Ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης για χρέη προς το Δημόσιο καθότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χειροτέρευσε τη θέση του αναιρεσείοντος, παύοντας τελικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (ΑΠ 883/2023)
Η συλλογιστική πορεία του Ανώτατου Ακυρωτικού
Πρώτα απ’ όλα, ο Άρειος Πάγος θύμισε ότι, όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ, β) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.
Επιπλέον, τονίστηκε ότι, η πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο δεν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα.
Επί τη βάσει των ανωτέρω, κατά τον Άρειο Πάγο συνάγεται:
1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος.
2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες ΔΟΥ ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος.
Η κρίση του Αρείου Πάγου
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 132.003,92 ευρώ. Μάλιστα, με την 13120/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος λόγω μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους ανασταλείσα για τρία έτη.
Στη συνέχεια, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο με τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ του ΠΚ, για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990) και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το σκεπτικό ότι όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για το χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του ατομικώς και σε βάρος των εταιρειών των οποίων τυγχάνει ομόρρυθμο μέλος διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη ΔΟΥ, ο ίδιος ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό των 132.003,92 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.
Τούτων δοθέντων, το εφετειακό δικαστήριο αφενός δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και αφετέρου χειροτέρευσε τη θέση του αναιρεσείοντος, ασκώντας εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Έτσι λοιπόν, ενώ με την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταδικάστηκε για είκοσι ένα επί μέρους χρέη συνολικού ποσού 132.003,92 ευρώ, με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάστηκε για σαράντα επί μέρους χρέη συνολικού ποσού 5.090.206,60 ευρώ.
Κατά συνέπεια, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος και για υπέρβαση εξουσίας λόγω χειροτέρευσης της θέσης του. Κρίθηκε, συνεπώς, ότι πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, διότι το αξιόποινο της πράξης αυτής έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΑΠ 883/2023