Στο 2ο Συνέδριο με τίτλο «ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΠΥΛΩΝΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ», που διοργάνωσε η Επιτροπή Νομοθετικών Μεταρρυθμίσεων του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, σημερα Τετάρτη 26-6, μίλησε ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός.
Η ομιλία του:
Θα ήθελα, κατ’ αρχάς, να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη Διοίκηση του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για την πρόσκληση να απευθύνω χαιρετισμό στο σημερινό συνέδριο, που πραγματεύεται ένα μείζον θέμα για την χώρα: το Κράτος Δικαίου. Ένα θέμα που σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη και την ευημερία, όπως σωστά διατυπώνεται στον τίτλο, αλλά συνιστά εν ταυτώ και φέρον στοιχείο της δημοκρατίας και πυλώνα του νομικού πολιτισμού. Είναι τιμή μου να βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσο διακεκριμένους ομιλητές και συμμετέχοντες και να έχω την ευκαιρία να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις μου μαζί σας.
Επιθυμώ ο παρών χαιρετισμός μου να είναι πρωτίστως λόγος αφύπνισης. Αποτελεί στοιχειώδες καθήκον μου απέναντι στις διαρκείς προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Κράτος Δικαίου και ιδίως, εντός των τειχών. Εξηγούμαι:
Δυστυχώς, σειρά πρόσφατων γεγονότων έχουν τραυματίσει και έχουν θέσει εν αμφιβόλω το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα: Οι παρακολουθήσεις από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) και η χρήση του λογισμικού κατασκοπείας Predator κατά πολιτικών προσώπων, κρατικών λειτουργών και δημοσιογράφων. Οι παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών (με αποκορύφωμα την αντισυνταγματική τοποθέτηση Αντιπροέδρων και μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ χωρίς την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία, υπόθεση για την οποία το δικηγορικό σώμα έχει προσφύγει δικαστικά και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης από το ΣτΕ). Η ευκαιριακή νομοθέτηση και ο ποινικός λαϊκισμός με περιστολή δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την εσπευσμένη εξαγγελία μιας ακόμη τροποποίησης των Ποινικών Κωδίκων, της 18ης σε χρονική σειρά από το 2019, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, προς τέρψιν ενός νομιζόμενου ακροατηρίου, κατά πλήρη αγνόηση των επιταγών της ΕΣΔΑ, του Συντάγματος και της νομολογίας του ΕΔΔΑ.
Σύμφωνα μάλιστα με τις ad hoc αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Kurt vs Αυστρίας και ad hoc Cristea vs Ρουμανίας κρίθηκε ότι:
α) «δεν επιτρέπει μια πολιτική γενικής πρόληψης που στρέφεται κατά ενός ατόμου ή μιας κατηγορίας ατόμων τα οποία θεωρούνται από τις αρχές επικίνδυνα ή έχουν την τάση να διαπράττουν παράνομες πράξεις.»
β) «ότι η προδικαστική κράτηση της προσφεύγουσας-πολίτη της Ρουμανίας έπρεπε να εξυπηρετεί πρώτιστα τις ανάγκες της ποινικής έρευνας και όχι μία πιθανή δίψα για εκδίκηση και τιμωρία εκ μέρους του γενικού δημόσιου καλού.»
Όλα αυτά, που ενδεικτικά αναφέρω, συνθέτουν ένα δυστοπικό τοπίο, όπου οι εγγυήσεις της ελευθερίας και του Κράτους Δικαίου υποχωρούν «ατάκτως» μπροστά στις ποικιλώνυμες πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες και στις επιδιώξεις θεσμικών ή και εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας.
Περνώ τώρα στα ζητήματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης, που ίσως μοιάζουν δυσπρόσιτα σε μη ειδικούς, πλην όμως αφορούν κάθε πολίτη, τόσο γιατί ο ίδιος πολλές φορές θα εμπλακεί σε μία δίκη, που μπορεί να αφορά ζωτικής σημασίας έννομα αγαθά του (ελευθερία, περιουσία κ.λπ.), όσο και γιατί η ποιότητα της Δικαιοσύνης επηρεάζει την κοινωνική και οικονομική ευημερία.
Ως προς τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, όσοι παροικούμε στη δικαστική Ιερουσαλήμ, τα ζούμε καθημερινά. Δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Το μόνο που θα πω για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα και σε μη νομικούς είναι ότι η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά στις καθυστερήσεις, με το μέσο χρόνο επίλυσης μιας διαφοράς να ανέρχεται σε 1771 ημέρες, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 455 ημέρες.
Μάλιστα, σύμφωνα και με την όλως πρόσφατη έκθεση της ΕΕ Euroscoreboard, για το έτος 2024 αντί η κατάσταση να βελτιώνεται χειροτερεύει. Ειδικότερα η αρμόδια επιτροπή CEPEJ της ΕΕ διαπιστώνει ότι ενώ το 2012 ο χρόνος απονομής στην αστική δικαιοσύνη είναι 449 ημέρες, το 2021 ανήλθε σε 728 και το 2022 σε 746 την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 167, 146 και 158 ημέρες.
Επίσης στη διοικητική δίκη στον πρώτο βαθμό το 2022 οι ημέρες ήταν 464 στο β’ βαθμό 661 και στο ΣτΕ 1239, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 166, 152 και 265 (!).
Σύμφωνα επίσης με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Γ’ τρίμηνο 2022) ο αριθμός δικαζόμενων υποθέσεων ανά δικαστή είναι ο κάτωθι:
Ειρηνοδίκες 13,5 υποθέσεις /μήνα
Πρωτοδίκες 14 υποθέσεις/μήνα
Εφέτες 3,2 υποθέσεις/μήνα
Αρεοπαγίτες 2,6 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Πρωτοδίκες 8,6 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Εφέτες 3,75 υποθέσεις/μήνα
Συμβούλιο Επικρατείας 0,7 υποθέσεις/μήνα
Με βάση τα στοιχεία του Α’ έως Γ’ τριμήνου:
Ειρηνοδίκες 14,47 υποθέσεις /μήνα
Πρωτοδίκες 13,85 υποθέσεις/μήνα
Εφέτες 3,36 υποθέσεις/μήνα
Αρεοπαγίτες 3,34 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Πρωτοδίκες 9,17 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Εφέτες 4,4 υποθέσεις/μήνα
Συμβούλιο Επικρατείας 1,4 υποθέσεις/μήνα
Μια ακόμη επισήμανση που έχει νομίζω ξεχωριστή σημασία είναι ότι η δικαιοσύνη, δεν είναι μόνο βραδεία, είναι και ταξική: Από τη σύγκριση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε σχέση με τις εισερχόμενες υποθέσεις (Clearance Rate), προκύπτει ότι ο ρυθμός απονομής είναι αρνητικός στις υποθέσεις που αφορούν την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, ήτοι, ενδεικτικώς, στην Τακτική Μονομελούς & Πολυμελούς, στα Ασφαλιστικά Μονομελούς στα Αυτοκίνητα στην Εκουσία Μονομελούς και τις Εργατικές διαφορές (Clearance Rate < 1). Αντίθετα, στις υποθέσεις, που ενδιαφέρουν πρωτίστως τις οικονομικά ισχυρές συσσωματώσεις, όπως οι τράπεζες (διαταγές πληρωμής, πτωχεύσεις) εκδίδονται περισσότερες αποφάσεις σε σχέση με τις εισερχόμενες υποθέσεις (Clearance Rate > 1), και άρα παρατηρείται επιτάχυνση.
Όταν, όμως, η δικαιοσύνη απονέμεται με υπερβολική καθυστέρηση ή απονέμεται με διαφορετικό ρυθμό για τους ισχυρούς και με διαφορετικό ρυθμό για τους αδύναμους, κλονίζεται η ασφάλεια δικαίου και δοκιμάζεται η κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Και ο νομικός μας πολιτισμός αυτό δεν μπορεί να το επιτρέπει.
Εκείνο όμως, που προκαλεί ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση σε κάθε δημοκρατικά ευαισθητοποιημένο πολίτη είναι η διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Αυτή η αλληλεπίδραση δεν περιορίζεται στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση αλλά συνεχίζεται ως ομφάλιος λώρος και μετά την αφυπηρέτηση ανωτάτων δικαστικών, με την αξιοποίησή τους, αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, σε θέσεις δημοσίου συμφέροντος είτε ανεξάρτητων αρχών είτε δημοσίων επιχειρήσεων.
