*Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών, Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων


Το Σύνταγμα (άρθρο 87) διακηρύσσει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών και ορίζει ότι αυτοί «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους».

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 177) εξάλλου καλεί τους δικαστές «να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση» που προκύπτει από την ενώπιόν τους ακροαματική διαδικασία. Παράλληλα, τους υποχρεώνει να αιτιολογούν «ειδικά και εμπεριστατωμένα τη δικανική τους κρίση».

Η υπενθύμιση αυτών των διατάξεων, που ανήκουν στα θεμέλια των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών, θα ήταν περιττή, εάν το τελευταίο χρονικό διάστημα δεν είχαμε γίνει μάρτυρες μιας πολύπλευρης επιχείρησης διάβρωσής τους. Με αφορμή σημαντικές ποινικές δίκες, που ευλόγως προσελκύουν το γενικό ενδιαφέρον, παντοειδή μέσα επικοινωνίας και δικτύωσης διεκδικούν κυρίαρχο λόγο στην έκβασή τους. Για τον σκοπό αυτό τις μεταφέρουν από τη δικαστική αίθουσα στην οικεία πλατφόρμα, όπου τις «διεξάγουν» με τους δικούς τους κανόνες τιμωρητικού εντυπωσιασμού. Αυτόκλητοι κατήγοροι ή ψευδο-αναλυτές συμπαρίστανται πομπωδώς στα θύματα των διερευνώμενων πράξεων εκμεταλλευόμενοι την υψηλή ακροαματικότητα του ανθρώπινου πόνου, σχολιάζουν με αυθεντικό ύφος τα αποδεικτικά στοιχεία και προαναγγέλλουν ποιο θα είναι το «δίκαιο» περιεχόμενο της αναμενόμενης δικαστικής απόφασης.

Όταν η τελευταία αυτή επιβεβαιώνει την έκβαση στην οποία στοιχημάτισαν, ιδίως αν συνοδεύεται από τη θεαματική εγκάθειρξη των κατηγορουμένων, επιδίδονται σε θορυβώδεις πανηγυρισμούς για τον θρίαμβο της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Αν όμως η δικαστική απόφαση διαψεύσει το στοίχημά τους, εξαπολύουν μύδρους κατά των δικαστών καταγγέλλοντας το «ξέπλυμα» των κατηγορουμένων ή τις «ποινές-χάδια» που τους επιβλήθηκαν και αξιώνουν τη διόρθωση της προκλητικής για το «κοινό αίσθημα» επιείκειας των δικαστηρίων. Έτσι, η ανεξαρτησία της δικαιοδοτικής λειτουργίας αναγνωρίζεται μόνον υπό τον όρον ότι οι αποφάσεις της συμβαδίζουν με τις υποταγμένες στη θεαματική ψυχαγωγία επιδιώξεις των εξωθεσμικών επιτηρητών της.

Τα φαινόμενα αυτά προσέλαβαν απειλητικές διαστάσεις στην υπόθεση της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι. Αυτεπάγγελτοι (τηλε)δημοσιογραφούντες και ψυχαγωγοί επέκριναν με σφοδρότητα τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από εξαντλητική ακροαματική διαδικασία, στην οποία συμμετείχαν ενεργώς όλοι οι προβλεπόμενοι στο νόμο παράγοντες της δίκης. Το δικαστήριο, αφού άκουσε τον Εισαγγελέα και τους συνηγόρους αμφοτέρων των πλευρών, απήγγειλε δημοσίως την απόφασή του. Αντί, όμως, η απόφαση να γίνει δεκτή με τον απαιτούμενο σεβασμό από παρόντες και απόντες στη δικαστική αίθουσα, πρωτοφανείς σκηνές βίας εκτυλίχθηκαν εντός του δικαστηρίου με ύβρεις, κατάρες και ιπτάμενες καρέκλες.

Ακόμη χειρότερα εξελίχθηκαν τα πράγματα εκτός δικαστηρίου. Ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υφυπουργός ανακοίνωσε ότι είναι «σχεδόν βέβαιος» ότι η απόφαση θα προσβληθεί με έφεση από τον Εισαγγελέα, ως εάν ο τελευταίος ήταν κατά νόμον υπάλληλός του, ενώ ο αρμόδιος Υπουργός έσπευσε να υποδείξει -αναληθώς- τους επιεικείς ποινικούς κώδικες του 2019 ως αιτία της επικρινόμενης ήπιας μεταχείρισης των κατηγορουμένων. Παράλληλα, ραδιοτηλεοπτικά μέσα έστησαν μαραθώνιες εκπομπές με βασικό άξονα την καταδίκη της δικαστικής απόφασης που καταγγέλθηκε ως εκδήλωση έσχατης περιφρόνησης προς τα θύματα της πυρκαγιάς και οριστικό ναυάγιο της δικαιοσύνης.

Οι εν λόγω επικριτές της δικαιοσύνης δεν έχουν γνώση του αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης ούτε του ακριβούς ρόλου καθενός κατηγορουμένου στα επίδικα γεγονότα. Ούτε γνωρίζουν την αιτιολογία της απόφασης η οποία θα περιληφθεί στην καθαρογραμμένη εκδοχή της και θα υποστεί τον προβλεπόμενο έλεγχο. Πολλώ μάλλον δεν είναι σε θέση να αποφανθούν μετά λόγου για την ποινική ευθύνη καθενός κατηγορουμένου και το προσήκον μέτρο ποινής για όσους καταδικάστηκαν. Παρά ταύτα, με αυθεντία που αντλούν από άγνωστη πηγή αξιώνουν να υποκαταστήσουν τη δικανική κρίση και επιτίθενται εν είδει υπερκείμενης αρχής στην ελαττωματική, κατά την άποψή τους, δικαστική λειτουργία.

Η αναπτυσσόμενη επίθεση στα συνταγματικά θεμέλια του φιλελεύθερου κράτους δικαίου απαιτεί την άμεση συνέγερση όσων ενδιαφέρονται για την υπεράσπισή του. Η πόρτα της δικαιοσύνης πρέπει να παραμείνει κλειστή στους επιβουλείς της που κραδαίνουν το λάβαρο του «λαϊκού αισθήματος». Κατά την περίφημη φράση του Paul Lombard, όταν η «κοινή γνώμη» εισέρχεται στη δικαστική αίθουσα από τη μία πόρτα, η δικαιοσύνη εξέρχεται από την άλλη.

**Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε σε συντομότερη μορφή στην εφημερίδα «το ΒΗΜΑ»