Στη δουλειά της Λίντα Γκρεμπί μετράει η λεπτομέρεια. Αφού φορέσει τη «διαστημική στολή» θα ψεκάσει με απολυμαντικό το κοντάρι της σφουγγαρίστρας, τους κουβάδες, μέχρι και τις ρόδες του καροτσιού της. Σε κάθε δωμάτιο ασθενούς θα αλλάξει γάντια και βετέξ, θα απολυμάνει κομοδίνα και πόμολα, χερούλια και περβάζια. Δεν θα σκουπίσει το πάτωμα, «για να μη σηκωθεί στον αέρα το μικρόβιο», και θα προσέξει πώς ανοίγει τις πόρτες. Πρέπει να παρατηρεί την κάθε κίνηση. Μόλις η ποδιά ενός γιατρού ακουμπήσει κάποια επιφάνεια θα την ψεκάσει ξανά και ξανά. Το παραμικρό λάθος μπορεί να διασπείρει τον ιό.
«Είμαι πλέον σαν ρομπότ. Όλα γίνονται μηχανικά», λέει η 39χρονη καθαρίστρια. Μόλις έχει βγει από τη μολυσματική περιοχή κλινικής στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου περιθάλπονται ασθενείς με COVID-19. Έχει κόκκινα αυτιά και μάγουλα. Τη συναντάμε στο καμαράκι των καθαριστριών στο υπόγειο του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας. Εδώ, πλάι στα ερμάρια όπου συνάδελφοί της φυλούν τις αλλαξιές τους, θα πάρει δυο ανάσες.
«Παθαίνεις ασφυξία, αφυδάτωση, ιδρώνεις μέσα στη στολή. Και θα χρειαστεί να κάτσεις γύρω στις τρεις ώρες εκεί μέσα, μέχρι να τελειώσεις», λέει.
Με καταγωγή από τους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας, η κ. Γκρεμπί έχει συμπληρώσει δύο δεκαετίες ως καθαρίστρια σε ελληνικά νοσοκομεία. Έχει σπουδάσει κομμωτική αλλά δεν την εξάσκησε, ήθελε να γίνει νοσηλεύτρια αλλά δεν το επεδίωξε. Στο παρελθόν ήταν υπάλληλος ιδιωτικού συνεργείου καθαριότητας και από τον περασμένο Δεκέμβριο εργάζεται ως συμβασιούχος. Λέει ότι ο μηνιαίος μισθός της είναι 600 ευρώ καθαρά συν 35 ευρώ για ένα ανήλικο τέκνο.
Τρεις φορές έφτασε στα πρόθυρα παραίτησης λόγω της πανδημίας. Και άλλοι συνάδελφοί της φοβήθηκαν. Ορισμένοι αρνήθηκαν να μετακινηθούν σε κλινικές COVID-19 ή προφασίστηκαν ασθένεια. Εκείνη, όπως και πολλές ακόμη καθαρίστριες, παρέμεινε στη θέση της.
«Πρέπει να έχεις αντοχές για να κάνεις αυτή τη δουλειά», λέει.
Πέρα από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά της πανδημίας, στην ομαλή λειτουργία κάθε κλινικής συνεισφέρουν και άλλοι, συχνά αθέατοι στο ευρύ κοινό, εργαζόμενοι. Η συμβολή τους δεν είναι αμελητέα. Εάν λείψουν από το πόστο τους ποιος θα σερβίρει τους ασθενείς και θα στρώσει τα σεντόνια τους, ποιος θα μαζέψει τα σκουπίδια τους; Είναι και αυτοί απαραίτητοι κρίκοι στην αλυσίδα της περίθαλψης.
