Του Δημήτρη Βερβεσού*
Στην πρωτόλεια εμπειρία που ζήσαμε την τελευταία περίοδο ως άνθρωποι, Πολιτεία και Κοινωνία επέδειξαν μια πρωτοφανή συναλληλία, τελεσφόρα και κυρίως χωρίς ατταβισμούς και διακρίσεις, όλοι ίσοι απέναντι στην πρόκληση της ευθύνης, όλοι αλληλέγγυοι στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η νέα κανονικότητα, στην οποία καλούμαστε να επανέλθουμε, μετά την περίοδο της απομόνωσης, μας προσγειώνει στην άχαρη ελληνική πραγματικότητα.
Έτσι, αντί η «επιστροφή στην κανονικότητα να γίνεται με ταχύτητα» αποδεικνύεται «πολλαπλών ταχυτήτων.» Δηλαδή, την ίδια στιγμή που ανοίγουν πολυκαταστήματα, υπεραγορές, οργανωμένες παραλίες κλπ, η λειτουργία των Δικαστηρίων παραμένει σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν σε αναστολή με προοπτική de facto και όχι de jure κανονικότητας από αρχές Σεπτεμβρίου, λόγω των δικαστικών διακοπών αλλά και των νέων υγειονομικών δεδομένων, ασύμβατων με την ήδη προβληματική χωροταξία και τις υποδομές των χώρων όπου απονέμεται η Ελληνική Δικαιοσύνη. Η διαφοροποίηση αυτή, ως αποτέλεσμα προφανώς των εισηγήσεων των αρμόδιων υγειονομικών αρχών αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο για την οικονομική στήριξη των αντίστοιχων κλάδων που δεν έχουν επανέλθει ακόμα στην κανονική λειτουργία τους.
Η πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε, είναι μοναδική ευκαιρία, να σφυρηλατηθούν αισθήματα αλληλεγγύης και συλλογικότητας στην ελληνική κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία, επιφορτισμένη με την αντιμετώπιση τόσο των υγειονομικών κινδύνων, όσο και των οικονομικών αδιεξόδων που έχουν δημιουργηθεί, πρέπει να αντιμετωπίσει όλους ισότιμα. «Να προχωρήσουμε όλοι μαζί».
Την ώρα που διατίθενται δις ευρώ για την επανεκκίνηση της οικονομίας από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, οι επιστήμονες και δη οι δικηγόροι, μετά από 78 ημέρες πλήρους επαγγελματικής απραξίας, βρίσκονται αντιμέτωποι όχι μόνο με το φάσμα της επιβίωσης της επόμενης μέρας αλλά και της απαξίωσή τους από την θεσμισμένη Πολιτεία και μάλιστα μετά από μία μακρά 10ετή περίοδο μνημονιακής λιτότητας και ασφαλιστικής και φορολογικής εξάντλησής τους. Νιώθουν σαν τα «παιδιά ενός κατώτερου Θεού».
Και αυτό, γιατί ενώ εντάχθηκαν από την αρχή στους πληττόμενους ΚΑΔ, βλέπουν νέους ΚΑΔ να εντάσσονται και να λαμβάνουν την αποζημίωση ειδικού σκοπού ύψους 800 ευρώ, άλλους ΚΑΔ να λαμβάνουν πρόσθετη αποζημίωση 534 ευρώ για τον μήνα Μάϊο, τη στιγμή που αυτοί έχουν λάβει μόλις 600 ευρώ στις αρχές Μαΐου και μάλιστα μετά την χρονική και ψυχική δοκιμασία της «τηλεκατάρτισης». Και τούτο, παρά τις ρητές πρωθυπουργικές εξαγγελίες, δις, για την καταβολή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού.
Την ίδια στιγμή, ενώ ο ΦΠΑ μειώνεται στην εστίαση και αλλού, παραμένει στον υψηλότερο συντελεστή για την πρόσβαση των πολιτών στο μείζον αγαθό της δικαιοσύνης και περαιτέρω δεν υλοποιείται η επέκταση της απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών πάνω από τις 10.000 ευρώ.
Ας σημειωθεί ότι δημοσιονομικός αντίλογος στη στήριξη των επιστημόνων δεν χωρεί. Οι πρόσφατες αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ και οι διαθέσιμοι πόροι του ΕΚΤ καταδεικνύουν ότι υφίσταται ικανός δημοσιονομικός χώρος για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων στήριξης.
Η οικονομική στήριξη ενός κλάδου, που βρίσκεται ακόμη σε επαγγελματική «καραντίνα» δεν είναι θέμα μόνο οικονομικό αλλά κυρίαρχα ζήτημα ηθικό και αξιοπρέπειας.
Δυστυχώς, η ισότητα νοσηλεύεται στην εντατική, η κοινωνική δικαιοσύνη είναι «αδειανό πουκάμισο», τα γιατί αναπάντητα, η αγωνία για την επαγγελματική επιβίωση υπερχειλής.
Δεν επαιτούμε. Απαιτούμε το αυτονόητο.
ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΛΗΤΤΟΜΕΝΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ.
ΤΙΠΟΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
*Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews)