Του Γιάννη Στουρνάρα, Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Ημερησία
• Τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίσαμε μια πρωτοφανή σειρά διαταραχών από την πλευρά της προσφοράς – οι οποίες δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν με μέτρα νομισματικής πολιτικής – και καταφέραμε να μειώσουμε τον πληθωρισμό σε επίπεδα κοντά στον στόχο μας μέσα σε 18 μήνες από την κορύφωσή του, ενώ ταυτόχρονα αποφύγαμε να οδηγήσουμε την οικονομία σε ύφεση.
• Αυξήσαμε τα επιτόκια σε επαρκώς υψηλά επίπεδα ώστε να τιθασεύσουμε τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουμε ύφεση – αυτός ήταν ο πρώτος άξονας των πολιτικών που εφαρμόσαμε – και παράλληλα δρομολογήσαμε τη σταδιακή μείωση του μεγέθους του ισολογισμού μας – ο δεύτερος άξονας της εργαλειοθήκης πολιτικής μας.
• Οι παρεμβάσεις της νομισματικής πολιτικής μας αποδείχθηκαν ρεαλιστικές, ευέλικτες και ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
• Καθώς ο πληθωρισμός πλησιάζει τον στόχο του 2%, ενώ η οικονομική ανάκαμψη και η πιστωτική επέκταση παραμένουν αδύναμες, αποφασίσαμε ότι ο βαθμός αυστηροποίησης δεν είναι πλέον σκόπιμο να διατηρηθεί. Όπως γνωρίζετε, κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου τον προηγούμενο Ιούνιο κάναμε το πρώτο βήμα για να μειώσουμε τα επιτόκια από τα πρωτοφανή υψηλά επίπεδα στα οποία είχαν διαμορφωθεί.
• Μειώσαμε τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μια πενταετία (από τον Σεπτέμβριο του 2019).
• Ωστόσο, η νομισματική μας πολιτική παραμένει περιοριστική και θα συνεχίσει να είναι περιοριστική για κάποιο χρονικό διάστημα.
• Οι συνθήκες χρηματοδότησης, ιδίως όσον αφορά τους πιο μακροχρόνιους ορίζοντες αποπληρωμής, έχουν γίνει σημαντικά πιο περιοριστικές από ό,τι ήταν στις αρχές του έτους και θα παραμείνουν περιοριστικές ακόμη και μετά από αρκετές μειώσεις των επιτοκίων.
• Η υπό εξέλιξη συρρίκνωση του ισολογισμού μας, δηλαδή των κεντρικών τραπεζών που απαρτίζουν το Ευρωσύστημα, ως αποτέλεσμα της σταδιακής μείωσης των προγραμμάτων αγοράς τίτλων και της αποπληρωμής των TLTROs στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, θα σημάνει περαιτέρω αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης.
• Η πρόκληση για την προσεχή περίοδο είναι να εξασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να υποχωρεί και θα πλησιάσει εγκαίρως τον στόχο μας, ενώ παράλληλα θα ενισχύονται οι ρυθμοί ανάπτυξης φθάνοντας σε διατηρήσιμα επίπεδα που εγγυώνται πλήρη απασχόληση.
• Υπό αυτές τις περιστάσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο καλείται να βρει τη χρυσή τομή στο εξής δίλημμα:
• Θέλουμε να οδηγήσουμε τον πληθωρισμό στον στόχο μας μέχρι το τέλος του 2025. Αυτό θα απαιτήσει περιοριστική νομισματική πολιτική τους προσεχείς μήνες.
• Από την άλλη πλευρά όμως, δεν θέλουμε να υπονομεύσουμε την οικονομική ανάκαμψη που έχει ξεκινήσει και να διακινδυνεύσουμε να ωθήσουμε τον πληθωρισμό σε επίπεδα χαμηλότερα από τον στόχο του 2%.
• Πράγματι, σύμφωνα με τις προβολές του Ιουνίου, ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί κάτω από τον στόχο όλα τα τρίμηνα του 2026.
• Δεν θα σχολιάσω τις πιθανές περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων κατά το τρέχον έτος, θα επισημάνω μόνο ότι, πρώτον, πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα στοιχεία και, δεύτερον, ακόμη και με περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων, η νομισματική πολιτική θα παραμείνει περιοριστική.
• Σ’ αυτή την πορεία, οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνονται σύμφωνα με μια σταδιακή και ευέλικτη προσέγγιση. Αυτό είναι ένας κρίσιμος παράγοντας που θα μετριάσει την ανεπιθύμητη οικονομική μεταβλητότητα και τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και την αναλογικότητα των μέτρων νομισματικής πολιτικής και διαφυλάσσει την αξιοπιστία μας.
• Θα συνεχίσουμε να λαμβάνουμε αποφάσεις με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία, αξιολογώντας όλες τις νεότερες πληροφορίες που θα ανακύπτουν από συνεδρίαση σε συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, θα συνεχίσουμε να κινούμαστε με προσεκτικά βήματα και θα παραμείνουμε σε εγρήγορση ώστε, εφόσον χρειαστεί, να προσαρμόσουμε κατάλληλα την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μας με σταδιακές μειώσεις των επιτοκίων μας.
• Θα ήθελα να τονίσω τους εξής παράγοντες, οι οποίοι, κατά την άποψή μου, εξηγούν την, μέχρι τώρα τουλάχιστον, επιτυχία της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ να επαναφέρει τον πληθωρισμό πολύ κοντά στον στόχο του 2% μετά από μια σειρά διαταραχές, κυρίως από την πλευρά της προσφοράς αλλά και από την πλευρά της ζήτησης, που ξεκίνησαν με την πανδημία και συνεχίστηκαν με την αδικαιολόγητη και αιματηρή εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πρώτον, η θεσμική ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των λοιπών κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος.
Δεύτερον, η προσήλωση στον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό, και η χρήση των βασικών επιτοκίων ως το κύριο εργαλείο νομισματικής πολιτικής, μαζί με μη συμβατικά ποσοτικά μέτρα όταν αυτό απαιτήθηκε από τις μακροοικονομικές και νομισματικές συνθήκες.
Τρίτον, ο ρεαλισμός, η ευελιξία και η σταδιακή προσέγγιση, σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας.
Τέταρτον, η απλή και κατανοητή επικοινωνία που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ.