναγκαία εκ του νόμου η έκδοση προηγούμενης απόφασης από το διοικητικό δικαστήριο51. Η κρίση του ποινικού δικαστηρίου επί των ανακυπτόντων ενώπιόν του ζητημάτων διοικητικής φύσης δεν επηρεάζει την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που ενδεχομένως θα κρίνει επί του κύρους της διοικητικής απόφασης. Τυχόν εκδοθείσα απόφαση διοικητικού δικαστηρίου επί του κρινομένου ζητήματος διοικητικής φύσης δεν δεσμεύει52 το ποινικό δικαστήριο, ακόμη και αν έχει την ισχύ δεδικασμένου κατ’ άρθρο 197 ΚΔΔ, αλλά εκτιμάται ελευθέρως από αυτό μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα53, όπως αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 62 ΚΠΔ. Είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν δεσμεύεται το ποινικό δικαστήριο από την εκδοθείσα απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου επί του ζητήματος διοικητικής φύσης, πολύ περισσότερο δεν δεσμεύεται όταν δεν έχει εκδοθεί τέτοια απόφαση, αλλά απλώς έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της διοικητικής πράξης, από την οποία προκύπτει το ζήτημα διοικητικής φύσης.

Η νομιμότητα μίας συγκεκριμένης απόφασης δικηγορικού συλλόγου περί αποχής των μελών του από τα καθήκοντά τους αποτελεί ζήτημα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, αφού αφορά στο κύρος συγκεκριμένης εκτελεστής διοικητικής πράξης. Το ζήτημα αυτό επηρεάζει αυτονόητα την ποινική δίκη, καθ’ ότι, εφόσον πρόκειται για νόμιμη απόφαση περί αποχής και υποβληθεί σχετικό αίτημα αναβολής, το ποινικό δικαστήριο υποχρεούται να διακόψει ή να αναβάλλει τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Δεν προβλέπεται στον νόμο ότι για την παρεμπίπτουσα εξέταση του ζητήματος της νομιμότητας της απόφασης περί αποχής από το ποινικό δικαστήριο απαιτείται η έκδοση προηγούμενης απόφασης από το διοικητικό δικαστήριο. Συνεπώς, συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις των άρθρων 60 παρ. 1 και 62 ΚΠΔ για τη δυνατότητα παρεμπίπτουσας εξέτασης από τα ποινικά δικαστήρια της νομιμότητας της απόφασης αυτής. Δεν προκύπτει, εξάλλου, ότι σκοπός του νομοθέτη με τη θέσπιση του άρθρου 349 παρ. 4 ΚΠΔ (και των αντιστοίχου περιεχομένου ρυθμίσεων που προϋπήρξαν) ήταν η εισαγωγή διαφορετικής ρύθμισης ως προς την εξουσία του ποινικού Δικαστηρίου να εξετάζει ζητήματα διοικητικής φύσης που επηρεάζουν την ποινική δίκη σε σχέση με τον κανόνα των άρθρων 60 και 62 ΚΠΔ. Αντιθέτως η συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 60, 62 και 349 ΚΠολΔ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και στην υπό κρίση περίπτωση της υποβολής αιτήματος αναβολής λόγω αποχής δικηγόρων το ποινικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να ερευνά την νομιμότητα της απόφασης περί αποχής, νοούμενης ως εκτελεστής διοικητικής πράξης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ποινικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το ως άνω “τεκμήριο νομιμότητας” της απόφασης περί αποχής των δικηγόρων σε περίπτωση που δεν έχει προσβληθεί αυτή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, έχει δε την εξουσία να προβεί, παρεμπιπτόντως, σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης. Ο έλεγχος αυτός είναι δυνατόν να περιλαμβάνει, καταρχάς, ζητήματα τυπικής νομιμότητας των αποφάσεων των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής, όπως, για παράδειγμα, της τήρησης των εφαρμοστέων διατάξεων για τον τρόπο συγκρότησης του οργάνου που έλαβε την απόφαση, την ύπαρξη απαρτίας ή επαρκούς πλειοψηφίας για τη λήψη απόφασης κ.ο.κ., πλην όμως στην πράξη δυσχερώς θα μπορούσαν να ανακύψουν τέτοια ζητήματα στην ποινική δίκη στο πλαίσιο της εξέτασης ενός υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της συζήτησης. Από την άλλη, η ουσιαστική νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων, όταν προδήλως αντίκεινται σε νομοθετικές ή συνταγματικές διατάξεις ή διατάξεις της ΕΣΔΑ ή υπερβαίνουν σαφώς τα όρια που τίθενται από αυτές, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι υφίσταται παγιωμένη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύναται ευχερέστερα να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας από το ποινικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αντίστοιχο αίτημα αναβολής.

4. Οριοθέτηση του δικαιώματος αποχής

4.1. Αποφάσεις περί αποχής που αντίκεινται ευθέως στον νόμο

Ο νομοθέτης θα μπορούσε να θεσπίσει ειδικότερες ρυθμίσεις σχετικά με τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής, αφού κάθε τέτοια απόφαση συνιστά μέσο ενάσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικηγόρων και ως τέτοιο υπάγεται στη γενική επιφύλαξη του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος. Εν αντιθέσει με τους όρους και τις προϋποθέσεις κήρυξης απεργίας από τους εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, για τους οποίους υφίσταται συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση στα άρθρα 19 επ. ν. 1264/1982, δεν υφίσταται αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη για την ενάσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας των ελευθέρων επαγγελματιών και εν προκειμένω των δικηγόρων54. Μία ανάλογη νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον καθορισμό του αρμοδίου οργάνου και της απαιτούμενης πλειοψηφίας και απαρτίας για τη λήψη απόφασης περί αποχής από κάθε Σύλλογο, την υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης της αποχής εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, τον καθορισμό συγκεκριμένων υποθέσεων επείγοντος χαρακτήρα που δεν είναι δυνατόν να καταλαμβάνονται από αυτήν, την πρόβλεψη ειδικότερα για τις ποινικές δίκες ότι δεν επιτρέπεται η αποχή να καταλαμβάνει πράξεις, από τον φερόμενο χρόνο τέλεσης των οποίων έχει παρέλθει ιδιαιτέρως μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με την εύλογη διάρκεια της δίκης (η οποία δεν συναρτάται με την προθεσμία παραγραφής)55 κ.α.

Ανεξάρτητα από την ανυπαρξία νομοθετικού πλαισίου σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος αποχής από τους Δικηγορικούς Συλλόγους, ο σύννομος χαρακτήρας των αποφάσεων αυτών προϋποθέτει αυτονόητα τη μη αντίθεσή τους στον νόμο, νοούμενο εν ευρεία εννοία, κατ’ άρθρο 1 ΑΚ, ως κάθε γραπτή πράξη της Πολιτείας που θέτει κανόνα δικαίου και τίθεται σύμφωνα με καθορισμένη διαδικασία, περιλαμβανομένων και των συνταγματικών διατάξεων56. Η ισχύς του νόμου είναι, κατά κανόνα, καθολική και γενική, καταλαμβάνουσα το σύνολο των προσώπων που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, φυσικών και νομικών, ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου. Τα πρόσωπα αυτά υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις επιταγές του νόμου, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου57. Άλλωστε, όπως γίνεται δεκτό για κάθε ατομικό δικαίωμα, έτσι και για το υπό κρίση δικαίωμα αποχής, η προϋπόθεση της τήρησης του νόμου μπορεί να θεωρηθεί ως προσδιορισμός του περιεχομένου του, αφού η κατοχύρωση μίας ατομικής ελευθερίας δεν έχει την έννοια της πλήρους απαλλαγής από όλες τις νομοθετικές δεσμεύσεις58. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι – νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ακόμη και όταν ενεργούν για την προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους, δεν έχουν την αρμοδιότητα κατάργησης ή τροποποίησης διατάξεων νόμου που έχουν θεσπιστεί από τα όργανα της Πολιτείας, τα οποία προβλέπονται από το Σύνταγμα για την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, αποφάσεις Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής, οι οποίες προσκρούουν ευθέως σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, είναι δυνατόν να κριθούν μη νόμιμες εκ του λόγου αυτού. Η κρίση για την νομιμότητα της απόφασης περί αποχής ανήκει και στο ποινικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου αυτή ανακύπτει ως παρεμπίπτον ζήτημα κατά την εξέταση ενός υποβληθέντος αιτήματος αναβολής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.

4.1.1. Ειδικότερα, η αποχή στις συνεδριάσεις μετά από διακοπή

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης προκηρυχθείσας αποχής σε ρητή νομοθετική διάταξη αναγκαστικού δικαίου, το οποίο συναντάται ευρέως στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική, αποτελούν οι αποφάσεις των επιμέρους Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας για την επικύρωση της ισχύουσας από το 2006 απόφασης της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων σχετικά με την αποχή των δικηγόρων i) σε κάθε συζήτηση ποινικής υπόθεσης αρμοδιότητας Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου μετά από (μία) διακοπή και ii) σε κάθε συζήτηση ποινικής υπόθεσης αρμοδιότητας Εφετείου (τόσο ως προς τα πλημμελήματα, σε δεύτερο βαθμό, όσο και ως προς τα κακουργήματα, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό) μετά από δεύτερη διακοπή59. Οι αποφάσεις αυτές αντιβαίνουν ευθέως στην πρόβλεψη του άρθρου 349 παρ. 2 ΚΠΔ (για την οποία έγινε αναλυτικά λόγος παραπάνω) περί υποχρέωσης του Δικαστηρίου να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της συζήτησης σε κάθε περίπτωση που αναφανεί λόγος ανωτέρας βίας που καθιστά αδύνατη την εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 3 ΚΠΔ περί δυνατότητας του Εφετείου να διατάξει μία ή περισσότερες φορές τη διακοπή της συνεδρίασης για ανυπέρβλητο κώλυμα που παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία. Οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαστικού δικαίου, καθ’ ότι η τήρησή τους είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εφαρμογή τους από τη βούληση των διαδίκων. Στην πράξη η συχνότατη επίκληση των εν λόγω αποφάσεων περί αποχής από τους συνηγόρους και η, ένεκα αυτών, αναβολή της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων στη μετά διακοπή δικάσιμο, έχει καταστήσει ουσιαστικά κενό γράμμα την πρόβλεψη του άρθρου 349 παρ. 2 ΚΠΔ περί διακοπής, αλλά και αυτήν του άρθρου 375 παρ. 3 ΚΠΔ περί δυνατότητας δεύτερης διακοπής στο Εφετείο. Ιδίως στις υποθέσεις πλημμεληματικού χαρακτήρα, η επίκληση των εν λόγω αποφάσεων καταλήγει στον αποκλεισμό της δυνατότητας του ποινικού δικαστηρίου να διακόψει τη συζήτηση της υπόθεσης για να αντιμετωπισθεί, π.χ. το κώλυμα του συνηγόρου να εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο λόγω έτερης επαγγελματικής του υποχρέωσης ή η ασθένεια του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου. Το ζήτημα δεν έχει απασχολήσει την νομολογία του ΣτΕ, ενώ οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου που έχουν εξετάσει την νομιμότητα των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων της ουσίας που απέρριψαν συναφή αιτήματα αναβολής, δεν ασχολήθηκαν καθόλου με την ευθεία αντίθεση των αποφάσεων περί αποχής στη μετά διακοπή δικάσιμο στο γράμμα του άρθρου 349 ΚΠΔ και με τις συνέπειες της αντίθεσης αυτής.

Πρέπει να επισημανθεί ότι η απλή επίκληση των αποφάσεων της Ολομελείας των Δικηγορικών Συλλόγων από τον συνήγορο που υποβάλει αίτημα αναβολής λόγω αποχής δεν επαρκεί για τη θεμελίωση του λόγου αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ, εφόσον δεν έχει ληφθεί αντίστοιχη απόφαση επικύρωσης από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, αφού κάθε απόφαση της Ολομελείας παρέχει απλώς, όπως αναλύθηκε, κατευθυντήριες γραμμές στους επιμέρους Δικηγορικούς Συλλόγους και καθίσταται δεσμευτική για τα μέλη τους, μόνο εφόσον επικυρωθεί από τα αρμόδια όργανα των Συλλόγων. Περαιτέρω, ακόμη και αν έχει εκδοθεί σχετική απόφαση επικύρωσης από τους επιμέρους Δικηγορικούς Συλλόγους, το αίτημα περί αναβολής λόγω αποχής του συνηγόρου στη μετά διακοπή εκδίκαση της υπόθεσης στηρίζεται σε απόφαση περί αποχής που αντίκειται ευθέως στον νόμο, καθ’ ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει τη διακοπή της συζήτησης της υπόθεσης (σε περίπτωση που συντρέχει σπουδαίος λόγος που δεν επιτρέπει αυτήν κατά την ορισθείσα δικάσιμο) προβλέπεται ρητά σε αυτόν και ειδικότερα στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 349 παρ. 2 ΚΠΔ, αρμοδιότητα τροποποίησης ή κατάργησης της οποίας δεν διαθέτουν εκ του Συντάγματος οι κατά τόπους Δικηγορικοί Σύλλογοι.

4.1.2. Ειδικότερα, η αποχή στο πρόσωπο συγκεκριμένου Δικαστή

Είναι σχετικά πρόσφατο το φαινόμενο της λήψης αποφάσεων από επιμέρους Δικηγορικούς Συλλόγους για την αποχή των μελών τους από όλες τις συνεδριάσεις Δικαστηρίων της αντίστοιχης τοπικής περιφέρειας, στις οποίες μετέχει ορισμένος ή ορισμένοι δικαστικοί λειτουργοί. Με τις αποφάσεις αυτές60 εκδηλώνεται εκ μέρους των Δικηγορικών Συλλόγων η διαμαρτυρία ή η απόδοση μομφής σε συγκεκριμένους Δικαστές για φερόμενες πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η νομιμότητα των αποφάσεων αυτών δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο κρίσης από την νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων μας, χρήζει, ωστόσο, εξέτασης, δεδομένου ότι με την επίκλησή των αποφάσεων αυτών από τους παριστάμενους στα Δικαστήρια δικηγόρους και την αναβολή της συζήτησης για άλλη δικάσιμο (εφόσον γίνουν δεκτά τα υποβληθέντα συναφή αιτήματα αναβολής), επιτυγχάνεται η αποφυγή της εκδίκασης υποθέσεων από τον “φυσικό” δικαστή, ο οποίος έχει ορισθεί ως αρμόδιος κατά την προβλεπόμενη στον νόμο διαδικασία.

Η εν λόγω πρακτική δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο κανείς δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Την αρχή του “φυσικού” ή του “νόμιμου” δικαστή κατοχυρώνει και το άρθρο 47 εδ. β’ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης61, καθώς και το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της ΕΣΔΑ62. Ο νόμος63, στον οποίο αναφέρονται οι παραπάνω διατάξεις, πρέπει να προβλέπει τη δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα και τον τρόπο καθορισμού της σύνθεσης του δικαστηρίου (ποινικού, πολιτικού, διοικητικού) κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και με αντικειμενικά κριτήρια64. Ο σκοπός της διάταξης είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο χειραγώγησης των οργάνων της δικαιοσύνης και επηρεασμού του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων μέσω της επιλεκτικής τοποθέτησης των προσώπων που θα κρίνουν συγκεκριμένες υποθέσεις65. Από τη διατύπωση του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγματος δεν συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να επιλέγουν τη σύνθεση του δικαστηρίου που θα κρίνει την υπόθεσή τους, αποκλίνοντας από τις επιταγές των δημοσίας τάξης δικονομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τα σχετικά ζητήματα, εφόσον δεν προβλέπεται στον νόμο τέτοιο δικαίωμα επιλογής (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της παρέκτασης της τοπικής αρμοδιότητας και της υπαγωγής στη διαιτησία66). Αντιθέτως, τόσο στην πολιτική όσο και στην ποινική δίκη οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν το δικαστήριο ή συγκεκριμένα πρόσωπα που θα μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου, αφού αυτά καθορίζονται με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις67. Η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγματος δεν θεσπίζει μόνο ατομικό δικαίωμα αλλά και θεσμική εγγύηση – κανόνα λειτουργίας των δικαστηρίων, υπό την έννοια ότι ο καθορισμός της αρμοδιότητας και της σύνθεσης των δικαστηρίων με βάση κοινές για όλους γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις αποτρέπει την αυθαιρεσία και εξυπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία και απονομή της δικαιοσύνης68. Η συνταγματική απαγόρευση της στέρησης του φυσικού δικαστή απευθύνεται σε όλες τις κρατικές εξουσίες, περιλαμβανομένων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Για τους ως άνω λόγους αποφάσεις Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής από τη συζήτηση υποθέσεων, οι οποίες δικάζονται από σύνθεση ποινικού δικαστηρίου, στην οποία μετέχει συγκεκριμένος Δικαστής, αντίκεινται ευθέως τόσο στο άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων που ρυθμίζουν τη συγκρότηση των δικαστικών συνθέσεων.

4.2. Αποφάσεις περί αποχής που υπερβαίνουν τους περιορισμούς από τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ

Η προκήρυξη αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους αποτελεί ενάσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της συνδικαλιστικής τους ελευθερίας, η οποία, ακόμη και αν δεν αντιβαίνει ευθέως στον νόμο, δεν είναι απεριόριστη. Η οριοθέτηση της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος εκκινεί, σύμφωνα με την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας69, από τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος. Η τελευταία δεν νοείται να παραλύει σε ένα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, οι οποίοι συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργοί της. Είναι πρόδηλο και προκύπτει ευθέως από τις δικονομικές διατάξεις που προβλέπουν ή επιβάλλουν τη διά πληρεξουσίου δικηγόρου παράσταση των διαδίκων ενώπιον των Δικαστηρίων κάθε δικαιοδοσίας70 ότι η μη συμμετοχή των δικηγόρων λόγω αποχής από τις συνεδριάσεις των Δικαστηρίων καθιστά αδύνατη τη συζήτηση του συνόλου των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν τους. Η πλήρης διακοπή της δικαιοδοτικής λειτουργίας δυσχερώς συμβιβάζεται με την ύπαρξη ενός σύγχρονου Κράτους Δικαίου. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, έχει θεσπιστεί στο άρθρο 23 παρ. 2 εδ. γ’ του Συντάγματος η απαγόρευση της απεργίας με κάθε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς71. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια ότι η ενάσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικαστικών λειτουργών δεν είναι επιτρεπτό να έχει ως συνέπεια την αναστολή της λειτουργίας του θεσμού της Δικαιοσύνης, ενόψει της σημασίας του για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και τη λειτουργία του πολιτεύματος. Στο ίδιο αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι δυνατόν να καταλήγει και η αποχή των δικηγόρων από το έργο της εκπροσώπησης των εντολέων τους ενώπιον των Δικαστηρίων. Συνεπώς, προκύπτει η αναγκαιότητα καθορισμού ορίων ως προς την έκταση και τις συνέπειες της αποχής των δικηγόρων, ώστε να μην επέρχεται παράλυση της λειτουργίας των Δικαστηρίων.

Πέραν της ανάγκης προστασίας της θεσμικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης ως μίας από τις τρεις πολιτειακές εξουσίες κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος, περιορισμοί στο ασκούμενο με την αποχή δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικηγόρων είναι δυνατόν να συναχθούν ερμηνευτικά σε περίπτωση σύγκρουσής του με άλλα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Οι εν λόγω περιορισμοί θεμελιώνονται αφενός μεν στην ανάγκη αμοιβαίας οριοθέτησης (ή, κατά άλλες διατυπώσεις της συνταγματικής θεωρίας, πρακτικής εναρμόνισης72 ή στάθμισης73) των συγκρουόμενων δικαιωμάτων συνταγματικής περιωπής74, η οποία γίνεται κάθε φορά in concreto, ενόψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε περίπτωσης75, αφετέρου δε στην καταχρηστικότητα της άσκησης του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικηγόρων. Η επί του ζητήματος αυτού υφιστάμενη, ήδη από το έτος 1997, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας76 επικαλείται συγκεκριμένα (χωρίς να πρέπει η απαρίθμηση αυτή να θεωρείται αποκλειστική) τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες χρήζουν εγγύτερης εξέτασης σε σχέση με το υπό κρίση ζήτημα.

Καταρχάς, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και θεμελιώνει, από κοινού με το άρθρο 26, την υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το δικαίωμα αυτό, όπως και όλα τα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, δεσμεύει την κρατική εξουσία είτε αυτή ασκείται από το νομικό πρόσωπο του Κράτους είτε μέσω φορέων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου77, μεταξύ των οποίων και από Δικηγορικούς Συλλόγους. Η στέρηση από τους διαδίκους της δυνατότητας να ασκούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται στο Δικαστήριο μετά ή διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, σε περίπτωση αποχής των τελευταίων από τα καθήκοντά τους, ισοδυναμεί με αποκλεισμό της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και της παρεχόμενης από αυτήν προστασίας. Η εξαίρεση ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων επείγοντος χαρακτήρα (π.χ. στην πολιτική δίκη των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, στην ποινική δίκη των υποθέσεων που εκδικάζονται με τη διαδικασία του αυτοφώρου ή αυτών με κατηγορούμενο κρατούμενο) από το πλαίσιο της αποχής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθιστά συνταγματικώς επιτρεπτή, από άποψη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, τη μη άμεση ικανοποίηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας υπό την αναγκαία, ωστόσο, προϋπόθεση ότι η διάρκεια της προκηρυσσόμενης αποχής είναι βραχεία. Η δικαστική προστασία, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να παρέχεται σε χρόνο και με τρόπο που πράγματι εξασφαλίζει την απονομή της δικαιοσύνης, το οποίο, μεταξύ άλλων, προϋποθέτει την εντός ευλόγου χρόνου παροχή της δικαστικής προστασίας78. Η προκαλούμενη από την αναβολή της συζήτησης των υποθέσεων λόγω αποχής δικηγόρων καθυστέρηση των δικών, όταν παρατείνεται πέραν κάποιων ορίων που κρίνονται από τις περιστάσεις (κατά τα εκτιθέμενα στη συνέχεια), βαίνει αντίθετα προς την ως άνω αρχή και πρέπει να υπάγεται σε εύλογους περιορισμούς.

Περαιτέρω, οι υπό εξέταση αποφάσεις του ΣτΕ79 επικαλούνται τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε σχέση με το περιλαμβανόμενο στην έννοια της δίκαιης δίκης δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της εκλογής τους80, το οποίο (δικαίωμα) προσβάλλεται, όταν οι δικηγόροι απέχουν από όλα τα καθήκοντά τους. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αποχή των δικηγόρων συνιστά σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί κατά τον νόμο την αναβολή της δίκης, με συνέπεια στην πράξη σπανίως να στερείται κάποιος διάδικος τον συνήγορό του λόγω αποχής του τελευταίου, αφού η υπόθεση στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν συζητείται τελικά λόγω αναβολής, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η προκαλούμενη από την αποχή των δικηγόρων αδυναμία άσκησης οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης (κατά κανόνα στην πολιτική και διοικητική δίκη) και η καθυστέρηση στην εκδίκαση του συνόλου των υποθέσεων κάθε δικαιοδοσίας, εφόσον παρατείνονται χρονικά επί μακρόν, προσβάλλουν το, περιλαμβανόμενο στην έννοια της δίκαιης δίκης, δικαίωμα κάθε προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του εντός λογικής προθεσμίας81 είτε επί αμφισβήτησης αστικής φύσεως είτε επί κατηγορίας ποινικής φύσεως, ήτοι το δικαίωμα στην εύλογη διάρκεια της δίκης. Το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ θεμελιώνει την υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να οργανώσουν τα νομικά τους συστήματα, κατά τρόπο ώστε να συμμορφώνονται ουσιαστικά και αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της Σύμβασης, μεταξύ άλλων, και ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου82, ειδικότερα δε στην ποινική δίκη να εξασφαλίσουν σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να επιτύχει μία τελεσίδικη απόφαση επί μίας αμφισβήτησης ποινικής φύσεως μέσα σε λογική προθεσμία83. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διαδικασίας εκτιμάται σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης και λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που έχουν καθιερωθεί από την νομολογία του ΕΔΔΑ, και ειδικότερα της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και εκείνης των αρμοδίων αρχών84. Μεταξύ άλλων λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός της κήρυξης αποχής δικηγόρων, για την οποία δεν μπορεί μεν να θεωρηθεί υπεύθυνο το συμβαλλόμενο κράτος, πλην όμως υποχρεούται να λάβει μέτρα για να μειώσει τις επιπτώσεις κάθε καθυστέρησης που θα προκληθεί από αυτήν85. Συνακόλουθα, προκύπτει η αναγκαιότητα περιστολής της δυνατότητας καθυστέρησης της ποινικής (αλλά και κάθε άλλης) δίκης λόγω της αποχής των δικηγόρων από το έργο τους.

Το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στο οποίο υπάγεται και η οικονομική και η επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων. Η απόφαση περί αποχής προδήλως περιστέλλει την ελευθερία του δικηγόρου να ασκεί το επάγγελμά του, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα επιλογής του είδους, του τόπου, του χρόνου και του τρόπου άσκησης της απασχόλησης του δικηγόρου ως ελεύθερου επαγγελματία86. Σημειωτέον ότι η απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας και, συνακόλουθα, η ενάσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου προϋποθέτει την εγγραφή σε Δικηγορικό Σύλλογο κατ’ άρθρο 4 περ. δ’ ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), με συνέπεια να μην υπάρχει δυνατότητα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από πρόσωπο μη εγγραφέν σε Δικηγορικό Σύλλογο και μη δεσμευόμενο, καταρχήν, από τις αποφάσεις αυτού. Όπως όλοι οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, έτσι και οι περιορισμοί στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ανεξαρτήτως από την προέλευση και τη νομική θεμελίωσή τους, υπάγονται στην αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 τελ. εδάφιο του Συντάγματος. Ο έλεγχος της τήρησης της αρχής γίνεται, ως γνωστόν, σε στάδια, εξεταζόμενης, κατά σειρά, της καταλληλότητας/προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της stricto sensu αναλογικότητας του περιορισμού87. Εν προκειμένω, εάν προκύπτει η υπέρμετρη δέσμευση του δικαιώματος ελεύθερης άσκησης επαγγέλματος του δικηγόρου λόγω της ενάσκησης από τα μέλη του Δικηγορικού του Συλλόγου του δικαιώματος συνδικαλιστικής ελευθερίας μέσω της αποχής, συντρέχει περίπτωση παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συνεπάγεται τη μη παραγωγή εννόμων συνεπειών από την απόφαση περί αποχής, τουλάχιστον ως προς τον περιορισμό του δικαιώματος επαγγελματικής ελευθερίας του δικηγόρου. Περίπτωση τέτοιας υπέρμετρης δέσμευσης θα συντρέχει, συνήθως, όταν η αποχή έχει υπερβολικά μεγάλη διάρκεια, όπως εκτίθεται αναλυτικά στη συνέχεια.

Το ΣτΕ επικαλείται, τέλος, για τη θεμελίωση των περιορισμών που εντοπίζει, την αρχή της αναλογικότητας και την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3 αντιστοίχως του άρθρου 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος88. Για την αρχή της αναλογικότητας που πρέπει να διέπει τους περιορισμούς, οι οποίοι μπορούν να επιβληθούν στα προστατευόμενα από το Σύνταγμα δικαιώματα, έγινε ήδη λόγος. Η κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 25 απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η ενάσκηση του συνταγματικού δικαιώματος για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο έχει θεσπισθεί89. Καταχρηστική με την έννοια αυτή είναι δυνατόν να θεωρηθεί η απόφαση περί αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, όταν δεν συνέχεται με την επιδίωξη επαγγελματικών, οικονομικών, συνδικαλιστικών ή άλλων συμφερόντων του κλάδου τους, αλλά με αυτήν επιδιώκεται άλλος σκοπός, ο οποίος υπερβαίνει τον προστατευτικό σκοπό του νομοθέτη.

Το αρμόδιο Δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για την νομιμότητα αποφάσεων περί αποχής που δεν αντίκεινται ευθέως στον νόμο (είτε η νομιμότητα αυτή αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δίκης είτε αντικείμενο παρεμπίπτουσας κρίσης), έχει την εξουσία να εξετάσει, με βάση τα πραγματικά περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, εάν έχει λάβει χώρα υπέρβαση των επιβαλλόμενων περιορισμών που καθιστά την απόφαση περί αποχής μη νόμιμη. Πρόκειται για έλεγχο υπέρβασης ορίων, κατά τον οποίο το Δικαστήριο σταθμίζει, αφενός τους λόγους προκήρυξης της αποχής και την έκταση (με κριτήριο το εύρος και τη σημασία των κατηγοριών υποθέσεων τις οποίες αφορά η αποχή) και το είδος των πράξεων που επιτρέπεται να διενεργούνται από τους δικηγόρους κατά τη διάρκεια αυτής, αφετέρου τα προσβαλλόμενα από αυτήν δικαιώματα και συμφέροντα των θιγομένων90. Ενόψει της περιπτωσιολογικής προσέγγισης, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εξαντλητική εκ των προτέρων παράθεση των περιορισμών αυτών, αξίζει, ωστόσο, να αναφερθούν ορισμένοι που έχουν επισημανθεί από την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας91. Ειδικότερα, η πλέον πρόσφατη επί του ζητήματος απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ με αριθμό 1466/2016 απαριθμεί τους ακόλουθους περιορισμούς: α) Την αναγκαιότητα διασφάλισης της δυνατότητας διενέργειας των αναγκαίων (διαδικαστικών και λοιπών) πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής. Δεν προσδιορίζεται ποιες είναι οι πράξεις αυτές, είναι δυνατόν ωστόσο να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα, μη επιδεχόμενες αναβολή ή καθυστέρηση. Τέτοιες πράξεις στην ποινική δίκη θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι αυτές που σχετίζονται με την ποινική μεταχείριση κατηγορουμένων που κρατούνται, τη διασφάλιση των αποδεικτικών μέσων, την αποτροπή του κινδύνου φυγής ή της τέλεσης νέων εγκλημάτων. β) Την πρόβλεψη εύλογου χρόνου μεταξύ κήρυξης και πραγματοποίησης της αποχής. Στην πράξη οι αποφάσεις περί κήρυξης αποχής συνήθως λαμβάνονται λίγες ημέρες πριν την έναρξή της. γ) Την τήρηση της υποχρέωσης άμεσης γνωστοποίησης στις Αρχές (Δικαστήρια, Υπουργείο Δικαιοσύνης κ.ά.) αλλά και δημοσιοποίησης της απόφασης κατά τρόπο πρόσφορο εξασφαλίζοντα γνώση της αποχής από το ευρύτερο κοινό. Η δημοσιοποίηση των σχετικών αποφάσεων των Δικηγορικών Συλλόγων στο διαδίκτυο, μέσω της ιστοσελίδας τους, κατά κανόνα θα είναι επαρκής για τη γνωστοποίησή της στο ευρύτερο κοινό. δ) Τη μη δεσμευτική φύση της απόφασης περί αποχής, υπό την έννοια ότι η μη τήρησή της δεν μπορεί να συνεπάγεται, καθ’ εαυτή, πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που τυχόν δεν συμμορφώνονται, ζήτημα για το οποίο γίνεται ειδικότερα λόγος παρακάτω. ε) Τον χρόνο διάρκειας της αποχής που πρέπει να είναι όχι μόνον ορισμένος αλλά και βραχύς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη συνέχεια.

4.2.1. Ειδικότερα, τα όρια ως προς τη διάρκεια της αποχής

Ο σημαντικότερος, από άποψη πρακτικής σπουδαιότητας, περιορισμός που τίθεται από την νομολογία του ΣτΕ92 όσον αφορά στην ενάσκηση του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων αφορά στον χρόνο διάρκειας της αποχής, ο οποίος πρέπει να είναι βραχύς93. Για την εκτίμηση του βραχέος ή μη του χρόνου αυτού συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα που καθορίζει η τελικώς προσβαλλόμενη απόφαση και τα χρονικά διαστήματα αποχής που έχουν ήδη παρέλθει βάσει προγενέστερων, ομοίου περιεχομένου, διαδοχικών αποφάσεων του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου – ανεξάρτητα αν η έναρξη της επόμενης αποχής συμπίπτει με τη λήξη της προηγούμενης – με αποτέλεσμα κάθε προηγούμενη απόφαση περί κήρυξης ή συνέχισης της αποχής, παρότι έχει λήξει η ισχύς της, να καταλείπει έννομες συνέπειες στις επόμενες αποφάσεις. Ο χρόνος διάρκειας της αποχής ελέγχεται ακυρωτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, ασκώντας έλεγχο ορίων, σταθμίζει αφενός τους λόγους που οδήγησαν στην κήρυξη της αποχής, αφετέρου την έκταση (με κριτήριο το εύρος και τη σημασία των κατηγοριών υποθέσεων τις οποίες αφορά η αποχή) και το είδος των πράξεων που επιτρέπεται να διενεργούνται από τους δικηγόρους κατά τη διάρκεια της αποχής, καθώς και τα δικαιώματα και συμφέροντα των θιγομένων (συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) από την απόφαση περί αποχής. Το όριο για την επιτρεπόμενη χρονική έκταση της αποχής κρίνεται μεν κατά περίπτωση, είναι δυνατόν, ωστόσο, να συναχθεί από τις επί του ζητήματος εκδοθείσες αποφάσεις του ΣτΕ94 ότι η διάρκεια της αποχής που είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων μηνών υπερβαίνει, σε κάθε περίπτωση, τον ως άνω βραχύ χρόνο. Οπωσδήποτε, δε, συντρέχει υπέρβαση των ορίων που τίθενται από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, όταν η απόφαση περί αποχής έχει αόριστη διάρκεια95 . Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι αποφάσεις περί αποχής που έχουν εξ αρχής αόριστη διάρκεια96 ή έχουν αρχικά ορισμένη και σύντομη διάρκεια, αλλά λόγω ανανέωσης αυτής με διαδοχικές αποφάσεις του οικείου δικηγορικού συλλόγου καταλήγουν να εκτείνονται σε υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, αντίκεινται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ που μνημονεύει η ίδια νομολογία.

5. Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων περί αποχής για τους δικηγόρους που παρίστανται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων

Οι παραπάνω αναπτύξεις σχετικά με τους περιορισμούς στο δικαίωμα αποχής των δικηγόρων και τη δυνατότητα των ποινικών δικαστηρίων να εξετάσουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα των αποφάσεων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής, κατά την υποβολή σχετικών αιτημάτων αναβολής της δίκης, οδηγούν αναπότρεπτα στο ζήτημα της δεσμευτικότητας των αποφάσεων περί αποχής για τους δικηγόρους που παρίστανται στην ποινική δίκη, όταν το ποινικό Δικαστήριο απορρίπτει το συναφές αίτημα αναβολής για οποιονδήποτε λόγο. Η θέση ότι και στην περίπτωση αυτήν οι δικηγόροι έχουν υποχρέωση να συμμορφωθούν με την απόφαση περί αποχής, υποκείμενοι διαφορετικά σε πειθαρχικές κυρώσεις από τον Δικηγορικό τους Σύλλογο, συνεπάγεται τη δημιουργία σοβαρών προσκομμάτων στην ομαλή πρόοδο και διεξαγωγή της ποινικής δίκης αλλά και τη διακινδύνευση του δικαιώματος των διαδίκων να παρίστανται στο Δικαστήριο με το συνήγορό τους που κατοχυρώνεται στο 6 παρ. 3 περ. γ’ ΕΣΔΑ, 47 εδ. γ’ ΧΘΔΕΕ και το άρθρο 89 ΚΠΔ. Αντίθετα, η θέση ότι οι συνήγοροι δεν δεσμεύονται από την απόφαση περί αποχής, όταν το ποινικό δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα αναβολής λόγω αυτής, και δύνανται να παρασταθούν για να εκπροσωπήσουν τους εντολείς τους, χωρίς να υπάγονται σε πειθαρχικές κυρώσεις, διασφαλίζει τόσο το δικαίωμα των διαδίκων σε συνήγορο όσο και την ομαλή και άνευ καθυστέρησης διεξαγωγή της δίκης, αφού μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αυτοί δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να υποπίπτουν σε πειθαρχικό παράπτωμα, ενώ δεν συντρέχει κάποιο κώλυμα στο πρόσωπό τους που να εμποδίζει τη συζήτηση της υπόθεσης. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η δεσμευτικότητα ή μη για τον συνήγορο της απόφασης περί αποχής, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αναβολής, συνδέεται με θεμελιώδους σημασίας συνέπειες για την ποινική δίκη και πρέπει να τύχει εγγύτερης προσέγγισης, με σημείο εκκίνησης αυτής το δικαίωμα της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας.

Γίνεται δεκτό ότι η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα του ατόμου να απέχει από τη συλλογική οργάνωση και δράση97, δεν εμπεριέχεται στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά απορρέει από το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι του άρθρου 12 του Συντάγματος98. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία ως δικαίωμα μη συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με συνέπεια οι περιορισμοί σε αυτό να πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου, ήτοι να προβλέπονται στον νόμο, να επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς που προβλέπονται ρητώς στη διάταξη (εθνική και δημόσια ασφάλεια, διασφάλιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, προστασία υγείας και ηθικής, προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων) και να αποτελούν αναγκαίο μέτρο σε μία δημοκρατική κοινωνία99. Στην πράξη η ανάγκη προστασίας της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας ανακύπτει κυρίως επί προσβολών της από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις100. Για το δικαίωμα της απεργίας που, όπως προαναφέρθηκε, ανάγεται στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, αμφισβητείται η νομιμότητα της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων εκ μέρους της συνδικαλιστικής οργάνωσης στους μισθωτούς που δεν συμμορφώνονται στην απόφαση περί απεργίας101. Ανεξάρτητα από την υιοθετούμενη θέση ως προς το ζήτημα αυτό, αυτονόητη προϋπόθεση για τη δεσμευτικότητα της απόφασης περί απεργίας έναντι των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης που την κηρύσσει είναι ότι αυτή είναι νόμιμη, αφού μία απόφαση που δεν στηρίζεται στον νόμο δεν παράγει έννομες συνέπειες ούτε δεσμευτικότητα για τα μέλη της. Την αρμοδιότητα για την κρίση περί της νομιμότητας μίας απεργίας έχει, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 4 ν. 1264/1982, το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχει κηρύξει την απεργία. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μία απεργία που αντίκειται καταφανώς σε διατάξεις του νόμου102 ή του Συντάγματος103 καθίσταται νόμιμη σε περίπτωση που δεν προσβληθεί η νομιμότητά της ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου104, καθ’ ότι αυτή (η νομιμότητα) δύναται να ερευνηθεί παρεμπιπτόντως από κάθε Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα, εφόσον δεν έχει κριθεί με ισχύ δεδικασμένου. Το τελευταίο θα συμβεί, για παράδειγμα, στην περίπτωση που εργαζόμενος, στον οποίο επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις από την συνδικαλιστική του οργάνωση λόγω μη συμμετοχής του σε προκηρυχθείσα απεργία, προσφύγει δικαστικώς κατά της πειθαρχικής απόφασης.

Οι ως άνω παραδοχές σχετικά με το δικαίωμα απεργίας ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση, κατά την οποία, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής λόγω αποχής των δικηγόρων, ο συνήγορος παρασταθεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, μη συμμορφούμενος με την απόφαση περί αποχής, η νομιμότητα της οποίας δεν έχει κριθεί με ισχύ δεδικασμένου από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο: Εάν για τον λόγο αυτόν υποβληθεί σε πειθαρχικές κυρώσεις από τον Δικηγορικό του Σύλλογο και προσφύγει κατά της σχετικής απόφασης ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, τα τελευταία έχουν την εξουσία παρεμπίπτουσας έρευνας της νομιμότητας της απόφασης περί αποχής, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων, και το σκεπτικό της απόφασης του ποινικού Δικαστηρίου περί απόρριψης του αιτήματος αναβολής.

Περαιτέρω, πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο σημαντικές ιδιαιτερότητες που διαφοροποιούν ουσιωδώς τους δικηγόρους, οι οποίοι απέχουν από τα καθήκοντά τους, από τους εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας που απεργούν: Πρώτον, οι δικηγόροι είναι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης και η συμμετοχή τους στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών, έχουν δε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και καθήκον (άρθρο 1 παρ. 2 ν. 4194/2013) να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται τους εντολείς τους ενώπιον κάθε Δικαστηρίου. Δεύτερον, οι δικηγόροι είναι υποχρεωμένοι εκ του νόμου να είναι εγγεγραμμένοι σε έναν από τους Δικηγορικούς Συλλόγους του Κράτους (άρθρο 4 περ. δ, 9, 87 ν. 4194/2013), προκειμένου να έχουν τη δικηγορική ιδιότητα και να ασκούν το επάγγελμά τους. Σε περίπτωση διαφωνίας τους αναφορικά με την τήρηση συγκεκριμένης απόφασης του Συλλόγου τους, δεν έχουν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από αυτόν και να εξακολουθήσουν να ασκούν το επάγγελμά τους άνευ σημαντικής επιβάρυνσης και υπό τους ίδιους όρους, με τους οποίους το ασκούσαν προηγουμένως, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η εγγραφή ενός δικηγόρου σε περισσότερους από έναν Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας, ενώ αυτός υποχρεούται να διατηρεί έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου, όπου είναι διορισμένος105. Η δε μετάθεση του δικηγόρου σε άλλο Δικηγορικό Σύλλογο κατόπιν αίτησής του ή η παραίτησή του από τον μέχρι πρότινος Σύλλογό του και ο διορισμός του σε άλλον προϋποθέτουν (πέραν της λειτουργίας γραφείου στην περιφέρεια άλλου Πρωτοδικείου, η οποία είναι προδήλως δυσχερής, συνεπάγεται πολλαπλά κόστη, οικονομικά, προσωπικά, οικογενειακά κ.α., και θέτει σε κίνδυνο την κατακτηθείσα επαγγελματική αναγνωρισιμότητα του δικηγόρου σε επίπεδο Πρωτοδικείου) την τήρηση συγκεκριμένων διατυπώσεων και την έκδοση απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης106.

Κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και όσες αποφάσεις του Αρείου Πάγου έχουν ασχοληθεί με το υπό εξέταση ζήτημα107, η παραβίαση της απόφασης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου περί αποχής δεν δύναται να γεννά πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου. Τούτο αφορά κάθε περίπτωση διενέργειας διαδικαστικής πράξης εκ μέρους του δικηγόρου κατά τη διάρκεια της αποχής, ήτοι σε κάθε δικαιοδοσία και ανεξάρτητα από το εάν έχει προηγηθεί απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο υποβάλλεται σχετικό αίτημα αναβολής, περί απόρριψης του αιτήματος αυτού. Αν και οι σχετικές αποφάσεις δεν παραθέτουν αναλυτική αιτιολογία, είναι δυνατόν να συναχθεί, με βάση το σκεπτικό τους, ότι στηρίζονται, ως προς το συγκεκριμένο συμπέρασμα, κατά κύριο λόγο, στην ιδιαίτερη θέση του δικηγόρου στη λειτουργία της δικαιοσύνης και στο δικαίωμα των διαδίκων να εκπροσωπούνται από συνήγορο ενώπιον των Δικαστηρίων. Συνεπώς, με βάση τη νομολογία αυτήν, δεν δημιουργείται πειθαρχική ευθύνη των δικηγόρων από την παράστασή τους ενώπιον των δικαστηρίων κατά τη διάρκεια προκηρυχθείσας αποχής, ενδεχόμενη δε απόφαση περί πειθαρχικής τους καταδίκης για τον λόγο αυτόν από τον Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο ανήκουν, θα αντίκειται στην ως άνω σαφή θέση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου108.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η δημιουργία πειθαρχικής ευθύνης για τον δικηγόρο που επιλέγει να παρασταθεί ενώπιον Δικαστηρίου και εν γένει να διενεργήσει διαδικαστικές πράξεις παρά την κήρυξη της αποχής συνιστά πρόδηλο περιορισμό στην επαγγελματική του ελευθερία και, συνακόλουθα, στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του109, η νομιμότητα του οποίου εξαρτάται από τη μη παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αδυναμία ενάσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου εκτός Δικηγορικών Συλλόγων και οι αντικειμενικές δυσχέρειες που θα αντιμετωπίσει, εφόσον επιδιώξει να υπαχθεί σε άλλον Σύλλογο, αποτελούν συνεκτιμητέες παραμέτρους, ιδιαίτερης βαρύτητας, κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας του εν λόγω περιορισμού από κάθε όργανο, πειθαρχικό ή δικαστικό, το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει για το ζήτημα της απόδοσης πειθαρχικών ευθυνών. Υπάρχει δε ένα επιπρόσθετο δεδομένο που πρέπει να ληφθεί υπόψη αναφορικά με την πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου στην ειδικότερη περίπτωση που αυτός επιλέξει να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά την απόρριψη του υποβληθέντος από τον ίδιο αιτήματος αναβολής λόγω της αποχής. Εν προκειμένω, υφίσταται προφανής περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων του δικηγόρου, ήτοι του καθήκοντος εκπροσώπησης του εντολέα του που προβλέπεται στον νόμο (άρθρο 1 παρ. 2, 36 παρ. 1 ν. 4194/2013) και της υποχρέωσης τήρησης των αποφάσεων του Συλλόγου, στον οποίο ανήκει. Η σύγκρουση αυτή κατά κανόνα θα αίρει το πειθαρχικό άδικο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή όσων γίνονται δεκτά στην ποινική δίκη (άρθρο 20 ΠΚ), αφού πρόκειται για εκπλήρωση νόμιμου καθήκοντος. Εξάλλου, η ίδια περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί, εφόσον συντρέχει ο κίνδυνος εκδίκασης του εντολέα του συνηγόρου ερήμην ή άνευ συνηγόρου, ως κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο (κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ), καθ‘ ότι η εκδίκαση αυτή δημιουργεί κίνδυνο παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα για τον εντολέα που απειλεί προσβολή σημαντικά ανώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα για αυτόν από τις τυχόν συνέπειες της συγκεκριμένης παράβασης της απόφασης περί αποχής.

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της σαφούς νομολογίας του ΣτΕ και ανεξάρτητα από το ζήτημα της νομιμότητας της απόφασης του αρμοδίου Δικηγορικού Συλλόγου περί αποχής (ο τυχόν προδήλως παράνομος χαρακτήρας της οποίας θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποκλείει καταρχήν κάθε πειθαρχική ευθύνη για μη τήρηση αυτής), είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι στην ειδικότερη περίπτωση, κατά την οποία ένας δικηγόρος παρασταθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μετά την απόρριψη από το τελευταίο του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής λόγω αποχής δικηγόρων, δεν θεμελιώνεται στον νόμο η πειθαρχική του ευθύνη για την παράσταση αυτή λόγω παράβασης της σχετικής απόφασης του Δικηγορικού Συλλόγου, στον οποίο υπάγεται. Εξυπακούεται ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου, όταν η απόφαση που φέρεται να παραβίασε έχει μεν εκδοθεί από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων αλλά δεν έχει επικυρωθεί από τον Σύλλογό του, αφού, όπως προεκτέθηκε, οι αποφάσεις της Ολομέλειας αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές για τους επιμέρους Συλλόγους, οι οποίοι διατηρούν την ανεξαρτησία και την αυτοτέλειά τους, ήτοι και την εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις δεσμευτικές για τα μέλη τους.

6. Η εξέλιξη της ποινικής δίκης σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αναβολής λόγω αποχής συνηγόρων

Σε περίπτωση που το ποινικό δικαστήριο απορρίψει το αίτημα αναβολής λόγω αποχής συνηγόρων, τίθεται το ερώτημα πώς θα εξελιχθεί στη συνέχεια η δίκη. Εάν ο συνήγορος, για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα, παρασταθεί και εκπροσωπήσει τον εντολέα του, μη υποκείμενος, σύμφωνα με τα παραπάνω, σε πειθαρχικές κυρώσεις από τον Δικηγορικό του Σύλλογο, η διαδικασία εξελίσσεται κανονικά. Εάν αυτός εμμείνει στην τήρηση της απόφασης περί αποχής (ανεξάρτητα από το εάν το ποινικό δικαστήριο έχει αποφανθεί ή μη για την νομιμότητα αυτής) και δηλώσει ότι δεν θα εκπροσωπήσει πλέον τον εντολέα του, η δίκη θα εξελιχθεί, όπως και σε κάθε περίπτωση που ο συνήγορος διαδίκου αποχωρεί μετά την απόρριψη αιτήματος αναβολής που υπέβαλε ο ίδιος ή δεν μετέχει στη δίκη μετά την απόρριψη αιτήματος αναβολής που υποβλήθηκε για λογαριασμό του από άλλο πρόσωπο (τον διάδικο ή “άγγελο”), ήτοι: α) Εάν πρόκειται για τον συνήγορο του υποστηρίζοντος την κατηγορία, η δίκη θα συνεχισθεί κανονικά. β) Εάν πρόκειται για τον μη εμφανισθέντα συνήγορο απόντος κατηγορουμένου, η δίκη θα συνεχισθεί κανονικά και ο κατηγορούμενος θα δικασθεί ερήμην, εφόσον έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως110 και έχει ενημερωθεί ότι θα δικασθεί ερήμην εάν δεν εμφανισθεί, κατ’ άρθρο 340 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠΔ. γ) Εάν πρόκειται για τον απόντα συνήγορο υπεράσπισης του παρόντος κατηγορουμένου ή για τον εμφανισθέντα συνήγορο υπεράσπισης του απόντος κατηγορουμένου, για την εκπροσώπηση του οποίου από τον συνήγορο έχει εκδοθεί ήδη σχετική απόφαση από το Δικαστήριο, με συνέπεια μετά την αποχώρηση του τελευταίου να θεωρείται παρών ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 346 ΚΠΔ111, το Δικαστήριο υποχρεούται να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο υπεράσπισης, επί κακουργημάτων και επί πλημμελημάτων με απειλούμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών ή υπαγομένων στην υλική αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ενώ δεν έχει τέτοια υποχρέωση για τα λοιπά πλημμελήματα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, οπότε ο κατηγορούμενος στην τελευταία περίπτωση θα δικασθεί άνευ συνηγόρου, εφόσον έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως και έχει ενημερωθεί ότι θα δικασθεί ερήμην εάν δεν εμφανισθεί. Ο συνήγορος που διορίζεται αυτεπαγγέλτως στις ανωτέρω περιπτώσεις έχει νομική υποχρέωση να ασκήσει τα καθήκοντά του και να υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 2 ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), μη υποκείμενος σε πειθαρχικές κυρώσεις, εάν ασκήσει το ανατεθέν σε αυτόν έργο της υπεράσπισης ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, από τον Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει λόγω μη τήρησης της απόφασης περί αποχής, κατά τα προαναφερθέντα.

7. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας τις προηγούμενες αναπτύξεις, μπορούν να διατυπωθούν τα ακόλουθα κυριότερα συμπεράσματα: Εάν υποβληθεί κατά τη συζήτηση υπόθεσης ενώπιον ποινικού δικαστηρίου αίτημα αναβολής λόγω αποχής συνηγόρων, το Δικαστήριο έχει την εξουσία, μεταξύ άλλων, α) να διερευνήσει το ενδεχόμενο διακοπής της συζήτησης σε άλλη δικάσιμο, προτού αποφασίσει την αναβολή της εκδίκασης, εφόσον δεν προβλέπεται η μακρόχρονη διάρκεια της αποχής, και β) να κρίνει παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της συγκεκριμένης απόφασης περί αποχής και, σε περίπτωση που αυτή αντίκειται προδήλως σε διάταξη νόμου αναγκαστικού δικαίου ή υπερνομοθετικής ισχύος ή υπερβαίνει σαφώς τα τιθέμενα από τις τελευταίες όρια, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της σχετικής νομολογίας του ΣτΕ, να απορρίψει το αίτημα λόγω της αντίθεσης ή της υπέρβασης αυτής, αφού δεν θα στοιχειοθετείται πλέον το προβληθέν κώλυμα των συνηγόρων να εκπροσωπήσουν τους εντολείς τους, το οποίο στηρίζεται σε μη νόμιμη απόφαση. Μετά την τυχόν απόρριψη του αιτήματος αναβολής για οποιονδήποτε λόγο (μεταξύ άλλων όταν κρίνεται από το Δικαστήριο μη νόμιμη η απόφαση περί αποχής) οι συνήγοροι δεν υπόκεινται σε πειθαρχικές κυρώσεις από τον Δικηγορικό τους Σύλλογο, εφόσον παρασταθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, για να εκπροσωπήσουν τον εντολέα τους.

Είναι αντιληπτό ότι τα παραπάνω κλονίζουν παγιωμένες αντιλήψεις και συνήθειες δεκαετιών, οι οποίες εν μέρει εδράζονται σε συντεχνιακές νοοτροπίες ως προς τους σκοπούς και τη λειτουργία του θεσμού της ποινικής δικαιοσύνης. Μία ορθολογική, ψύχραιμη και αμερόληπτη προσέγγιση της, κοινώς διαπιστούμενης, παθογένειας των καθυστερήσεων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας δεν μπορεί παρά να διαγνώσει ότι, σε σημαντικό ποσοστό, αυτή οφείλεται στην καθυστέρηση της εκδίκασης των υποθέσεων στο ακροατήριο και ότι η τελευταία συνδέεται αυτονόητα με την αναβολή της συζήτησης αυτών για οποιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης της αποχής δικηγόρων. Το δικαίωμα αποχής των δικηγόρων, όπως και όλα τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, δεν είναι απεριόριστο, η δε ενάσκησή του δεν είναι δυνατόν να οδηγεί σε κατάργηση in concreto ή σε μη εφαρμογή διατάξεων αναγκαστικού δικαίου ούτε σε παράλυση του θεσμού της ποινικής δικαιοσύνης, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της αποτελεσματικής λειτουργίας του θεσμού για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και την κατοχύρωση της κοινωνικής ειρήνης και ασφάλειας. Η κρίση για την νομιμότητα της αποχής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει, είτε ως κύριο ζήτημα της δίκης είτε στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας εξέτασης, αποκλειστικά στα δικαστήρια, τα οποία έχουν, άλλωστε, την ευθύνη της προάσπισης της αποτελεσματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης και της προστασίας των δικαιωμάτων όλων των πολιτών που εμπλέκονται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε αυτήν.

================================================

1 Είναι πρόσφατη η παρατεταμένη αποχή των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (μεταξύ άλλων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας) από το σύνολο των ποινικών δικών (πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων) που διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 2023 έως και τον Φεβρουάριο του 2024.

 

2 Αντίστοιχη ρύθμιση υφίσταται και για την πολιτική δίκη, ειδικότερα δε το άρθρο 241 παρ. 1 εδάφιο β’ ΚΠολΔ ορίζει ότι “Σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα ημερών ή σε άλλη εμβόλιμη δικάσιμο”. Στη διοικητική δίκη το άρθρο 135 παρ. 3 προτελευταίο εδάφιο ΚΔΔ προβλέπει ότι “Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων”, αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς την αποχή αυτή ως σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης.

 

3 Ενδεικτικά αναφέρονται: α) Οι αποφάσεις αποχής των μελών των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας από ποινικές δίκες πρώτου βαθμού, στις οποίες υπάρχει κατηγορία για παράβαση του άρθρου 187 ΠΚ, πλημμεληματικού ή κακουργηματικού χαρακτήρα, σύμφωνα με την από 2.4.2022 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, η οποία ανανεώθηκε επανειλημμένως με νεότερες αποφάσεις της Ολομέλειας και των επιμέρους Δικηγορικών Συλλόγων μέχρι τον Φεβρουάριο του 2024, με συνολική διάρκεια 22 μηνών. β) Οι αποφάσεις αποχής από υποθέσεις νομικής βοήθειας με βάση την από 15.11.2022 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, η οποία διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 2024. γ) Οι αποφάσεις αποχής των μελών επιμέρους δικηγορικών συλλόγων από τις συνθέσεις δικαστηρίων, στις οποίες μετέχει συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός (βλ. μεταξύ άλλων την από 7.3.2023 απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων και την από 23.7.2014 απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών). δ) Οι αποφάσεις αποχής από διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για επίσπευση πλειστηριασμών, με εντολείς Τράπεζες ή εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων κατά της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών με βάση την από 10.6.2021 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων (οι αποφάσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων είναι διαθέσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.olomeleia.gr και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.dsa.gr).

 

4 Για παράδειγμα ασθένεια του κατηγορουμένου, του υποστηρίζοντος την κατηγορία ή των συνηγόρων τους που δεν επιτρέπουν την εμφάνισή τους στο ακροατήριο.

 

5 Ως λόγος ανωτέρας βίας αντιμετωπίζεται η τήρηση του ωραρίου εργασίας του γραμματέα της έδρας που έχει ως συνέπεια την αδυναμία νόμιμης συγκρότησης του Δικαστηρίου, καθώς και η παράσταση του συνηγόρου ενός εκ των διαδίκων ενώπιον άλλου, κατά κανόνα ανώτερου, Δικαστηρίου, για την εκπροσώπηση άλλου εντολέα του.

 

6 Η προτίμηση του νομοθέτη στη διακοπή αντί της αναβολής αποτυπώνεται και σε άλλες διατάξεις του ΚΠΔ (340 παρ. 1 εδ. ε’, 348, 352 παρ. 1, 353 παρ. 1 και 4, 375 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ).

 

7 Για παράδειγμα λόγω ασθενείας ή απρόβλεπτου και σοβαρού κωλύματος διαδίκου ή συνηγόρου του, αδυναμίας νόμιμης συγκρότησης δικαστηρίου λόγω μη συμμετοχής του Γραμματέα στη σύνθεση ένεκα απεργίας ή ωραρίου.

 

8Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ν. 4620/2019, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, IV, σελ. 578, αρ. 79, 80.


9 Κατά την τρέχουσα συγκυρία, η διακοπή εμφανίζεται ως η μοναδική πρακτική λύση για την επίσπευση της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων ενόψει της υπερσυσσώρευσης υποθέσεων στα εκθέματα των πλημμελειοδικείων, ιδίως του Πρωτοδικείου Αθηνών, αν ληφθούν υπόψη α) ο μη αμελητέος αριθμός υποθέσεων που αναβάλλονται κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ σε κάθε δικάσιμο για λόγους που θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με διακοπή (π.χ. παροδική ασθένεια διαδίκων ή συνηγόρου, παράσταση συνηγόρου σε άλλο δικαστήριο, ωράριο γραμματέως), β) ο ανώτατος αριθμός των υποθέσεων που είναι δυνατόν να προσδιορισθούν στα πλημμελειοδικεία ανά δικάσιμο κατ’ άρθρο 374 παρ. 1 ΚΠΔ (τριάντα για το τριμελές και εξήντα για το μονομελές), ιδίως για το μονομελές πλημμελειοδικείο, του οποίου η υλική αρμοδιότητα διευρύνθηκε σε βάρος του τριμελούς προσφάτως με την τροποποίηση του άρθρου 115 ΚΠΔ από το άρθρο 76 ν. 5090/2024, και γ) η εμπειρική διαπίστωση ότι ο συνήθης, μέχρι τη σύνταξη της μελέτης αυτής, αριθμός προσδιοριζόμενων υποθέσεων ανά δικάσιμο στα πλημμελειοδικεία του Πρωτοδικείου Αθηνών (μέχρι 15 για το τριμελές και μέχρι 25 – 30 για το μονομελές, ο οποίος αναμένεται να αυξηθεί λόγω της διεύρυνσης της υλικής του αρμοδιότητας) δεν είναι εφικτό, κατά κανόνα, να εκδικασθεί σε μία μόνο δικάσιμο.


10 H ειδικότερη πρόβλεψη της αποχής δικηγόρων ως λόγου μη εκδίκασης (είτε χαρακτηρίζεται ως διακοπή είτε ως αναβολή) μίας ποινικής υπόθεσης πιθανότατα αποτελεί μία ιδιαιτερότητα του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου (για παράδειγμα δεν ανευρίσκεται κάποια αντίστοιχη πρόβλεψη στον γερμανικό κώδικα ποινικής δικονομίας, Strafprozeßordnung, άρθρα 228 επ., στον ελβετικό κώδικα ποινικής δικονομίας, Schweizerische Strafprozessordnung, άρθρα 339 επ., ή στον κώδικα ποινικής δικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου, Criminal Procedure Rules, Part 24).

 

11 Σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ η αιτιολογική έκθεση ν. 4620/2019 αναφέρει μόνο ότι “απλουστεύει τη διαδικασία αναβολών, χωρίς να ευνοεί την καταχρηστική υποβολή αντίστοιχων αιτημάτων, καθ’ ότι η κρίση επ’ αυτών ανήκει στο δικαστήριο που αποφαίνεται με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τον λόγο της αναβολής και για το ότι το κώλυμα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης”.

 

12 Η παρ. 7 του άρθρο 349 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 20 παρ.1 ν. 3904/2010, όριζε τα εξής: “Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή και δεν περιλαμβάνεται στους άνω περιορισμούς”. Πριν τη θέσπιση του ν. 3904/2010 παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν στην παράγραφο 3 του άρθρου 349 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ που προέβλεπε τα εξής: “Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1”, όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 349 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 Ν.3160/2003. Προγενέστερα η παράγραφος 3 του άρθρου 349 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 άρθρου 34 ν. 2172/1993, όριζε τα εξής: “Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών”.

 

13 Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης κατέστησε πλέον υποχρεωτική για το Δικαστήριο την εκτίμηση της αποχής δικηγόρων ως σημαντικού αιτίου που δικαιολογεί την αναβολή της δίκης, αντίθετα με τη μέχρι τότε νομολογία του Αρείου Πάγου που θεωρούσε την κρίση αυτή ως ζήτημα ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικώς (ΑΠ 380/1994, 954/1993, ΝΟΜΟΣ, βλ. για τη σχετική αμφισβήτηση στην νομολογία και θεωρία Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 560 – 561, αρ. 38).

 

14ΟλΑΠ 7/2005, ΑΠ 1269/2015, ΝΟΜΟΣ.


15 Τη θέση αυτή υιοθετεί ο Φράγκος (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο, σελ. 821), χωρίς αιτιολογία, στηριζόμενος προφανώς στη διατύπωση της παραγράφου 4 του άρθρου 349 ΚΠΔ, ανεξάρτητα από την τελολογία και τη συστηματική της κατάταξη.

 

16 ΑΠ 901/2020 (ΝΟΜΟΣ).


17 Αυτήν την άποψη φαίνεται να υιοθετεί, κατ’ αποτέλεσμα, ο Σεβαστίδης (ό.π., σελ. 561, αρ. 38, σελ. 578, αρ. 80), ο οποίος υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν υποχρεούται μεν, αλλά δύναται να διακόψει τη συζήτηση (άρα δεν υποχρεούται να την αναβάλλει σε κάθε περίπτωση), εάν η αποχή προβλέπεται να λήξει εντός των επομένων ημερών, χωρίς ωστόσο να αιτιολογείται γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι υποχρεωτική η διακοπή για το Δικαστήριο, αν και υπάρχει δυνατότητα συνέχισης της εκδίκασης σε άλλη δικάσιμο.


18 Σκοπός, ο οποίος εναρμονίζεται με την επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για την εντός λογικής προθεσμίας εκδίκαση και των ποινικών υποθέσεων.


19 Άρθρα 1 – 3 ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων).

 

20 Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατόν να έχει τον χαρακτήρα σύμβασης έργου (βλ. άρθρο 60 ν. 4194/2013).

 

21 ΑΠ 170/2016, 1768/2009, 415/2004, ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, ΙΙ, σελ. 215 – 216, αρ. 3.

 

22 Άρθρο 1: 1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημα του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. 2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή. Άρθρο 2: Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της”.


23 Βλ. τα άρθρα 94 παρ. 1 ΚΠολΔ, 26 π.δ. 18/1989 και 27 ΚΔΔ για την υποχρεωτική παράσταση των διαδίκων με δικηγόρο (κατά τον ΚΠολΔ και το π.δ. 18/1989 ) ή δικαστικό πληρεξούσιο (κατά τον ΚΔΔ).


24Βλ. το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠΔ.


25 Σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 1 εδ. α’ του Κώδικα Δικηγόρων.

 

26 Ούτως ή άλλως, ήτοι ακόμη και αν έλειπε η εν λόγω πρόβλεψη, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν θα υπάγονταν στις ρυθμίσεις του ν. 1264/1982, αφού αυτός αφορά εργαζομένους με σχέση εργασίας εξαρτημένης εργασίας, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β’ του νόμου αυτού.

 

27 Βλ. τις περιπτώσεις γ’ και δ’ του άρθρου 90 του Κώδικα Δικηγόρων.

 

28 Άρθρο 133 Κώδικα Δικηγόρων.

 

29Άρθρο 134 Κώδικα Δικηγόρων.

 

30 Βλ. για παράδειγμα την από 23.2.2024 απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί αναστολής της αποχής των μελών του από τις ποινικές δίκες, χωρίς να υιοθετεί την από 23.2.2024 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων περί συνέχισης της εν λόγω αποχής (όλες οι αποφάσεις ανηρτημένες στις αντίστοιχες ιστοσελίδες).

 

31 ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, ΣτΕ 267/2019 (Επιτροπή Αναστολών), ΜΠΑ 10339/1991, ΝΟΜΟΣ. Σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη στην ΟλΣτΕ 1466/2016, η απόφαση περί αποχής έχει το χαρακτήρα απλής σωματειακής απόφασης, μη δεσμευτικής για τα μέλη του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, διότι η απόφαση περί αποχής των μελών δικηγορικού συλλόγου είναι νοητή μόνο στα πλαίσια της ελεύθερης δράσης του ατόμου, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και με την έννοια αυτή η απόφαση απευθύνεται στα μέλη του συλλόγου, ήτοι όχι ως εκδήλωση δημόσιας εξουσίας. Η θέση αυτή φαίνεται ορθότερη ως προς το συμπέρασμά της, καθ’ ότι, πέραν του σωματειακού χαρακτήρα των Δικηγορικών Συλλόγων που ρητά προβλέπεται στο άρθρο 89 παρ. 1 ν. 4194/2013, η προκήρυξη από Δικηγορικό Σύλλογο αποχής για την προάσπιση (κατά το συνήθως συμβαίνον) των συμφερόντων των μελών του δυσχερώς μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις προϋποθέσεις της ενάσκησης δημόσιας εξουσίας και της επιδίωξης επίτευξης δημοσίου σκοπού που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εκτελεστής διοικητικής πράξης, υπαγόμενης στον ακυρωτικό έλεγχο (ΟλΣτΕ 3776/2012, ΣτΕ 819/2015, ΝΟΜΟΣ).

 

32 ΟλΣτΕ 1466/2016, ΝΟΜΟΣ.

 

33 ΟλΣτΕ 2512/1997, ΣτΕ 2960/1983, Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Β’, σελ. 876, αρ. 1172 – 1173, Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, σελ. 531, Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1996, σελ. 367.

 

34 Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 514, 531.

 

35 Όπως συμβαίνει στην ειδικότερη περίπτωση του δικαιώματος απεργίας που αναφέρεται, όπως προεκτέθηκε, μόνο στους εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας και οι προϋποθέσεις νόμιμης άσκησής του προβλέπονται, δυνάμει της γενικής επιφύλαξης νόμου του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος, στις διατάξεις των άρθρων 19 επ. ν. 1264/1982 (βλ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 527).

 

36 Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2η έκδοση, σελ. 22, 23, 25, Χρυσόγονος,ό.π., σελ. 74 – 75, 90 επ., 95 επ.

 

37 ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, 1101/1958, ΣτΕ 267/2019, 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΑΠ 1422/2016, 1269/2015, 22/2015, 322/2013, ΝΟΜΟΣ. Αντίθετα, σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη της ΟλΣτΕ 2512/1997, οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής των μελών τους από τα έργα τους είναι μη νόμιμες και οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν έχουν νόμιμη εξουσία να κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, διότι “Οι εν λόγω αποφάσεις αντίκεινται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο επιβάλλει την εξασφάλιση του δικαιώματος κάθε προσώπου να υπερασπίζεται τα δικαιώματα και συμφέροντά του διά δικηγόρου δικής του επιλογής και να εκδίδεται δικαστική απόφαση για την υπόθεση που τον αφορά εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, καθώς και στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Τα συμφέροντα μιας επαγγελματικής τάξης ή όποια άλλα συμφέροντα η επαγγελματική αυτή τάξη επικαλείται και προβάλλει δεν επιτρέπεται να ματαιώνουν την απονομή δικαιοσύνης για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ούτε να στερούν το άτομο από τα θεμελιώδη δικαιώματά του για μια δίκαιη δίκη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής των μελών τους από τα έργα τους είναι από τη φύση τους υποχρεωτικές για τα μέλη των δικηγορικών συλλόγων, τα οποία, ακόμη και αν θεωρηθεί δεν υπέχουν πειθαρχικές ευθύνες σε περίπτωση παραβίασής τους, υφίστανται εξαναγκασμό προς συμμόρφωση που οδηγεί στην άρση της δυνατότητας απονομής δικαιοσύνης”. Την ίδια θέση περί μη νομιμότητας των αποφάσεων των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής είχε υιοθετήσει παλαιότερα το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση ΟλΣτΕ 1101/1958 (ΝΟΜΟΣ) δεχόμενο ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν δύνανται να χρησιμοποιούν τη δημόσια εξουσία που τους έχει παραχωρηθεί για τον σκοπό της εξυπηρέτησης των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αποχή αντίκειται στις βασικές υποχρεώσεις των δικηγόρων για την εκπροσώπηση των εντολέων τους ενώπιον των δικαστηρίων και τη μη παρέλκυση των δικών. Ομοίως ο Άρειος Πάγος με την απόφαση της διοικητικής του Ολομέλειας με αριθμό 13/1991 (ΝΟΜΟΣ, εκδοθείσα πριν την τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ με την παρ. 6 άρθρου 34 ν. 2172/1993 που όρισε για πρώτη φορά ότι η αποχή συνιστά σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την αναβολή της δίκης, κατά τα προαναφερθέντα), είχε κρίνει ότι είναι μη νόμιμη η απόφαση των δικηγορικών συλλόγων περί “ομαδικής” αποχής των μελών τους από τα καθήκοντά τους, με παράθεση παρόμοιας επιχειρηματολογίας.

 

38 Για τις αποφάσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων γίνεται δεκτό ότι δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όπως προεκτέθηκε, με συνέπεια να μην προκύπτει ζήτημα παραγωγής εξ αυτών “τεκμηρίου νομιμότητας”.

 

39 Με την ατομική διοικητική πράξη θεσπίζεται ατομικός κανόνας δικαίου που απευθύνεται σε ορισμένο ή ορισμένους αποδέκτες, οι οποίοι ορίζονται σε κάθε περίπτωση ατομικώς κατά τρόπο συγκεκριμένο, με αναφορά των στοιχείων που καθορίζουν την ταυτότητά τους (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η έκδοση, Ι, σελ. 108 – 109, αρ. 96).

 

40 Ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου ονομάζονται οι διοικητικές πράξεις που ρυθμίζουν μεν μία συγκεκριμένη περίπτωση, είναι δυνατόν ωστόσο να εφαρμοστούν σε απροσδιόριστο αριθμό αποδεκτών. τα πρόσωπα των οποίων δεν είναι εκ των προτέρων γνωστά, αλλά η ρύθμιση περιορίζεται σε εξειδικευμένη περίπτωση. Τέτοιες πράξεις είναι, για παράδειγμα, τα διατάγματα εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας στο βαθμό που δεν καθορίζουν όρους, περιορισμούς ή απαγορεύσεις δόμησης.

 

41 ΟλΣτΕ 1555/1980, ΣτΕ 1288/2017, 3192/2015, ΝΟΜΟΣ.

 

42ΟλΣτΕ 3919, 2010, ΝΟΜΟΣ.

 

43Βλ. άρθρο 80 ΚΔΔ.

 

44Άρθρο 46 π.δ. 18/1989.

 

45 Τα πρόσωπα που αφορά η απόφαση ή των οποίων τα έννομα συμφέρονται προσβάλλονται από αυτήν ή τα μέλη του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, αν κατά την κατάρτιση της απόφασης περί αποχής έχουν παραβλεφθεί τα δικαιώματά του ως μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 47 π.δ. 18/1989.

 

46Στο πλαίσιο του ισχύοντος στην ποινική δίκη ανακριτικού συστήματος.

 

47 Για τα πολιτικά δικαστήρια γίνεται δεκτό ότι μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοικήσεως ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από τον νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 ΚΠολΔ. Ο έλεγχος αυτός αφορά τις έννομες συνέπειες ιδιωτικού δικαίου που συνέχονται με την νομιμότητα ή μη των διοικητικών πράξεων (όπως ιδίως την ύπαρξη ευθύνης προς αποζημίωση) και δεν είναι ακυρωτικός ούτε εκτείνεται στην ουσιαστική κρίση των διοικητικών οργάνων (ΟλΑΠ 2/2018, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2022, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1627/2017, 1473/2014, 2010/2009, 1791/2009, 950/2009, ΝΟΜΟΣ).

 

48 Το άρθρο 60 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζει ότι το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Το άρθρο 62 ΚΠΔ προβλέπει ότι απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή, αποτελεί όμως για αυτόν στοιχείο που εκτιμά ελεύθερα με τις άλλες αποδείξεις, κατά τα άρθρα 177 και 178. Αν και τα άρθρα αυτά αναφέρονται μόνο σε ζητήματα “αστικής” φύσης και σε “πολιτικό” δικαστήριο, γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζονται και για τα ζητήματα διοικητικής φύσης που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΠ 127/2006, 483/2006, ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, σελ. 199,, αρ. 2, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 90, αρ. 98, βλ. και την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 61 ΚΠΔ με το άρθρο 73 ν. 5090/2024 με τη ρητή αναφορά των διοικητικών δικαστηρίων σε αυτό σε σχέση με τη δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης όταν εκκρεμεί στα διοικητικά δικαστήρια ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητά τους και έχει σχέση με την ποινική δίκη ).

 

49 Ως παρεμπίπτον ζήτημα θεωρείται κάθε ζήτημα που αναφέρεται στην ποινική δίκη και σχετίζεται με αυτήν (Καρράς, ό.π., σελ. 90, αρ. 97), όπως είναι και αυτά που αφορούν τη συζήτηση της υπόθεσης και την πρόοδο αυτής.

 

50 ΑΠ 782/1979, ΤοΣ 1979, σελ. 644, βλ. Σκουρή, Γνωμοδότηση, ΝοΒ 34 σελ, 46 επ.

 

51 Τούτο προβλέπεται από το άρθρο 60 παρ. 2 ΚΠΔ που ορίζει ότι η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με τον νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αναστολής είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 68 παρ. 2 περ. β’ τελευταίο εδάφιο του ν. 4987/2022 για την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής διαδικασίας από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί κατηγορία για το έγκλημα της φοροδιαφυγής μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε.

 

52 Με την εξαίρεση, κατά την ορθότερη άποψη (Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 201, αρ. 9, αντίθετα Καρράς, ό.π., σελ. 89, αρ. 96 και υποσημ. 100), της περίπτωσης του άρθρου 60 παρ. 2 ΚΠΔ για την οποία έγινε ήδη λόγος.

 

53 ΑΠ 176/2006, 483/2006, 127/2006, 1259/1985, ΝΟΜΟΣ.

 

54Βλ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, σελ. 527.

 

55 Η προσέγγιση του χρόνου παραγραφής, συνυπολογιζόμενης της αναστολής της παραγραφής κατ’ άρθρο 113 ΠΚ (20 έτη συνολικά για τα κακουργήματα, για τα οποία δεν απειλείται ισόβια κάθειρξη, και 8 έτη συνολικά για τα πλημμελήματα), χωρίς την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, κατά κανόνα, θα συνιστά υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διάρκειας της δίκης, με βάση τα κριτήρια του ΕΔΔΑ (βλ. αναλυτικά Βασιλειάδη σε ΕΣΔΑ, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, Σαρμά – Κοντιάδη – Ανθόπουλου, σελ. 289 επ.). Για τον λόγο αυτόν τα συνήθη πλαίσια χορήγησης αδειών από τους Δικηγορικούς Συλλόγους στους δικηγόρους – μέλη τους για την παράστασή τους κατά τη διάρκεια της προκηρυχθείσας αποχής ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, ήτοι έξι έτη συμπληρωμένα στον πρώτο βαθμό – επτά έτη στον δεύτερο βαθμό στα πλημμελήματα και δεκαπέντε έτη συμπληρωμένα στον πρώτο βαθμό – δεκαοχτώ έτη στον δεύτερο βαθμό στα κακουργήματα (βλ. μεταξύ άλλων το πλαίσιο χορήγησης αδειών στην από 4.1.2024 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, αναρτηθείσα στην ιστοσελίδα www.olomeleia.gr) δυσχερώς συμβιβάζονται με την αναγκαιότητα εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ιδίως όταν πρόκειται για υποθέσεις που δεν υπερβαίνουν μεν αλλά προσεγγίζουν τα ως άνω όρια.

 

56Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, Ι, σελ. 9, αρ. 11.

 

57 Αναγκαστικού δικαίου είναι, ως γνωστόν, οι κανόνες η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση, όπως συμβαίνει με τους κανόνες ενδοτικού δικαίου.

 

58 Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Ι, σελ. 117 – 118, αρ. 207. Σύμφωνα με τη διατύπωσή του, η συνταγματικά κατοχυρωμένη περιοχή των ατομικών δικαιωμάτων σταματά εκεί που αρχίζουν οι γενικοί νομικοί κανόνες συμβίωσης, το πλαίσιο των οποίων αποτελεί προσδιορισμό του περιεχομένου των ατομικών δικαιωμάτων χωρίς να μπορεί να θίγει τον πυρήνα τους.


59 Υπ’ αρ. 14-15/4/2006 απόφαση που ανανεώθηκε έκτοτε από την Ολομέλεια στις 29.3.2014 και στις 27.1.2018. Εξαιρέθηκαν οι υποθέσεις για τις οποίες επίκειται παραγραφή ή συμπλήρωση ορίων προσωρινής κράτησης, σύμφωνα με τις διακρίσεις της απόφασης. Ως αιτιολογία αναφέρεται ότι η συμμετοχή των δικηγόρων στις, μετά από διακοπή, ποινικές δίκες “αποσυντονίζει το έργο τους, όπως κι αυτό των Δικαστών ενώ παράλληλα προκαλεί περαιτέρω ταλαιπωρίες των διαδίκων και των μαρτύρων”. Στην απόφαση δεν προσδιορίζεται εάν αφορά το σύνολο των διακοπτόμενων υποθέσεων ή μόνο αυτές στις οποίες δεν έχει αρχίσει η εξέταση των αποδεικτικών μέσων, πλην όμως στην πράξη τα συναφή αιτήματα αναβολής υποβάλλονται για τις δεύτερες.

 

 

60
Οι οποίες είναι δυνατόν να λαμβάνονται είτε παράλληλα με την έναρξη των προβλεπόμενων στον νόμο και το Σύνταγμα διαδικασιών ελέγχου της δικαστικής εξουσίας (π.χ. με την υποβολή αίτησης εξαίρεσης, την κατάθεση αναφοράς στους πειθαρχικώς προϊστάμενους, την άσκηση αγωγή κακοδικίας, την άσκηση ενδίκων μέσων, καθώς και με τον σχολιασμό δικαστικών αποφάσεων) είτε χωρίς να τηρούνται καθόλου αυτές.

 

61
“Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως”|.

 

62
“Πάν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νομίμως”. H «νόμιμη λειτουργία» του Δικαστηρίου περιλαμβάνει και τη σύνθεση του δικάζοντος σχηματισμού (Posokhov κατά Ρωσίας, σκ. 39).

 

63
Νοούμενος με την ουσιαστική του έννοια, περιλαμβανόμενων σε αυτήν, πέραν των τυπικών νόμων που ψηφίζονται από τη Βουλή, και των κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης που εκδίδονται δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης (Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Β’, σελ. 1220).

 

64
Καρράς, ό.π., σελ. 238, αρ. 272. Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 1- 8, 12, 14, 20, 21, 27, 30 – 31, 36, 87, ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), 1 – 51 ΚΠολΔ, 1 – 13, 109 – 136 ΚΠΔ και 1 – 14, 20, 34Α – 34Γ, π.δ. 18/1989, 2 – 12 ΚΔΔ.

 

65
Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η έκδοση, σελ. 405, Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 1219.

 

66
Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 408 – 409, Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 1222.

 

67
Καρράς, ό.π., σελ. 242, αρ. 275, Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες, σελ. 216 – 217, Χρυσόγονος – Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, σελ. 444.

 

68
Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 410, Χρυσόγονος – Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, σελ. 444, Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 1220.

 

69
ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, ΣτΕ 267/2019, 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΝΟΜΟΣ. Οι αποφάσεις αυτές έκριναν επί υποθέσεων, στις οποίες κύριο αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης ήταν η νομιμότητα συγκεκριμένων αποφάσεων Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής. Ο Άρειος Πάγος, στη σχετικά πρόσφατη νομολογία του, έχει ασχοληθεί με το ζήτημα παρεμπιπτόντως, κρίνοντας την ορθότητα των αποφάσεων ποινικών Δικαστηρίων της ουσίας που απέρριψαν σχετικά αιτήματα αναβολής (ΑΠ 901/2020, 1422/2016, 704/2016, 1269/2015, 22/2015, 322/2013, 1384/2011, ΝΟΜΟΣ) σε περιπτώσεις που είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση της πράξης μέχρι την υποβολή του αιτήματος αναβολής, με συνέπεια να δημιουργείται βάσιμος κίνδυνος παραγραφής του αδικήματος. Στις περιπτώσεις αυτές κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι “η άσκηση εκ μέρους του δικηγόρου του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης” και ότι το δικαίωμα αποχής υποχωρεί έναντι της τελευταίας όταν συντρέχει κίνδυνος παραγραφής της υπόθεσης και ματαίωσης της αξίωσης της πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του απέχοντος από τα καθήκοντά του δικηγόρου (ΑΠ 1422/2016, 1269/2015, 22/2015, 322/2013, 1384/2011, ΝΟΜΟΣ). Η νομολογία αυτή του Αρείου Πάγου εξέτασε in concreto την νομιμότητα συγκεκριμένων αιτημάτων αναβολής ενόψει των περιστάσεων υποβολής τους.

