Η Πρόεδρος της ΕΝΔΕ
Μαργαρίτα Στενιώτη
Πρόεδρος Εφετών


Α.Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο, και στο πλαίσιο μίας γενικευμένης συζήτησης για τη μεταρρύθμιση στο χώρο της Δικαιοσύνης,είχε υποβάλλει μια ορθολογική πρόταση, η οποία δεν θα διατάρασσε τη δομή της Ελληνικής Δικαιοσύνης και συγκεκριμένα, μετά τη διεξαγωγή έρευνας και συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων από τα Ειρηνοδικεία της χώρας, πρότεινε τη συγχώνευση των Ειρηνοδικείων με μικρό αριθμό εισερχόμενων υποθέσεων στα πλησιέστερα με μεγαλύτερο αριθμό εισερχόμενων υποθέσεων ή στο κεντρικό της Περιφερειακής Ενότητας, τη διατήρηση, συνεπώς, του θεσμού των Ειρηνοδικείων, όπως αυτός υπάρχει σ’ όλες τις έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη διατήρηση της αυτονομίας αυτών των δικαστικών σχηματισμών, τη λελογισμένη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους και τη μεταφορά της αρμοδιότητας επί των υποθέσεων του κτηματολογίου, που εκδικάζονται με την εκούσια δικαιοδοσία από το Πρωτοδικείο στο Ειρηνοδικείο. Η πρότασή μας αυτή υπερψηφίστηκε στην τακτική Γενική Συνέλευση του Σώματος της 12-12-2023, τη μεγαλύτερη σε συμμετοχή γενική συνέλευση από την ίδρυση της ΕΝΔΕ.
Παράλληλα, η Γενική Συνέλευση αποφάσισε ότι σε περίπτωση, που προκρινόταν, από την εκτελεστική εξουσία,ως λύση η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, τα μέλη της να είναι παρόντα και μέσω της διεξαγωγής δημοψηφίσματος να υποβάλουνπροτάσεις για τους όρους της ενοποίησης.
Η απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν έγινε αποδεκτή και σεβαστή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και σε συνάντησή μας, την 16η-1-2024, με τον Υπουργό και Υφυπουργό Δικαιοσύνης, για πρώτη φορά, μας αναφέρθηκε ρητά ότι: «η ενοποίηση είναι κεντρική πολιτική απόφαση» και μόνον επ’ αυτής δέχονται συζήτηση. Μετά την εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την απόφαση της γενικής συνέλευσης η ΕΝΔΕ διεξήγαγε δημοψήφισμα, την 19-2-2024, κατά το οποίο οι συνάδελφοι εξέφρασαν τις απόψεις τους ενώ πλειοψήφισε η πρόταση του Προεδρείου της ΕΝΔΕ, όπως και στη γενική συνέλευση.
Να σημειωθεί, ότι η μειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου, όλο αυτό το διάστημα, υπέβαλε προτάσεις που απορρίπτονταν, από τους ίδιους τους συναδέλφους, ως ανεδαφικές, αντισυνταγματικές ή μη υλοποιήσιμες (καθετοποίηση, ειδικά δικαστήρια κλπ.) ή προέβαινε σε ενέργειες ακατανόητες και αντικαταστατικές(π.χ. αίτημα σύγκλησης έκτακτης γενικής συνέλευσης απευθυνόμενοσε ιστοσελίδα !!! και όχι στην ΕΝΔΕ). Αυτά δε, όταν δεν υπέσκαπτε το πολύπλευρο έργο (συνδικαλιστικό και επιστημονικό) του Προεδρείου τηςΈνωσής μας.
Οι στόχοι μας ήταν, εξαρχής, όσον αφορά την ενοποίηση, να μην θιγεί η υπηρεσιακή κατάσταση ΟΛΩΝ των Δικαστικών Λειτουργών και να αντιμετωπισθούν με δίκαιο και ισότιμο τρόπο τα ζητήματα που ανακύπτουν λόγω της ενοποίησης και δη της επετηρίδας, της αρχαιότητας, των καθηκόντων κλπ.
Η λύση που προτείνουμε της ένταξης των Ειρηνοδικών σε Ειδική Επετηρίδα και η υπηρεσιακή εξέλιξη εντός αυτής της επετηρίδας ξεπερνά τα προβλήματα συνταγματικότητας, που γεννά η εμβόλιμη ένταξη Ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα (αντίθεση στην αρχή της Δικαστικής Ανεξαρτησίας)ή η ένταξή τους στο τέλος της γενικής επετηρίδας (αντίθεση στην αρχή της Ισότητας).
Β. Από μία πρώτη αποτίμηση του σχεδίου νόμου, που κατατέθηκε στη Βουλή, διαπιστώνουμε ότι υιοθετήθηκαν προτάσεις της ΕΝΔΕ και
Ι. Ως θετικές προβλέψεις του σχεδίου νόμου καταγράφονται:1)η σύσταση Ειδικών Προανακριτικών Τμημάτωνστις έδρες Πρωτοδικείων καθώς και στις παράλληλες έδρες αυτών (άρθρ. 5 παρ. 3) και η άσκηση των αρμοδιοτήτων προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης και στις περιφερειακές έδρες, όπου υφίσταται Πταισματοδικείο, 2) η οικονομική αναβάθμιση λόγω της βαθμολογικής εξομοίωσης των Ειρηνοδικών (οι αποδοχές του Ειρηνοδίκη Δ’ από υπολογισμό με συντελεστή 0,72 θα υπολογίζονται με συντελεστή 1) (άρθρ. 8 και 10),3)ηδιαδοχική άσκηση νέων καθηκόντων από τους νυν Ειρηνοδίκες (άρθρ. 7 παρ. 4) και μετά από σχετική επιμόρφωση {σημ. η συμμετοχή σε συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων ήδη προβλεπόταν στα περιφερειακά Δικαστήρια ενώ τα μεγάλα Δικαστήρια λόγω του μικρού πλέον αριθμού τριμελών συνθέσεων και του μεγάλου αριθμού των πρώην Ειρηνοδικών ισοδυναμεί με μία υπηρεσία ανά δίμηνο) και 4) ηδιασφάλιση του αμετάθετου των νυν Ειρηνοδικών καιη εξασφάλιση της κανονικής ροής των μεταθέσεων στην ειδική επετηρίδα (άρθρ. 9).
ΙΙ. Ως αρνητικές προβλέψεις του νομοσχεδίου καταγράφονται: 1) η «αιφνίδια», άνευ καμίας διαβούλευσης, ένταξη διάταξης για τις κατ’ οίκον έρευνες στο σχέδιο νόμου και 2) η λανθασμένη αναφορά της υπηρεσιακής εξέλιξης των πρώην Ειρηνοδικών στην ειδική επετηρίδα (άρθρ. 8 παρ. 1) και δη του όρου «εξομοιώνονται», ο οποίος επιβάλλεται να αντικατασταθεί από τον όρο «προάγονται», όπως άλλωστε ίσχυε, καθότι προβλεπόταν η προαγωγή του Ειρηνοδίκη Β τάξης σε Ειρηνοδίκη Α τάξης (και με το σχέδιο νόμου σε Πρόεδρο Πρωτοδικών).

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Στην παρ. 1 της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 14 προβλέπεται ότι έως την 15-9-2026 στις περιφερειακές έδρες των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς παραμένει η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου η πρόβλεψη αυτή πρέπει να επεκταθεί σ’ όλες τις περιφερειακές έδρες των Πρωτοδικείων της χώρας και τούτο λόγω της έλλειψης κατάλληλων υποδομών και γραμματειακής υποστήριξης, παράγοντες που καθιστούν δυσχερή την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (αλλά και Μονομελούς Πλημμελιοδικείου) στις άνω περιφερειακές έδρες.
Πλην των θεμάτων της ενοποίησης, ζητήματα που μας απασχόλησαν και αιτήματα που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και έγιναν δεκτά είναι τα ακόλουθα:
Α) Επαναφορά της διάταξης που προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στην Ολομέλεια του ΑΠ σε περίπτωση μη προαγωγής συναδέλφων (συνδ. άρθρων 81 παρ. 8 και 91 παρ. 12 ΚΟΔΚΚΔΛ). Η επαναφορά αυτής αποτελεί αποτέλεσμα συντονισμένης προσπάθειας του Προεδρείου της ΕΝΔΕ, με επιχειρήματα βασιζόμενα σε γνωμοδότηση του Συνταγματολόγου κ. Λαζαράτου και στη νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και
Β) Αύξηση των οργανικών θέσεων των Εισαγγελέων λόγω των τροποποιήσεων των Ποινικών Κωδίκων (ν. 5090/2024).
