«Lekkakou & Associates – Law Firm»
Τα ελληνικά δικαστήρια, τόσο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (Ειρηνοδικεία, Πρωτοδικεία), όσο και στον δεύτερο, μετά την άσκηση έφεσης (ιδίως Εφετεία) καλούνται προπάντων να ελέγξουν, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει ο Νόμος και δη ο Κώδικας πολιτικής δικονομίας για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου που βρίσκεται ενώπιον τους.
Πριν καν δηλαδή το Δικαστήριο εξετάσει την ουσία και το περιεχόμενο της αγωγής ή έφεσης, οφείλει να διαπιστώσει, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησής του. Ενδεικτικά, ελέγχεται εάν έχει κατατεθεί το δικόγραφο στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, ως και εάν το πρόσωπο που ασκεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο αποδεικνύεται, ότι είναι φορέας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που επικαλείται και εάν φέρει έννομο συμφέρον.
Στην περίπτωση δε των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, οι οποίες ποτέ δεν συμβλήθηκαν με τον δανειολήπτη, για το παραδεκτό των πράξεων τους, αυτές υποχρεούνται αρχικά να θεμελιώσουν την σχέση, η οποία τις συνδέει με την απαίτηση που αξιώνεται ή κρίνεται, ώστε στη συνέχεια να ληφθούν υπόψη και να κριθούν τα όσα ισχυρίζονται.
Εν τοις πράγμασι, σε περίπτωση εντολέα – δανειολήπτη των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», το Εφετείο Θράκης κλήθηκε να κρίνει επί της έφεσης που κατέθεσε η εταιρεία διαχείρισης «QQUANT MASTER SERVICER AEΔΑΔΠ», με την οποία ζητήθηκε η εξαφάνιση απόφασης του Πρωτοδικείου Κομοτηνής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κρίνει οριστικά, ότι η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε από την ATTICA BANK, ως διαχειρίστρια της νέας κατόχου, λόγω τιτλοποίησης αλλοδαπής εταιρείας, ήταν καθ’ όλα άκυρη, καθώς δεν αποδεικνυόταν η πώληση και μεταβίβαση της απαίτησης, από την ΤΡΑΠΕΖΑ στην εταιρεία αυτή.
Το Εφετείο όμως, όχι μόνο δεν ανακάλεσε τη δικαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά απέρριψε την έφεση που άσκησε η QQUANT, καθότι έκρινε, ότι αυτή δεν φέρει οποιαδήποτε σχέση με τη δανειακή σύμβαση και απαίτηση που είναι αντικείμενο της δίκης. Χωρίς να εξετάσει καν το ορισμένο και βάσιμο των όσων ισχυρίσθηκε η εταιρεία διαχείρισης με την έφεσή της, έκρινε τελεσίδικα, ότι η τελευταία είναι απαράδεκτη και δεν επιδέχεται δικαστικής κρίσης.
Με τον τρόπο αυτό, επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου, η οποία και κατέστη απρόσβλητη, αποδεικνύοντας, σε συνέχεια της πάγιας νομολογίας, ότι οι εταιρείες διαχείρισης καλούνται να αποδείξουν εξ εγγράφων και με συγκεκριμένα στοιχεία την νομιμοποίηση τους, προς διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης κατά των οφειλετών.