Αριθ. 115/2024 : 29ης Ιουλίου 2024
Απόφαση του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-112/22, C-223/22
CU
Κοινωνική αρωγή: η πρόσβαση των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής σε κράτος μέλος
Κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την πρόσβαση των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας από την ισχύουσα και για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη. Απαγορεύεται επίσης στο κράτος μέλος να προβλέπει ότι τιμωρείται ποινικώς η ψευδής δήλωση σχετικά με την εν λόγω παράνομη προϋπόθεση διαμονής
Δύο υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίες είναι επί μακρόν διαμένουσες στην Ιταλία, κατηγορούνται για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Συγκεκριμένα, κατηγορούνται ότι υπέγραψαν αιτήσεις προκειμένου να λάβουν το «εισόδημα του πολίτη», το οποίο αποτελεί κοινωνική παροχή αποσκοπούσα στη διασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Σύμφωνα με την κατηγορία, βεβαίωσαν ψευδώς ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορήγησης της παροχής αυτής, περιλαμβανομένης της προϋπόθεσης περί τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής στην Ιταλία, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη. Με τον τρόπο αυτό, έλαβαν αχρεωστήτως συνολικά ποσά 3 414,40 ευρώ και 3 186,66 ευρώ, αντιστοίχως. Το πλημμελειοδικείο Νάπολης (Ιταλία) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η εν λόγω προϋπόθεση διαμονής είναι σύμφωνη με την οδηγία σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες 1.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η επίμαχη προϋπόθεση διαμονής συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η προϋπόθεση αυτή ισχύει και ως προς τους ημεδαπούς, επηρεάζει κυρίως τους αλλοδαπούς στους οποίους καταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι εν λόγω υπήκοοι τρίτων χωρών.
Ακολούθως, το Δικαστήριο εξετάζει αν η ως άνω διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί από τους διαφορετικούς δεσμούς που έχουν, αντιστοίχως, οι ημεδαποί και οι επί μακρόν διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών με το οικείο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η οδηγία προβλέπει προϋπόθεση νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής πέντε ετών στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να αναγνωριστεί σε υπήκοο τρίτης χώρας το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε την εν λόγω περίοδο επαρκή ώστε το πρόσωπο αυτό να δικαιούται ίση μεταχείριση με τους υπηκόους του κράτους μέλους, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας. Ως εκ τούτου, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παρατείνει μονομερώς την περίοδο διαμονής που απαιτείται από την οδηγία προκειμένου ο επί μακρόν διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά την πρόσβαση σε ένα τέτοιο μέτρο.
Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι απαγορεύεται επίσης στο οικείο κράτος μέλος να προβλέπει ότι τιμωρείται ποινικώς η ψευδής δήλωση σχετικά με προϋπόθεση διαμονής η οποία παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης.