* Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν. – Δικηγόρος, τέως Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Γεν. Γραμματέας Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου
Με το Ν. 4194/2013 (Α’ 208) τέθηκε σε ισχύ ο νέος Κώδικας Δικηγόρων (εφεξής «Κώδικας Δικηγόρων»), ο οποίος αντικατέστησε στο σύνολό του το Ν.Δ. 3026/1954 – Περί του Κώδικος των Δικηγόρων (Α’ 235) και στη συνέχεια υπέστη τροποποιήσεις από τους Ν. 4205/2013 (Α’ 242), 4236/2014 (Α’ 33), 4254/2014 (Α’ 85), 4267/2014 (Α’ 137), 4285/2014 (Α’ 191), 4356/2015 (Α’ 181), 4370/2016 (Α’ 37), 4411/2016 (Α’ 142), 4446/2016 (Α’ 240), 4509/2017 (Α’ 201), 4531/2018 (A’ 62), 4596/2019 (Α’ 32), 4700/2020 (Α’ 127), 4745/2020 (Α’ 214), 4795/2021 (Α’ 62), 4816/2021 (Α’ 118), 4820/2021 (Α’ 130), 4842/2021 (Α’ 190), 4912/2022 (Α’ 59), 4938/2022 (Α’ 109), 4963/2022 (Α’ 149) και 4964/2022 (A’ 150). Με τη διεξαγωγή πανελλήνιου διαγωνισμού εφαρμόζεται νέο σύστημα για την απόκτηση της άδειας δικηγόρου, όπου μεταξύ άλλων εξετάζεταιως μάθημα «Κώδικας Δικηγόρων και Κώδικας Δεοντολογίας».
Προσεγγίζοντας τον Κώδικα Δικηγόρων με μια γραμματική και τελεολογική ερμηνεία, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι η ανάγκη προσδιορισμού της φύσης της δικηγορίας αποτελεί κατάκτηση του δικηγορικού σώματος, που έχει τεθεί στο πρώτο άρθρο του πρώτου κεφαλαίου του Κώδικα. Εισάγεται στον Κώδικα Δικηγόρων πρωταρχικά η έννοια της δικηγορίας και η φύση αυτής, με μόνη εννοιολογική οριοθέτηση τον δημόσιο χαρακτήρα του λειτουργήματος ως θεμελίου του κράτους δικαίου. Ήδη στο πρώτο άρθρο προσδιορίζεται ως το περιεχόμενο του λειτουργήματος η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή. Από τη συστηματική ερμηνεία της πρόβλεψης αυτής του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ήδη ότι το περιεχόμενο του λειτουργήματος δεν περιορίζεται κατ΄ανάγκηνστην εκπροσώπηση σε δικαστήριο και την παροχή νομικών συμβουλών, αλλά ιεραρχούνται με πρώτη την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, και στη συνέχεια την παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και στη συνέχεια τη συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή.
Από τη συστηματική κατάταξη του Κώδικα προκύπτουν τρεις (3) βασικές κατηγορίες άσκησης του λειτουργήματος: (Α) η εκπροσώπηση σε Δικαστήριο, (Β) η παροχή νομικών συμβουλών και (Γ) η συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή.Στη συνέχεια το άρθρο 2 του Κώδικα Δικηγόρων προσδιορίζει τη θέση του δικηγόρου στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, θέση που προσδιορίζεται ειδικά ως «θεμελιώδης», «ισότιμη», «ανεξάρτητη» και «αναγκαία» για την απονομή της.
Μετά τον προσδιορισμό του εννοιολογικού πυρήνα της δικηγορίας έρχεται στη συνέχεια της συστηματικής κατάταξης ως ειδικότερος όρος του λειτουργήματος η έννοια του ελεύθερου επαγγέλματος στο οποίο προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα προς τον δικηγόρο, το οποίο συνιστά υπηρεσία που αμείβεται είτε ανά υπόθεση είτε με πάγια αμοιβή ή με μισθό, ενώ διακρίνεται ρητά η έννοια του δικηγορικού επαγγέλματος από την εμπορική δραστηριότηταυπό την έννοια ότι η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν, εμπορική πράξη, πρωτότυπη ή παράγωγη.
Εν συνεχεία ακολουθεί ο καθορισμός των αρχών και αξιών στην άσκηση της δικηγορίας, όπου ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, το Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Περαιτέρω, το άρθρο 5 εδ. β’ προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα στις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας, όχι μόνον τους γραπτούς κανόνες, αλλά και εκείνους που έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας και διατυπώνονται στον Κώδικα, τους οποίους οφείλει να ακολουθεί ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του καθήκοντος του δικηγόρου κατά την άσκηση της δικηγορίας συγκαταλέγεται η εχεμύθεια, η οποία χαρακτηρίζεται ως απαραβίαστη υπέρ του εντολέα του, για όσα αυτός του εμπιστεύθηκε ή περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, θεσπιζομένου ούτως του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου, ο οποίος δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε, εκτός εάν συγκεκριμένη πράξη, ενέργεια ή παράλειψη στο πλαίσιο της εντολής έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον του.
Τέλος, ο δικηγόρος διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης, δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του.
Εν συνεχεία προσδιορίζονται στον Κώδικα Δικηγόρων απαγορευτικοί και επιτακτικοί κανόνες (άρθρο 7) καθώς και επιτρεπτικοί (άρθρο 8) κανόνες επαγγελματικής ενασχόλησης, δηλαδή τι απαγορεύεται ρητά και τι επιτρέπεται να πράττει ο δικηγόρος στο πλαίσιο της άσκησης της δικηγορίας, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς το πλαίσιο άσκησης των επαγγελματικών καθηκόντων του.
Στο άρθρο 7 προσδιορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες ο δικηγόρος αυτοδίκαια αποβάλλει αυτήν την ιδιότητα (του δικηγόρου) και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιφυλασσομένης της διάταξης του άρθρου 31 του Κώδικα,καθώς και εκείνος που αποκτά την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο ή ασκεί έργα ή καθήκοντα διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή ή εκπροσώπου σε οποιαδήποτε κεφαλαιουχική ή προσωπική εμπορική επιχείρηση ή κοινοπραξία (εκτός αν στην τελευταία περίπτωση άλλος ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά), και εκείνος που ασκεί άλλο επάγγελμα, και ιδιαίτερα εμπόρου ή μεσίτη, καθώς και κάθε άλλη εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα. Δικηγόρος, που στο πρόσωπό του συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον σύλλογο που ανήκει και να υποβάλλει την παραίτησή του. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του οικείου δικηγορικού συλλόγου, βεβαιώνει την απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου, αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε. Η απόφαση αυτή, ανακοινώνεται στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ρητά προβλέπεται ότι δεν θίγεται το κύρος των διαδικαστικών και δικονομικών πράξεων που διενήργησε ο δικηγόρος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης.
Η έννοια του strictosensuασυμβίβαστου φαίνεται ότι κάμπτεται ήδη από το νομοθέτη με μία ιδιότυπη έννοια ήπιου ασυμβίβαστου, που επιτρέπει άλλα καθήκοντα. Το ήπιο ασυμβίβαστο συνοδεύεται όμως από τη ρητή μνεία απώλειας της ιδιότητας του δικηγόρου για εκείνον που αποκτά την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο ή ασκεί έργα ή καθήκοντα διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή ή εκπροσώπου σε οποιαδήποτε κεφαλαιουχική ή προσωπική εμπορική επιχείρηση ή κοινοπραξία (εκτός αν στην τελευταία περίπτωση άλλος ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά), και εκείνος που ασκεί άλλο επάγγελμα, και ιδιαίτερα εμπόρου ή μεσίτη, καθώς και κάθε άλλη εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα.
Και πάλι εδώ μια γενική ρήτρα απαγόρευσης κάθε άλληςεργασίας, υπηρεσίας ή απασχόλησης που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα δημιουργεί ερμηνευτικές δυσχέρειες, καθώς δεν προσδιορίζεται περαιτέρω και δεν εξειδικεύεται τί «συνάδει» με το δικηγορικό λειτούργημα. Μετά βεβαιότητας και από την ίδια τη γραμματική ερμηνεία ο νομοθέτης δεν κατέλειπε αμφιβολία ως προς το ασυμβίβαστο του δικηγόρου του οποίου η δραστηριότητα εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία άσκησης του λειτουργήματος, δηλαδή την εκπροσώπηση στο Δικαστήριο, με την οποία δεν μπορεί να συνάδει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, με αποκλειστική εννοιολογική οριοθέτηση της εκπροσώπησης και υπεράσπισης του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, στον δημόσιο χαρακτήρα της ως θεμελίου του κράτους δικαίου. Το κράτος δικαίου στηρίζεται στην εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό,καθώς αυτή η εκπροσώπηση του εντολέως στο Δικαστήριο δομείται πάνω στην έννοια της κρατικής διαφάνειας[1]. Η κρατική διαφάνεια συμπεριλαμβάνει την πρόσβαση στη διαδικασία και τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται μια δικαστική απόφαση, αλλά και την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας προκειμένου ο δικηγόρος να είναι σε θέση να διαφωτίσει τον εντολέα που εκπροσωπεί στο Δικαστήριο, ώστε ο πολίτης να μπορεί να κατανοήσει για ποιους λόγους η δικαστική ή η κρατική εξουσία καταλήγει σε μια συγκεκριμένη απόφαση ή ενέργεια και την αποκάλυψη κάθε στοιχείου που επηρεάζει την κρατική δράση, ως έκφανση της δημοκρατικής αρχής.
Η δημοκρατική αρχή είναι η θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος, στην οποία βρίσκει έρεισμα η αρχή της διαφάνειας της κρατικής δράσης και η αρχή του κράτους δικαίου (άρ. 25 παρ. 1 εδ. α’ Συντάγματος), βασική συνιστώσα του οποίου είναι η αρχή της νομιμότητας της διοίκησης. Αυτή εξασφαλίζεται σε συνθήκες διαφάνειας, διότι ο ασκών το δικηγορικό λειτούργημα με δικαίωμα εκπροσώπησης και υπεράσπισης του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, είναι σε θέση να συμβάλει αφενός μεν ότι θα αποκαλυφθεί ενδεχόμενη παρανομία αφετέρου δε πολλώ μάλλον είναι σε θέση να ενεργήσει προς αποκατάσταση της αρχής της νομιμότητας είτε μέσω της διοικητικής είτε μέσω της δικαστικής οδού. Έτσι καθίσταται κυριαρχική η σημασία της αρχής της κρατικής διαφάνειας, η οποία διασφαλίζεται με την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, με αποκλειστικό γνώμονα και σκοπό την αποτελεσματική άσκηση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο ισχύον Σύνταγμα.Περαιτέρω, η κρατική διαφάνεια αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της προστασίας των προσωπικών δεδομένων[2], η οποία βρίσκει την κυριότερη έκφανσή της στην πρόσβαση στα διοικητικά εν ευρεία εννοία έγγραφα. Το λειτούργημα του δικηγόρου κατά την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, και η συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή συμβάλλει εν προκειμένω στην διασφάλιση όσι μόνον στην προστασία των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και των προσωπικών δεδομένων και της πρόσβασης του υποκειμένου, δηλαδή του εντολέως του, στα έγγραφα και τη διαδικασία που ακολουθείται.
Ενώ η αποτελεσματική άσκηση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, επιτυγχάνεται και με τις τρεις (3) βασικές κατηγορίες άσκησης του λειτουργήματος, όπως αυτές αποτυπώνονται στη συστηματική κατάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, δηλ. την εκπροσώπηση σε Δικαστήριο, την παροχή νομικών συμβουλών και τη συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή, φαίνεται ότι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, και η συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή συνιστούν δραστηριότητες που αποτελούν άνευ ετέρου θεμέλιο της αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, οι οποίες δεν συνάδουν με οποιοδήποτε άλλο λειτούργημα ή δραστηριότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ΄ανάγκη ότι ισχύει και για την παροχή νομικών συμβουλών χωρίς το δικαίωμα εκπροσώπησης σε δικαστήριο ή αρχή. Και αυτό διότι η τελευταία δραστηριότητα παραμένει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί διαφώτιση του εντολέα και δεν εκδηλώνεται δημόσια με τον ίδιο(δημόσιο) χαρακτήρα που έχει η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό,ή και η συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή. Η παροχή νομικών συμβουλών είναι υπηρεσία που παρέχει ο δικηγόρος η οποία μπορεί να είναι συμβατή και με άλλες δραστηριότητες.
Ο νομοθέτης καθορίζει strictosensuασυμβίβαστο για τον δικηγόρο (α) με μια εν λευκώ διάταξη, που παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις του εμπορικού δικαίου («για εκείνον που αποκτά την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο»), (β) με μια ρητή απαγόρευση για τον έμπορο και τον μεσίτη («για εκείνον που ασκεί άλλο επάγγελμα, και ιδιαίτερα εμπόρου ή μεσίτη»), και (γ) με μια αφηρημένη απαγόρευση που εισάγει την αόριστη νομική έννοια της δραστηριότητας που «δεν συνάδει» με το δικηγορικό λειτούργημα. Συνεπώς ο νομοθέτης έχει ήδη εκφράσει τη βούλησή του ότι η εμπορική ιδιότητα και η ιδιότητα του μεσίτη δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα, και μάλιστα ειδικώς αυτό που αφορά την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, και η συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή συνιστούν δραστηριότητες που αποτελούν άνευ ετέρου θεμέλιο της αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, οι οποίες δεν συνάδουν με οποιοδήποτε άλλο λειτούργημα ή δραστηριότητα, πολλώ δε μάλλον με την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο, άρα είναι δικαιολογημένη η ευθεία απαγόρευση της άσκησης της δραστηριότητας του εμπόρου και του μεσίτη.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεωνη οποία δεν εντάσσεται, κατά τις ανωτέρω αναπτύξεις, στην ίδια έννοια του strictosensuασυμβίβαστου καθώς θα μπορούσε αυτή, και μόνον αυτή, να διαχωρισθεί από την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, και τη συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή,ώστε να θεωρείται ότι η παράσταση σε δικαστήριο συνιστά τον εννοιολογικό πυρήνα της θέσης του δικηγόρου στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, θέση που προσδιορίζεται ειδικά ως «θεμελιώδης», «ισότιμη», «ανεξάρτητη» και «αναγκαία» για την απονομή της.Και η παροχή, όμως, νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, δεν διαχωρίζεται ως επαγγελματική ενασχόληση, από αυτήν του δικηγόρου που παρίσταται στο Δικαστήριο και συμβάλλει στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργός της δικαιοσύνης, πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να μην θεωρείται,και αυτή, ως ισότιμη με την εκπροσώπηση στο Δικαστήριο, που προσδιορίζεται ειδικά ως «θεμελιώδης», «ισότιμη», «ανεξάρτητη» και «αναγκαία» για την απονομή της Δικαιοσύνης. Θα έλεγε κανείς, ότι η εκπροσώπηση στο Δικαστήριο έχει ως προϋπόθεση και αναγκαίο πρότερο στάδιο την παροχή νομικών συμβουλών. Η διάκριση αυτή που ο νομοθέτης ρητά έχει επιλέξει, δίδει την δυνατότητα για περαιτέρω προβληματισμό, delegeferenda, και ειδικά ότι πράγματι θα μπορούσε να εισαχθεί ένα νέο κριτήριο διαχωρισμού, αφενός με τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών (έμμισθου ή μη) νομικού συμβούλου χωρίς το δικαίωμα παράστασης στο δικαστήριο, και αφετέρου την καθολική απαγόρευση –strictosensu ασυμβίβαστο του δικηγόρου που παρίσταται στο Δικαστήριο για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ανεξαιρέτως, πέραν όσων ορίζει ο Κώδικας Δικηγόρων. Παραμένει έτσι αναλλοίωτο το καθήκον εχεμύθειας, η οποία χαρακτηρίζεται ως απαραβίαστη υπέρ του εντολέα του δικηγόρου, για όσα αυτός του εμπιστεύθηκε ή περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, θεσπιζομένου ούτως του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου, ο οποίος δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε, εκτός εάν συγκεκριμένη πράξη, ενέργεια ή παράλειψη στο πλαίσιο της εντολής έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον του. Διατηρείται και προστατεύεται πλήρως η ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης, και ο δικηγόρος δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του.
Τα κράτη μέλη της Ε.Ε., δεδομένων των διαφορετικών δραστηριοτήτων του επαγγέλματος, π.χ. η εκπροσώπηση στο δικαστήριο, οι νομικές συμβουλές, η κατάρτιση νομικών εγγράφων, έχουν υιοθετήσει διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς την έκταση των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται στους δικηγόρους. Όλα τα κράτη μέλη επιφυλάσσουν για τους δικηγόρους δραστηριότητες που σχετίζονται με την εκπροσώπηση του εντολέα ενώπιον των δικαστικών αρχών, αν και ο τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται πραγματικά μπορεί να διαφέρει (η δραστηριότητα μερικές φορές μοιράζεται με άλλα νομικά επαγγέλματα). Η Ισπανία, για παράδειγμα, ρυθμίζει δύο επαγγέλματα στον τομέα: Abogados και Procuradores. Ωστόσο, διατηρεί ορισμένες δραστηριότητες αποκλειστικά για τους τελευταίους, όπως η τεχνική εκπροσώπηση των πελατών ή η προώθηση των εγγράφων στα δικαστήρια, ενώ οιAbogadosπαριστάμενοι στο Δικαστήριο έχουν τα προσόντα για την εκτέλεση αυτών των δραστηριοτήτων και υπόκεινται σε παρόμοιους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Αγγλία και η Ουαλία, η Βόρεια Ιρλανδία και η Σκωτία έχουν συγκεκριμένους κανόνες για τα επαγγέλματα του solicitorκαι του barristerή advocateστις δύο αυτές κατηγορίες, ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων όπως το δικαίωμα της επ΄ακροατηρίω παράστασης, η επίλυση διαφορών, δραστηριότητες δοκιμασίας, συμβολαιογραφικές δραστηριότητες και η σύνταξη ενόρκων καταθέσεων. Οι νομικές συμβουλές προορίζονται για δικηγόρους σε πολλά κράτη μέλη, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία και η Σλοβακία. Στο πλαίσιο αυτό, η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο της επιφύλαξης μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες σε τομείς όπως η παροχή διαδικτυακών νομικών διαβουλεύσεων και η ψηφιακή αυτοματοποίηση των νομικών εγγράφων από μη δικηγόρους ή από αυτοματοποιημένες μηχανές παροχής νομικής πληροφόρησης, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη παροχής νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων που έχει επεκταθεί σε ιδιαίτερα εξειδικευμένα νομικά ζητήματα.
Σύμφωνα με την ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/958 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2018 «σχετικά με τον έλεγχο αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέας νομοθετικής κατοχύρωσης των επαγγελμάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ισχύουσες απαιτήσεις, μεταξύ άλλων τη συνεχή επαγγελματική εξέλιξη», την υποχρεωτική εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα, τα συστήματα καταχώρισης ή αδειοδότησης, τους ποσοτικούς περιορισμούς, τις ειδικές απαιτήσεις νομικής μορφής και τις απαιτήσεις εταιρικής συμμετοχής, τους εδαφικούς περιορισμούς, τους περιορισμούς που αφορούν δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων «και τους κανόνες περί ασυμβίβαστου».