 

70
Συγεκριμένα, α) στην πολιτική δίκη το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ καθιστά υποχρεωτική την παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο των διαδίκων, ενώ κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου η παράσταση χωρίς δικηγόρο στο ειρηνοδικείο επί μικροδιαφορών (άρθρα 466 επ.) ή για να αποτραπεί κίνδυνος, β) στην ποινική δίκη το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠΔ προβλέπει την εκπροσώπηση του παρόντος κατηγορουμένου από συνήγορο υπεράσπισης, η οποία είναι υποχρεωτική επί κακουργημάτων και επί πλημμελημάτων με απειλούμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών ή υπαγόμενων στην υλική αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, υπό την έννοια ότι διορίζεται αυτεπαγγέλτως εάν ο κατηγορούμενος στερείται συνηγόρου, και γ) στη διοικητική δίκη το άρθρο 27 παρ. 1 ΚΔΔ καθιστά υποχρεωτική την παράσταση και διενέργεια διαδικαστικών πράξεων με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου η παράσταση και διενέργεια διαδικαστικών πράξεων χωρίς δικηγόρο στις χρηματικές διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 1.500 ευρώ, σε διαφορές που αναφύονται κατ’ εφαρμογήν των νομοθεσιών που αφορά το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 702/1977 και κατά τη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων.

 

71
Σύμφωνα με την εισήγηση του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία στην υπ’ αρ. 8/2002 διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΕλΔνη 2002, σελ. 565), ο λόγος της συνταγματικής απαγόρευσης είναι ότι η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων, την οποία επιφέρει η απεργία των δικαστικών λειτουργών, έχει ως συνέπεια την “αναστολή της νομιμότητας και του κράτους δικαίου”.

 

72
Βλαχόπουλος, ό.π., σελ. 24, Χρυσόγονος, σελ. 104, Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, Τόμος Γ’, 2η έκδοση, σελ. 230 – 231.

 

73
Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Γ’, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Ι. Γενικό Μέρος, σελ. 297, Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα α’ ατομικές ελευθερίες, σελ. 65, Βλαχόπουλος, ό.π., σελ. 24.

 

74
Χρυσόγονος – Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, σελ. 140.

 

75
Τσάτσος, ό.π., Χρυσόγονος – Βλαχόπουλος, ό.π.

 

76
ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, ΣτΕ 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΝΟΜΟΣ.

 

77
Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 57.

 

78
Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Β’, σελ. 1208, Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 442.

 

79
ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, ΣτΕ 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΝΟΜΟΣ.

 

80
Ρητώς προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 ΕΣΔΑ το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του και, σε περίπτωση που δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει την αμοιβή του, να του παρασχεθεί αυτός δωρεάν, εφόσον τούτο ενδείκνυται από το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

81
Αντίστοιχη ρύθμιση περιέχει και το άρθρο 47 εδ. β’ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

82
Tσιληρα κατά Ελλάδος, σκ. 15, Βασιλειάδης σε ΕΣΔΑ Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, Σαρμάς – Κοντιάδης – Ανθόπουλος, σελ. 288. Κατά τη διατύπωση του ΕΔΔΑ, είναι ευθύνη των συμβαλλομένων Κρατών να οργανώσουν το δικαστικό σύστημά τους κατά τρόπο ώστε τα δικαστήριά τους να μπορούν να εξασφαλίσουν σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να επιτύχει μία τελεσίδικη απόφαση επί μίας αμφισβήτησης ποινικής φύσεως μέσα σε λογική προθεσμία (Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδος, σκ. 43, Βλάχος κατά Ελλάδος, σκ. 20).

 

83
Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδος, σκ. 43, Βλάχος κατά Ελλάδος, σκ. 20, Βασιλειάδης, ό.π., σελ. 292.

 

84
Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδος, σκ. 42, Βασιλειάδης, ό.π., σελ. 289.

 

85
Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, σκ. 47 – 48, Μηλιώνης κατά Ελλάδος, σκ. 58. Το ΕΔΔΑ παγίως δέχεται ότι ακόμη και σε συστήματα που καθιερώνουν την αρχή της κίνησης της δίκης από τους διαδίκους, όπως ιδίως στην πολιτική δίκη, η στάση των ενδιαφερομένων δεν απαλλάσσει τους Δικαστές από το να διασφαλίζουν την επιθυμητή από το άρθρο 6 παρ. 1 ταχύτητα (Κοταρίδης κατά Ελλάδος, σκ. 28, Βασιλειάδης, ό.π., σελ. 291, υποσημ. 35).

 

86
Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 200.

 

87
Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 90 επ.

 

88
Την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ως όριο στην δράση των Δικηγορικών Συλλόγων επισημαίνει ο Βλαχόπουλος (“Η κατάχρηση δικαιώματος στην νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων”, ΔιΔικ 2021, σελ. 5).

 

89
Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 72.

 

90
ΟλΣτΕ 1466/2016, ΝΟΜΟΣ.

 

91
ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, ΣτΕ 267/2019, 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΝΟΜΟΣ.

 

92
ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, ΣτΕ 267/2019, 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΝΟΜΟΣ.

 

93
Σύμφωνα με μειοψηφούσα γνώμη στην ΟλΣτΕ 2512/1997, το δικαίωμα των
δικηγορικών συλλόγων να κηρύσσουν αποχή των δικηγόρων από τα έργα τους
δεν τελεί υπό χρονικούς περιορισμούς, χωρίς να παρατίθεται κάποια αιτιολογία για τη θέση αυτή.

94

Σύμφωνα με την απόφαση ΟλΣτΕ 1466/2016 ο χρόνος αποχής μεγαλύτερος των τεσσάρων μηνών υπερβαίνει κατά πολύ τον επιτρεπόμενο βραχύ χρόνο αποχής, ανεξαρτήτως του περιοριστικού πλαισίου διενέργειας διαδικαστικών πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής. Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ 68/2016 (εκδοθείσα επί αίτησης αναστολής που αφορούσε την ίδια απόφαση αποχής, για την οποία έκρινε η ΟλΣτΕ 1466/2016), το χρονικό διάστημα τριών περίπου μηνών, επί του οποίου έκρινε η απόφαση (από 12.1.2016 έως 15.4.2016), συνιστά επαρκώς βραχύ διάστημα. Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 267/2019 (Επιτροπή Αναστολών), ο χρόνος αποχής δεκαπέντε ημερών, χωρίς την πρόβλεψη επ’ αόριστον συνέχισης αυτής μετά την πάροδο των δεκαπέντε ημερών, δεν συνιστά υπέρβαση του επιτρεπόμενου βραχέος χρόνου της αποχής. Σύμφωνα με την απόφαση ΟλΣτΕ 2512/1997, το χρονικό διάστημα δυόμισυ μηνών, από 30.10.1992 έως 14.1.1993, επί του οποίου έκρινε η απόφαση, υπερβαίνει το επιτρεπόμενο βραχύ χρόνο αποχής.

95

ΟλΣτΕ 1466/2016 (”περιορισμοί … στον χρόνο διάρκειας της αποχής που πρέπει να είναι όχι μόνον ορισμένος αλλά και βραχύς”), 2512/1997 (“Ο χρόνος της διαρκείας της αποχής πρέπει να ορίζεται στην ίδια την απόφαση που κηρύσσει την αποχή“), ΣτΕ 267/2019 (¨η νομιμότητά της εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον χρόνο διάρκειας της αποχής”), 68/2016 (¨ο χρόνος της διάρκειας της αποχής πρέπει να ορίζεται στην ίδια την απόφαση που κηρύσσει την αποχή”).

96

Χαρακτηριστική περίπτωση απόφασης περί αποχής αόριστης διάρκειας είναι η προαναφερθείσα υπ’ αρ. 14-15/4/2006 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής από τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων μετά από διακοπή της συζήτησης της υπόθεσης.

97

Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2η έκδοση, σελ. 55, Καρακατσάνης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 38, Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 21.

98

ΣτΕ 1502/2001, 2235/1979, ΑΠ 2374/2005, 65/2003, ΝΟΜΟΣ, Καρακατσάνης, ό.π., σελ. 38, Ζερδελής, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 13, Λεβέντης, ό.π., σελ. 24, 26.

99

ΕΔΔΑ Sigurdur ASigurjosnson vIceland, σκ. 37, 41, Πούλου σε ΕΣΔΑ Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, Σαρμά – Κοντιάδη – Ανθόπουλου, σελ. 667.

100

Κουκιάδης, ό.π., σελ. 56, Ζερδελής, ό.π., σελ. 13

101

Σύμφωνα με τον Καρακατσάνη (ό.π., σελ. 234) η νομιμότητα της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος του μη απεργούντος εργαζομένου – μέλους της συνδικαλιστικής οργάνωσης που την κήρυξε αποτελεί ζήτημα εξεταζόμενο in concreto, ανάλογα με τα περιστατικά κάθε περίπτωσης, λαμβανομένων υπόψη των επιδιώξεων και των κινήτρων των μισθωτών. Σύμφωνα με τον Δαγτόγλου (Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Β’, σελ. 878) η απεργία είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση και ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να συμμετάσχει ή όχι ή να αποχωρήσει από αυτήν, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια, περιλαμβανομένων των πειθαρχικών κυρώσεων.

102

 Π.χ. της παραγράφου 1 του άρθρου για λήψη απόφασης για την κήρυξη της απεργίας από το αρμόδιο όργανο της συνδικαλιστικής οργάνωσης, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 20 ν. 1264/1982 για την υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης των αιτημάτων των απεργών και προηγούμενου αιτήματος για δημόσιο διάλογο στην περίπτωση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων, του άρθρου 21 ν. 1264/1982 για τη διάθεση προσωπικού ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας.

103

 Π.χ. του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. β’ περί απαγόρευσης της απεργίας για τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας.

104

 Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 522, 541, 543, 557.

105

Άρθρο 23 παρ. 1 ν. 4194/2013.

106

Άρθρο 23 παρ. 3, 24 ν. 4194/2013.

107

ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997, 1101/1958, ΣτΕ 68/2016 (Επιτροπή Αναστολών), ΝΟΜΟΣ. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι ΟλΑΠ (Διοικητική) 13/1991, ΑΠ 714/1996, ΝΟΜΟΣ. Ειδικότερα, η ΟλΣτΕ 1466/2016, αν και αρχικώς αναφέρει (προκειμένου να στηρίξει την κρίση της για την νομική φύση της απόφασης περί αποχής ως εκτελεστής διοικητικής πράξης) ότι η μη τήρηση της απόφασης περί αποχής από τους δικηγόρους θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους (χωρίς να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις αυτές), στη συνέχεια αναφέρει σαφώς ότι η κατά τη διάρκεια της αποχής διαδικαστική πράξη διενεργείται χωρίς να γεννάται πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου που τη διενεργεί. Σε όμοιο συμπέρασμα καταλήγουν με σαφήνεια και οι λοιπές μνημονευθείσες αποφάσεις του ΣτΕ.

108

Σύμφωνα με το άρθρο 157 ν. 4194/2013, η απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου περί επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η απόφαση του οποίου υπόκειται με τη σειρά της σε αίτηση ακύρωσης και σε αίτηση αναστολής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

109

Για το ότι η ελευθερία της εργασίας και του ελεύθερου επαγγέλματος ανάγεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος βλ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 200, 201.

110

 Η μη εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο στην περίπτωση αυτήν ανάγεται στη συμπεριφορά του συνηγόρου του, η οποία αφορά τη σχέση του τελευταίου με τον εντολέα του και για την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι φέρει ευθύνη η Πολιτεία (βλ. ΕΔΔΑ SEJDOVIC κατά Ιταλίας, σκ. 95, CUSCANI κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 39).

111

 ΑΠ 872/2023, 1439/2016, ΝΟΜΟΣ, βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 954, Κάβουρα σε Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Λάμπρου Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο, ΙΙ, σελ. 1524, αρ. 1.