Η προσφορά
Η 53χρονη Λουκία Μαρέτη έχει περάσει από διάφορα επαγγέλματα. Είχε εργαστεί σε Goody’s, σε ζαχαροπλαστείο και σε φούρνο, για ένα διάστημα πρόσεχε παιδιά. Εδώ και επτά χρόνια είναι τραπεζοκόμος σε νοσοκομείο. «Μου αρέσει. Είναι ένας τρόπος να προσφέρω στον συνάνθρωπο και είναι και τρόπος επιβίωσης», λέει.
Για δύο εβδομάδες, κατά τις πρώτες αφίξεις ασθενών με COVID-19 στο Κέντρο Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του «Σωτηρία», η κ. Μαρέτη και οι υπόλοιπες τραπεζοκόμοι δεν έμπαιναν στους θαλάμους του πρώτου ορόφου. Η οδηγία ήταν να αφήνουν τον δίσκο απέξω και οι νοσηλευτές θα συνέχιζαν το έργο τους.
Της φάνηκε παράξενη αυτή η αλλαγή, η έλλειψη επικοινωνίας με τον άρρωστο. Ώσπου αυξήθηκαν τα περιστατικά, μεγάλωσε ο φόρτος εργασίας και κλήθηκε και η ίδια να βάλει την ολόσωμη στολή. Φοράει διπλά γάντια, αλλάζοντας το εξωτερικό ζευγάρι ανά δωμάτιο. «Υπήρχε μεγάλος φόβος», λέει. «Αλλά δεν τον άφησα να με πανικοβάλει».
Τα γεύματα μεταφέρονται με ένα φορτηγό από τα γειτονικά μαγειρεία στο υπόγειο του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του «Σωτηρία». Τοποθετούνται σε θερμοτράπεζα για να κρατηθούν ζεστά και σερβίρονται αργότερα σε αλουμινένια σκαφάκια μιας χρήσης. Οι τραπεζοκόμοι του κτιρίου εξηγούν στην «Κ» ότι αγόρασαν με δικά τους έξοδα από μια αποθήκη χαρτικών 600 σκεύη, μαζί με πλαστικά μαχαιροπίρουνα, για να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών. Σκέφτηκαν ότι γλιτώνοντας το πλύσιμο πιάτων θα περιόριζαν και την έκθεσή τους στο ιικό φορτίο.
Η προϊσταμένη τούς έχει συμβουλεύσει όσες εισέρχονται στα δωμάτια του πρώτου ορόφου κατά την πρωινή βάρδια να μοιράζουν μαζί με το τσάι ή το γάλα και το δεκατιανό (κομπόστα, γιαούρτι ή ρυζόγαλο), σε αντίθεση με ό,τι έκαναν παλιότερα. Σκοπός είναι να περιορίσουν όσο μπορούν τις εισόδους στους θαλάμους.
Στο ισόγειο, στη Γ΄ Παθολογική Κλινική, η σίτιση γίνεται από τη βεράντα. Στο παρελθόν, στα χρόνια που το «Σωτηρία» λειτουργούσε ως σανατόριο για φυματικούς, αυτά τα φαρδιά μπαλκόνια χρησίμευαν ως «εξώστες αεροθεραπείας». Εδώ η τραπεζοκόμος αρκεί να φοράει γάντια και μάσκα καθώς δεν έρχεται σε άμεση επαφή με νοσηλευόμενους, δεν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα προστασίας.
Η επικοινωνία
Η κ. Μαρέτη παρατήρησε ότι σε σχέση με άλλες περιόδους οι ασθενείς είναι πιο διαχυτικοί. Κλεισμένοι για ημέρες, χωρίς επισκεπτήριο, έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάξουν δύο επιπλέον λόγια με κάποιον άνθρωπο και κατά το σερβίρισμα του φαγητού. «Δεν σε αφήνουν να φύγεις. Δίνεις το φαγητό και πιάνουν κουβέντα. Σου λένε ότι θέλουν να πάνε σπίτι τους και κλαίνε», λέει η τραπεζοκόμος Ντιάνα Αδικίδου.
«Θα ρωτήσεις πώς ήταν η βραδιά τους, εάν ανέβασαν πυρετό. Και αν σου πει κάποιος ότι στο τέλος της εβδομάδας περιμένει να βγει από το νοσοκομείο, ανατριχιάζεις», λέει η κ. Μαρέτη. «Δεν μπορείς να τους βλέπεις να σε προσεγγίζουν, να θέλουν να σου μιλήσουν και εσύ να φεύγεις σαν κυνηγημένη γιατί φοβάσαι. Θα βγεις έξω μετά, θα πλύνεις τα χέρια σου, θα βάλεις αντισηπτικό, θα κάνεις τον σταυρό σου και θα προχωρήσεις. Δεν γίνεται διαφορετικά».
Κατά τις πρώτες ημέρες της πανδημίας η κ. Γκρεμπί ανησυχούσε ότι εμφάνιζε συμπτώματα της νόσου, μετρούσε ανά τρεις ώρες τη θερμοκρασία της στο σπίτι. Ένα τεστ στο οποίο υποβλήθηκε βγήκε αρνητικό. Ωστόσο, η διαχείριση της καθημερινότητας παραμένει και σήμερα δύσκολη. Έχει να δει πάνω από τέσσερις εβδομάδες τη μητέρα της η οποία υποβλήθηκε σε επέμβαση καρδιάς πριν από μήνες.
Άλλη καθαρίστρια πρέπει να φροντίσει τον γιο της, θύμα τροχαίου με πολλαπλά κατάγματα, ο οποίος εγχειρίστηκε πρόσφατα και μετά το εξιτήριο παραμένει κατάκοιτος. «Δεν επισκέπτομαι τους γονείς μου», λέει στην «Κ» και η τραπεζοκόμος Παγώνα Αθανασάκου. «Ακόμη και στο σπίτι, με τα παιδιά, πρέπει να είμαι προσεκτική για να μη μεταφέρω κάτι».
Φόβος υπήρχε και στο σπίτι της κ. Αδικίδου. «Μου έλεγαν να πάρω άδεια, να παραιτηθώ. Το να παρατήσεις όμως οτιδήποτε κάνεις είναι το πιο εύκολο», λέει. «Η μαγκιά είναι να κάτσεις, να το αντιμετωπίσεις και να το παλέψεις», προσθέτει η κ. Μαρέτη.
Οι συμβάσεις
Η βάρδια των καθαριστριών και των τραπεζοκόμων στα νοσοκομεία αναφοράς είναι εξάωρη. Καθημερινά, προτού περάσουν στην «κόκκινη ζώνη» όπου βρίσκονται τα δωμάτια των ασθενών με COVID-19, οι καθαρίστριες στο Κέντρο Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του «Σωτηρία» θα ετοιμάσουν ένα απολυμαντικό διάλυμα και θα ξεκινήσουν τη δουλειά τους από τα γραφεία του προσωπικού. Για την «πράσινη ζώνη» χρησιμοποιούν διαφορετικό καρότσι και άλλες σφουγγαρίστρες.
Όλες οι σακούλες με τα σκουπίδια τοποθετούνται μέσα σε κούτες, σφραγίζονται και παραδίδονται σε κάποια συνάδελφό τους που περιμένει στην αποστειρωμένη πλευρά του κτιρίου. Έξω από τη μολυσματική περιοχή έχουν απλώσει πάνες τις οποίες πότισαν με χλωρίνη. Εκεί θα τρίψουν και θα ψεκάσουν τις σόλες των παπουτσιών τους. Όπως και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό έτσι και αυτές, έχουν εκπαιδευθεί μεθοδικά για κάθε τους βήμα από λοιμωξιολόγους.
Ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας έχει αναρτήσει σχετικές οδηγίες στην ιστοσελίδα του από τις 5/3/2020. Μεταξύ άλλων αναφέρουν λεπτομερώς τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν όταν πάρει εξιτήριο κάποιος ασθενής. Αρχικά θα πρέπει να αεριστεί επαρκώς ο χώρος. Επειδή δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο για πόσο χρόνο ο νέος κορωνοϊός παραμένει μολυσματικός στον αέρα, σύμφωνα με τις οδηγίες το προσωπικό καθαριότητας θα πρέπει να εισέλθει στο κενό δωμάτιο με ατομικά μέτρα προστασίας. Ακόμη και τα κλινοσκεπάσματα, οι πετσέτες και τα ρούχα των ασθενών θεωρούνται μολυσματικά και δεν πρέπει να μεταφέρονται εκτός σακούλας στην πτέρυγα ή σε άλλους κλινικούς χώρους.
«Κάποια στιγμή όμως, ύστερα από όλα όσα έχουμε περάσει, η σύμβαση θα τελειώσει και θα πουν “γυρίστε στα σπίτια σας”», λέει η καθαρίστρια Γεωργία Τσιόλου. «Όταν με φώναξαν πριν από καιρό σε μονάδα εντατικής θεραπείας και είδα το προσωπικό που έσταζε ιδρώτα μέσα από τις στολές, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει λόγος να μη μείνω. Ήθελα να βοηθήσω. Αλλιώς, ποιος θα κάνει τη δουλειά;».
Οι καθαρίστριες και οι τραπεζοκόμοι που μίλησαν στην «Κ» προσελήφθησαν μέσω ΑΣΕΠ και έχουν συμβάσεις οι οποίες λήγουν τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Ακόμη κι αν βγει νέα προκήρυξη, δεν ξέρουν εάν θα βρουν ξανά κάποια θέση ή θα καταλήξουν στην ανεργία. Ήδη, από τις 10 Μαρτίου, εκπρόσωποι της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων έθεσαν αυτό το ζήτημα με επιστολή τους στο υπουργείο Υγείας και ζήτησαν την ανανέωση των συμβάσεων για λόγους Δημοσίου συμφέροντος.
«Λόγω των έκτακτων μέτρων που λαμβάνονται για την αποφυγή εξάπλωσης του κορωνοϊού, θα πρέπει να εξετάσετε την παράταση συμβάσεων των καθαριστριών, τραπεζοκόμων, φυλάκων. Η απολύμανση, η καθαριότητα των νοσοκομείων θα διαταραχθεί από τυχόν νέες καθαρίστριες, τραπεζοκόμους που θα προσληφθούν, που δεν γνωρίζουν τους χώρους», ανέφεραν.
Η κ. Μαρέτη προσδοκά ότι κάποια στιγμή μπορεί να αναγνωριστεί από την κυβέρνηση ο ρόλος τους, και οι συμβάσεις τους να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου. «Είμαστε οι περισσότερες μεγάλες γυναίκες, πάνω από 45 ή 50 ετών, οπότε εάν μείνουμε στον δρόμο, πώς θα βρούμε δουλειά; Αγαπάω αυτό που κάνω», λέει.
Παρόμοια άποψη έχει και η κ. Γκρεμπί. «Καλό θα ήταν να γίνουν και αξιολογήσεις. Ποιος εργάζεται και ποιος κάνει τι. Θα μπορούσαν να μη μας διώξουν στο τέλος του χρόνου, αφού ξέρουμε τι να κάνουμε, έχουμε εκπαιδευθεί», προσθέτει.
Δουλεύοντας από τα 19 της ως καθαρίστρια σε διαφορετικά τμήματα νοσοκομείων, έχει συναντήσει πολλών ειδών αντιδράσεις απέναντι στο επάγγελμά της. Παρά τις δυσκολίες, δεν θα επέλεγε άλλο πόστο. «Υπάρχουν κλινικές που σέβονται τον κόπο και την κούρασή σου», λέει. «Σε θεωρούν δικό τους άνθρωπο».
Πηγή και ρεπορτάζ: Καθημερινή, kathimerini.gr