Οι επιτρεπτικοί κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Κώδικα Δικηγόρων εντάσσονται στους κανόνες των οποίων η τήρηση εξαρτάται από την ιδιωτική βούληση του δικηγόρου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, από το πλαίσιο το οποίο έχει καθορίσει, κατ΄εξαίρεση, ο Κώδικας Δικηγόρων, να ασκεί τα καθήκοντά του ο δικηγόρος προκύπτει ο ήπιος χαρακτήρας της έννοιας του ασυμβίβαστου, ώστε να δύναται να γίνει λόγος, ότι το ασυμβίβαστο που θεσπίζεται στον Κώδικα Δικηγόρων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρκατηρισθεί ως απόλυτο. Ανεξάρτητα από την ιδιότητα του εμμίσθου δικηγόρου που επιτρέπεται να παρέχει σε εντολέα με ετήσια ή μηνιαία αμοιβή νομικές υπηρεσίες ως δικαστικός ή νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος με έμμισθη εντολή, είτε αυτός ανήκει στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, ο Κώδικας Δικηγόρων επιτρέπει στον δικηγόρο να διδάσκει μαθήματα νομικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων επιστημών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης, επιμόρφωσης ή κατάρτισης οποιουδήποτε φορέα, να προσφέρει ερευνητικές υπηρεσίες με οποιαδήποτε σχέση σε ερευνητικούς φορείς και ερευνητικά προγράμματα ή υπηρεσίες, να ενεργεί δημοσιογραφικές εργασίες ή να ασχολείται με τις τέχνες, τον πολιτισμό και τη συγγραφή και έκδοση βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων έντυπων και ηλεκτρονικών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1δ του άρθρου 7, να είναι βουλευτής ή ευρωβουλευτής, να είναι διορισμένος σε θέση μετακλητή στη Βουλή, σε γραφεία υπουργών, υφυπουργών, γενικών γραμματέων, σε θέση μέλους της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής και Επιστημονικών Συνεργατών βουλευτών, να είναι εκκαθαριστής σε νομικά πρόσωπα ή περιουσίες, να εκτελεί έργα πραγματογνώμονα ή τεχνικού συμβούλου, να είναι μέλος ή να ασκεί καθήκοντα διαχειριστή σε αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία. Στο άρ. 8 περ. ι’ «διευρύνει» ο Κώδικας Δικηγόρων το ήπιο ασυμβίβαστο της δραστηριότητας με μια γενική ρήτρα επιτρέποντας για «κάθε άλλη δραστηριότητα που δεν υπάγεται στις διατάξεις για την αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας και για την πλήρη ή μερική αναστολή της άσκησης του λειτουργήματος του δικηγόρου», δίχως να εξειδικεύει έτι περαιτέρω με αυτήν την διατύπωση το αληθές νόημα, τι θα ήθελε ο νομοθέτης να επιτρέψει στον Δικηγόρο, με αποτέλεσμα να καταλείπεται στην ερμηνεία των εκάστοτε κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών και επαγγελματικών περιστάσεων της άσκησης της δικηγορίας.
Η αλήθεια είναι ότι οι ήδη προβλεπόμενοι επιτρεπτικοί κανόνες δίνουν έναυσμα για πολλή σκέψη ως προς το εάν ο νομοθέτης θέλησε ποτέ να προχωρήσει όχι μόνον στην strictosensuέννοια του ασυμβιβάστου με απόλυτο χαρακτήρα, καθώς αυτή έχει ήδη αποκλειστεί, αλλά εάν ήθελε καν να κάνει λόγο για γνήσιο και απόλυτο ασυμβίβαστο της επαγγελματικής ενασχόλησης εν γένει του Δικηγόρου. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να θεωρείται γνήσιο ασυμβίβαστο η παράδοση μαθημάτων νομικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων επιστημών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης, επιμόρφωσης ή κατάρτισης οποιουδήποτε φορέα, χωρίς έστω τη στοιχειώδη αμοιβή. Αυτός ο επιτρεπτικός κανόνας του Κώδικα Δικηγόρων συνδυαζόμενος με τον επιτρεπτικό κανόνα να ασκεί καθήκοντα διαχειριστή σε αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία οδηγεί χωρίς αμφιβολία σε καταφατική απάντηση, ώστε να είναι επιτρεπτή για τον δικηγόρο η άσκηση καθήκοντος διαχειριστή σε αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία με αντικείμενο την παράδοση μαθημάτων νομικών επιστημών.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η διατύπωση των επιτρεπτικών κανόνων προς τον δικηγόρο να προσφέρει ερευνητικές υπηρεσίες με οποιαδήποτε σχέση σε ερευνητικούς φορείς και ερευνητικά προγράμματα ή υπηρεσίες, καθώς και αυτή δεν νοείται να παρέχεται άνευ αμοιβής, καθώς αποτελεί και αυτή αυτοτελή επαγγελματική δραστηριότητα.
Οι δημοσιογραφικές εργασίες που εντάσσονται κατά κύριον λόγο στις επιτρεπόμενες δραστηριότητες ή πολλώ μάλλον η έκδοση εφημερίδων έντυπων και ηλεκτρονικών, βιβλίων και περιοδικών, εκφράζουν την βούληση του νομοθέτη να μην περιορίζονται λόγω της ιδιότητας του δικηγόρου παρά την επιφύλαξη των διατάξεων του απαγορευτικού κανόνα (της παραγράφου 1δ του άρθρου 7) της απόκτησης εμπορικής ιδιότητας, η οποία (επιφύλαξη) ουσιαστικά ακυρώνει τον κανόνα που εισάγει ο επιτρεπτικός κανόνας. Και τούτο καθώς δεν νοείται τέτοια δραστηριότητα εκδότηεφημερίδων έντυπων και ηλεκτρονικών, βιβλίων και περιοδικών, χωρίς να είναι σε θέση να αποκτά κανείς ταυτόχρονα εμπορική ιδιότητα.
Περαιτέρω, η ιδιότητα του βουλευτή ή του ευρωβουλευτή έχει νομοθετηθεί και νομολογηθεί (ΕΔΔΑ) ως μη εντασσόμενη στο ασυμβίβαστο, ενώ θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πολλές σκέψεις, κατά πόσον αυτή είναι συμβατή με την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και τη θέση του δικηγόρου στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, θέση που προσδιορίζεται ειδικά ως «θεμελιώδης», «ισότιμη», «ανεξάρτητη» και «αναγκαία» για την απονομή της. Ο βουλευτής είναι εκπρόσωπος της νομοθετικής εξουσίας και ταυτόχρονα καλείται να ασκήσει δραστηριότητα «θεμελιώδη», «ισότιμη», «ανεξάρτητη» και «αναγκαία» για την απονομή της Δικαιοσύνης, μιας συνταγματικά διακριτής εξουσίας από αυτήν που υπηρετεί, δηλ. τη νομοθετική. Τούτο δε το συμπέρασμα ενισχύεται στην περίπτωση του επιτρεπτικού κανόνα να είναι ο δικηγόρος διορισμένος σε θέση μετακλητή στη Βουλή, σε γραφεία υπουργών, υφυπουργών, γενικών γραμματέων, σε θέση μέλους της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής και Επιστημονικών Συνεργατών βουλευτών. Δεν είναι όλες αυτές οι θέσεις, από τη φύση του πράγματος ήδη, αν όχι ασύμβατες, τουλάχιστον ξένες προς το ουσιαστικό νόημα και τη φύση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος ;
Και έρχεται ο τελευταίος επιτρεπτικός κανόνας προς το δικηγόρο να είναι εκκαθαριστής σε νομικά πρόσωπα ή περιουσίες, ή να εκτελεί έργα πραγματογνώμονα ή τεχνικού συμβούλου. Σύμφωνα με το άρ. 167 Ν. 4548/2028, ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου, ενώ όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο. Δεν είναι οι αρμοδιότητες που επωμίζεται σε αυτήν την περίπτωση ο δικηγόρος, από τη φύση του πράγματος ήδη, αν όχι ασύμβατες, τουλάχιστον ξένες προς το ουσιαστικό νόημα και τη φύση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος;
Συμπερασματικά, η διάκριση που ο νομοθέτης ρητά έχει επιλέξει, σε τρεις (3) βασικές κατηγορίες άσκησης του λειτουργήματος,(Α) εκπροσώπηση σε Δικαστήριο, (Β) παροχή νομικών συμβουλών και (Γ) συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή, δίδει την δυνατότητα για περαιτέρω προβληματισμό, delegeferenda,ότι θα μπορούσε να εισαχθεί ένα νέο κριτήριο διαχωρισμού, με σκοπό τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων του νομικού συμβούλου και σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες και κλάδους χωρίς το δικαίωμα παράστασης στο δικαστήριο, υπό τον απαράβατο όρο της απόλυτης προστασίας της δραστηριότητας του δικηγορικού λειτουργήματος με εκπροσώπηση σε Δικαστήριο και του δικηγόρου, που παρίσταται στο Δικαστήριο με απόλυτο ασυμβίβαστο για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ανεξαιρέτως: Το περιεχόμενο του λειτουργήματος της εκπροσώπησης και υπεράσπισης του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, είναι exnaturamασυμβίβαστο με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.
Η παροχή νομικών συμβουλών χωρίς το δικαίωμα εκπροσώπησης σε δικαστήριο ή αρχή παραμένει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί διαφώτιση του εντολέα και δεν εκδηλώνεται δημόσια με τον ίδιο (δημόσιο) χαρακτήρα που έχει η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του δικηγόρου σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, ή και η συμμετοχή του δικηγόρου σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή. Με την αντίστοιχη νομοθετική μεταρρύθμιση θα μπορεί η παροχή συμβουλευτικών νομικών υπηρεσιών, και μόνον, χωρίς δικαίωμα παράστασης και εκπροσώπησηςσε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό,να συνιστά δραστηριότητα συμβατή και με άλλες, με τρόπο που προστατεύειμεν το κύρος του λειτουργήματος αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει τη δυνατότητα ανοίγματος της οικονομικής και εργασιακήςανάπτυξης, τη διεύρυνση και επαύξησητων ευκαιριών επαγγελματικής αποκατάστασης και ενίσχυση της απασχόλησης.
[1]Η έννοια της διαφάνειας στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, (Γ. Μπαμπινιώτη, 1998, σελ. 502), ορίζεται «η ιδιότητα σώματος να επιτρέπει στο φως να το διαπερνά, με αποτέλεσμα να μπορεί να δει κανείς μέσα από αυτό», μεταφορικά δε αποδίδεται ως «η μη χρησιμοποίηση μυστικών, παράνομων ή/και δόλιων μέσων και διαδικασιών ο έλεγχος των κυβερνητικών διαδικασιών από την κοινωνία, η υπέρβαση των κλειστών διαδικασιών», βλ. Τροβά, 2005, σελ. 19 επ.
[2]Για την προβληματική της σχέσης μεταξύ διαφάνειας και προσωπικών δεδομένων βλ. Βλαχόπουλου Σπ., «Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων, Τα όρια μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης στην εκτελεστική εξουσία», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 77 επ.
*Εισήγηση προς το 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διοικητικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων, που έλαβε χώρα στην Αλεξανδρούπολη την 3-6 Οκτωβρίου 2024