« Η εικόνα οποιουδήποτε ανώτατου δικαστικού να διορίζεται την επόμενη ημέρα της αφυπηρέτησής του-ή της- σε μία αμιγώς πολιτική θέση δεν τιμά , κατ’ αρχάς την ίδια τη Δικαιοσύνη και σίγουρα δεν προάγει τη διάκριση των εξουσιών με τρόπο που δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης. Άρα, επί της αρχής, το να υπάρχει μία περίοδος- ενδεχομένως συνταγματικά κατοχυρωμένη- στην οποία δεν θα επιτρέπεται σε κάποιον ανώτατο δικαστικό να αναλαμβάνει άλλη θέση, είναι κάτι το οποίο μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους». Τα τελευταία λόγια που σας διάβασα, θα μπορούσα να τα έχω πει και ο ίδιος, καθώς τα προσυπογράφω λέξη προς λέξη, πλην όμως δεν είναι δικά μου. Ανήκουν στον σημερινό Πρωθυπουργό σε δημόσια δήλωσή του στις 17-7-2018 (πριν δηλαδή γίνει πρωθυπουργός). Φυσικά, αφότου έγινε πρωθυπουργός τίποτε δεν έχει γίνει στην κατεύθυνση αυτή. Το αναφέρω για να μην απορούμε για την έκδηλη δυσπιστία των πολιτών, όχι μόνο στη δικαιοσύνη, αλλά στους θεσμούς γενικότερα.
Στην όλη προβληματική για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα δεν είναι αμέτοχη και η ηγεσία της Δικαιοσύνης. Δυστυχώς, ιδίως το τελευταίο διάστημα η ηγεσία του Αρείου Πάγου, έχει επιλέξει τις επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις για την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν, κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, σε εκκρεμείς υποθέσεις, καθ’ υπέρβαση των ορίων των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων. Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά:
- Στις υποθέσεις των συμβασιούχων, τις παραινέσεις προς τους δικαστές κατώτερων βαθμών, για την έκδοση αποφάσεων σε βάρος των συμβασιούχων, σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου.
- Στο ούτω αποκληθέν «κίνημα της πετσέτας», την παροχή οδηγιών για το χειρισμό των σχετικών υποθέσεων.
- Στο έγκλημα των Τεμπών, την ατελέσφορη, απρόσφορη και ατυχή προτροπή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, κατά παράβαση της ποινικής δικονομικής τάξης (ΚΠΔ 28 παρ. 1, 32)
- Επί του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου, ήτοι μιας ενέργειας του κορυφαίου αντιπροσωπευτικού θεσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ενήργησε στο πλαίσιο της ενωσιακής έννομης τάξης, που περιείχε πλήθος ανησυχητικών διαπιστώσεων για το κράτος δικαίου στη χώρα, επισημαίνω την δημόσια (επι)κριτική τοποθέτηση της διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Ήταν μάλιστα τέτοια η σπουδή, που εκδόθηκε δελτίο τύπου πριν τη δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης.
- Με αφορμή την υπόθεση ανθρωποκτονίας 11χρονου κοριτσιού από 37χρονο, σημειώνω την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου των τακτικών δικαστών εκ των υστέρων και μετά την πάροδο ικανού χρόνου, με σκοπό τον έλεγχο της επί της ουσίας κρίσης τους σε άλλη υπόθεση, με τον ίδιο κατηγορούμενο, τη στιγμή μάλιστα, που ουδέν ένδικο μέσο ασκήθηκε από την εισαγγελική αρχή κατά της απόφασης αυτής .
- Σε πρόσφατη υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας με κατηγορούμενο δικηγόρο, εκδόθηκε δελτίο τύπου (!) για τον πειθαρχικό έλεγχο των λειτουργών που έκριναν μη προφυλακιστέο τον δράστη και στη συνέχεια με το αίτημα κατά προτεραιότητα διεξαγωγής της κυρίας ανάκρισης, ενέργεια που δεν ζητήθηκε μέχρι σήμερα για την πλειάδα των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας, τα θύματα των οποίων εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες των τεράστιων καθυστερήσεων της ελληνικής δικαιοσύνης.
- Απέναντι στη στάση αυτή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, υψώθηκαν φωνές δίκαιης διαμαρτυρίας από το δικηγορικό σώμα. Ποια ήταν η απάντηση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου απέναντι σε όσους τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στις παρεμβάσεις της; Νέο χθεσινό δελτίο τύπου (!) που βάλλει κατά της ελεύθερης κριτικής και τείνει στην απαγόρευση κάθε αντιλόγου προς τα πεπραγμένα της ηγεσίας του Αρείου Πάγου.
- Ως φαίνεται, η ηγεσία του ανωτάτου δικαστηρίου αποφάσισε η Δικαιοσύνη να ομιλεί με Δελτία Τύπου και δια Εκπροσώπων Τύπου, ηνιοχούμενη από τα κελεύσματα της κοινής γνώμης και όχι με τις αποφάσεις της.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό και αυξημένη δυσπιστία στους Ελληνες για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, όπως αποδεικνύεται και από σχετικές έρευνες.
- Με βάση τον πρόσφατα δημοσιευθέντα πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ (EU Justice Scoreboard, quantative data 2024, σελ. 7) τα ποσοστά αρνητικών γνωμών στη χώρα μας για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης υποχώρησαν κατά το τρέχον έτος σε 56%.
- Ομοίως, σε πρόσφατη έρευνα για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς (Public Issue), η Δικαιοσύνη καταγράφει αρνητικό ρεκόρ, καθώς 7 στους 10 (!) συμπολίτες μας δηλώνουν απερίφραστα ότι δεν εμπιστεύονται το θεσμό.
Η έλλειψη αξιοπιστίας κλονίζει τα θεμέλια της Δημοκρατίας καθώς η αποστολή της Δικαιοσύνης είναι να αποτελεί το ασφαλές καταφύγιο του πολίτη· ιδίως του πιο αδύναμου, εκείνου που θίγεται από τον ισχυρό, εκείνου που αισθάνεται απροστάτευτος. Όταν δεν υπάρχουν «δικαστές στο Βερολίνο», κατά την προσφυή ιστορική φράση, ο περιώνυμος «μυλωνάς του Πότσνταμ» είναι απελπιστικά μόνος.
Εμείς ως δικηγορικό σώμα έχουμε χρέος να επαγρυπνούμε και να μην επιτρέψουμε να διολισθήσει η χώρα και η κοινωνία μας σε έναν ιδιότυπο συνταγματικό μιθριδατισμό και να εθιστεί η κοινωνία στις εντεινόμενες παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που φαλκιδεύουν το δικαιοκρατικό κεκτημένο.
Το Κράτος Δικαίου δεν υπηρετείται με αξιωματικού τύπου διακηρύξεις ότι αυτό δεν πάσχει. Υπηρετείται με διαρκή εγρήγορση και ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβαση των παθογενειών, όπου και αν εντοπίζονται. Επικοινωνιακού τύπου κινήσεις, που προφανώς φιλοδοξούν να μείνει η Δικαιοσύνη στο απυρόβλητο έναντι πάσης κριτικής, δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες ούτε στη Δικαιοσύνη, ούτε στους δικαστές.
Το δικηγορικό σώμα, μέσω των συλλογικών του οργάνων, στο πλαίσιο του θεσμικού του ρόλου, θα επιμένει παρεμβαίνει και να αναδεικνύει στο δημόσιο διάλογο την ανάγκη λυσιτελούς προστασίας του Κράτους Δικαίου και των θεσμικών του εγγυήσεων. Το ζήτημα αφορά την ψυχή της Δημοκρατίας και γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να είμαστε επίμονα και αποφασιστικά παρόντες. Και στο εσωτερικό και στην Ευρώπη. Όσο και αν ενοχλούμε. Όποιους και αν ενοχλούμε.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να δανειστώ τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: «Νιώθω, σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα»!