Περαιτέρω, εκφράζουμε τη συμφωνία μας στη τεθείσα διάταξη του άρθρου 51 του σχεδίου, που προβλέπει την παράταση της θητείας των Συμβουλίων Διεύθυνσης των Δικαστηρίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και των Διευθυνόντων τις Εισαγγελίες και τούτο διότι οι άνω Διοικήσεις έχουν γνώση και έχουν χειρισθεί τα ζητήματα που ανακύπτουν από τη μεγάλη τομή στη Δικαιοσύνη και τα οποία θα διογκωθούν κατά το νέο δικαστικό έτος. Ήδη δε έχουμε προτείνει στο αρμόδιο Υπουργείο, για τον παραπάνω σκοπό, την πρόβλεψη στο σχέδιο νόμου και της ακόλουθης διάταξης:
«1.Στους απερχόμενους Προέδρους Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης/Διευθύνοντες τα καταργούμενα Ειρηνοδικεία Αθηνών – Πειραιά – Θεσσαλονίκης, ανατίθεται η αρμοδιότητα της κατάρτισης μηνιαίων υπηρεσιών των Δικαστικών Λειτουργών των οποίων οι οργανικές θέσεις μεταφέρονται στην κεντρική έδρα των ανωτέρω Πρωτοδικείων.
2. Στα Δικαστήρια της παρ. 1 η χρέωση των προανακριτικών δικογραφιών και η κατάρτιση των υπηρεσιών των Ειδικών Προανακριτικών Τμημάτων ανατίθεται στον αρχαιότερο Προανακριτή.
3. Οι αναφερόμενες στις παρ. 1 και 2 αρμοδιότητες τελούν υπό την έγκριση του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης των ανωτέρω Δικαστηρίων».
Τέλος, σύμφωνα και με τα αποτελέσματα του από 19-2-2024 δημοψηφίσματος, που διενήργησε η ΕΝΔΕ, τασσόμαστε κατά της δημιουργίας «Παράλληλων Πρωτοδικείων» και υπέρ της διατήρησης όλων των υφιστάμενων Πρωτοδικείων, πολύ περισσότερο, μετά την πρόβλεψη στο σχέδιο νόμου της διατήρησης πλήρους καθ’ ύλην αρμοδιότητας αυτών, διατήρησης των υφιστάμενων δικηγορικών συλλόγων και διατήρησης των οργανικών θέσεων των Δικαστικών Υπαλλήλων. Με τις άνω προβλέψεις διατηρούνται Δικαστικοί Σχηματισμοί δίχως Δικαστικούς Λειτουργούς. Συνεπώς, η πρόβλεψη «Παράλληλων Πρωτοδικείων» ελέγχεται ως προς την συνταγματικότητά της. Πρακτικά δε θα έχει ως συνέπεια τη συνεχή μετακίνηση των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών προς εκτέλεση των καθηκόντων τους ενώ, εάν σκοπός αποτελεί η ισοκατανομή των υποθέσεων μεταξύ των υπηρετούντων στην Περιφερειακή Ενότητα Δικαστών (και όχι η κατάργησή τους σε σύντομο χρόνο), ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με σχετική πρόβλεψη στον ΚΟΔΚΚΔΛ.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όπως είναι γνωστό, δεν νομοθετεί. Επιχειρείται η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη και η Ένωση είναι ΠΑΡΟΥΣΑ και συνδιαμορφώνει τις εξελίξεις, οι οποίες θα ικανοποιούν το σύνολο του Δικαστικού Σώματος και θα εγγυώνται ακώλυτη και αποτελεσματική πρόσβασηστη Δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες. Οι Συνάδελφοι όλων των βαθμών ήταν ΠΑΡΟΝΤΕΣ, μέσω της πολυπληθούς γενικής συνέλευσης και του δημοψηφίσματος σ’ αυτή τη μεταρρύθμιση και θα εξακολουθήσουν να είναι ΠΑΡΟΝΤΕΣ, διότι το μεγάλο εγχείρημα της ενοποίησης τώρα αρχίζει.
Απαιτείται Ενότητα και επίδειξη Δικαστικού Ήθους. Τα υπηρεσιακά συμφέροντα μπορεί να είναι ή να φαίνονται αντικρουόμενα αυτή τη στιγμή αλλά η πραγματικότητα είναι μία. Με αγαστή συνεργασία και με ορθή ενημέρωση προσπαθούμε για δίκαιες λύσεις στο χώρο της Δικαιοσύνης. Η επιλογή μας είναι μία, να αντιμετωπίσουμε τις αλλαγές που έρχονται δίχως φόβο, να συνθέσουμε απόψεις και να σχεδιάσουμε όλοι μαζί τη Δικαιοσύνη του μέλλοντος, σύγχρονη και πάντα ανθρωποκεντρική.