Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι εκκρεμείς : α) η από 17.01.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/….01.2022 έφεση, που άσκησε η πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσα κατά της υπ’αριθμ…./2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αρήνης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία απέρριψε την προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση, β) η από 19.01.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./….4.2022 έφεση, που άσκησαν οι αιτούντες κατά της ως άνω υπ’αριθμ…./2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αρήνης, η οποία απέρριψε την από 03.12.2018 (α.κ.δ. …/….12.2018) αίτηση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, γ) η ασκηθείσα προφορικά με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της κατά τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do value Greece», οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, ενόψει και του ότι δικάζονται με την ίδια διαδικασία και με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων [ΚΠολΔ 31, 246, 524 παρ.1].

Από τις με αριθμούς …./03.5.2022 και …./03.5.2022 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Π…. Μ…., αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξη έκθεσης κατάθεσης, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο (12.10.2022), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους πρώτη και δεύτερη των εφεσίβλητων (άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.1 και 2, 126 παρ.1γ, 127 παρ.1, 748 §§§ 1,2,4 και 760 ΚΠολΔ) με επιμέλεια των εκκαλούντων – αιτούντων, οι οποία επέσπευσαν τη συζήτηση της έφεσης (ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εκκαλούντων, που υπογράφει το εφετήριο δικόγραφο, κατέθεσε αντίγραφο του τελευταίου για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου). Οι ανωτέρω, όμως, δεν παραστάθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο. Το Δικαστήριο, όμως, θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης σαν να ήταν παρούσες και οι εφεσίβλητες (άρθρα 524 παρ. 4 και 764 παρ. 2 ΚΠολΔ). Παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου δεν προβλέπεται στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 741 επ.), « Αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους». Συνεπώς επί ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δημιουργείται, σύμφωνα με το άρθρο 762, περίπτωση αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας, λόγω υποχρεώσεως η έφεση να απευθύνεται κατά των λοιπών πέραν του εκκαλούντος διαδίκων αλλά και της ανάγκης ενιαίας επίλυσης του ζητήματος [ΑΠ 438/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/ 2021, τόμος 2ος, εκδ.2022, [- Μπαλογιάννη Ε.], υπό άρθρο 762, σελ. 2539]. Ωστόσο, η υποχρέωση απεύθυνσης της έφεσης κατά όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση δεν τίθεται με κύρωση του απαράδεκτο, καθώς το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη κλήτευσή τους στη δίκη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 εδ.α` του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (ΚΠολΔ 760 εδ.α), το Δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο κατά αποφάσεως που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί να διατάξει τη κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η έφεση κατά αποφάσεως που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας πρέπει μεν να απευθύνεται κατά όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και μεταξύ αυτών και κατά των παρεμβάντων, πλην όμως όχι με κύρωση το απαράδεκτο της εφέσεως, αλλά το δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, επομένως δε και του διαδίκου που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο, τούτο δε διότι το άρθρο 748 παρ.3 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 760 του ΚΠολΔ, δεν καταλαμβάνει μόνο τους τρίτους που δεν κατέστησαν διάδικοι στην πρωτοβάθμια δίκη αλλά και τους κατ` αυτήν διαδίκους κατά των οποίων δεν στρέφεται η έφεση (ΟλΑΠ 6/1999, ΕλλΔνη 1999. 274, ΑΠ 157/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8561/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6399/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 187/2000, ΕλλΔνη 2000.1385). Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν τυχόν δεν κλητευθούν οι λοιποί διάδικοι της πρωτόδικης δίκης, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη γιατί παραβιάζεται η αρχή που αναφέρεται στην ακρόαση όλων των διαδίκων μερών (ΑΠ 894/2003, ΕλλΔνη 45 (2004). σελ.168, ΕφΛαρ 141/2006, ΕΠΙΣΚΕΔ 2006.1120, ∙αντιθέτως ότι δεν απαιτείται στην κατ’έφεση δίκη η κλήτευση του αρχικώς διαδίκου έτερου καθού η αίτηση, λόγω της απλής ομοδικίας που συνδέει τα διάδικα μέρη βλ.Ι. Βενιέρη-Κατσά, Εφαρμογή του Ν.3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 2η έκδοση, σελ.198 επί του κεφαλαίου Ζ περ.2, Αρβανιτάκη, παρατηρήσεις σε ΕιρΣητ 6/2012, ΕΠολΔ 2012. σελ. 225, βλ. και ΜΠΗΛ 139/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», επίσης βλ. Μπαλογιάννη Ε. ο.π. με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, περί του ότι θεωρείται πειστικότερη η άποψη σύμφωνα με την οποία η έφεση πρέπει να στρέφεται εναντίον μόνο εκείνων που είχαν μετάσχει στη πρωτοβάθμια δίκη ως ενδιαφερόμενοι και είχαν αντιδικήσει με τον εκκαλούντα ενώ σε όλα τα άλλα πρόσωπα η έφεση κοινοποιείται με κλήση για συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου] .

Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. 2…./26.4.2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Καλαμάτας, με έδρα το Πρωτοδικείο Καλαμάτας, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη έκθεσης κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, νομότυπα και εμπρόθεσμα κοινοποιήθηκε στην πρωτοδίκως παρασταθείσα ως προσθέτως παρεμβαίνουσα συνεγγυήτρια στην υπ’αριθμ. …../11.5.2007 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας δεν απαιτείτο η έφεση να στρέφεται και κατά της πρωτοδίκως παρεμβαίνουσας συνεγγυήτριας, η οποία ναι μεν δια της παρεμβάσεώς της κατέστη διάδικος στη δίκη επί της οποίας η εκκαλούμενη απόφαση πλην όμως δεν αντιδίκησε με τους εκκαλούντες, αλλά αρκεί η κοινοποίηση της έφεσης με κλήση για συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου. Η ανωτέρω προς ην η κοινοποίηση η έφεση συνεγγυήτρια, η οποία στον πρώτο βαθμό άσκησε με τις προτάσεις της πρόσθετη παρέμβαση, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, παραδεκτώς συμμετέχει στη παρούσα δευτεροβάθμια δίκη μόνο με την κατάθεση προτάσεων και όχι με την άσκηση νέας πρόσθετης παρέμβασης καθόσον έχει ασκήσει αυτοτελή έφεση, η οποία υποχρεωτικά συνεκδικάζεται με την έφεση. Σημειωτέον ότι σε περίπτωση απόρριψης πρωτοδίκως της πρόσθετης παρέμβασης, τότε αναγκαίο όρο για τη συμμετοχή του προσθέτως παρεμβαίνοντος κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό αποτελεί είτε η άσκηση έφεσης είτε η εκ νέου άσκηση πρόσθετης παρέμβασης στη κατ’έφεση δίκη. Διαφορετικά, σε περίπτωση που ο πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνων δεν ασκήσει έφεση, ούτε εκ νέου πρόσθετη παρέμβαση στη κατ’έφεση δίκη προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη πρωτόδικα, οι κατατεθείσες προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δεν λαμβάνονται υπόψη [ ΕφΠειρ 521/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 1013/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9231/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη Χ.- Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας,Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν. 4842 και 4855/2021, τόμος 2ος, εκδ.2022, (-Ευθυμίου Χ.), υπό άρθρο 516, § 5, σελ. 1677-1678 ].

Η υπό κρίση από 17.01.2022 έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσας κατά της υπ’αριθμ…./….9.2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας, το οποίο συνεκδίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την αίτηση και την πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της δεύτερης των καθών η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [άρθρα 17 Α, 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν.3869/2010]. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./….01.2022, και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός προθεσμίας δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 03 Σεπτεμβρίου 2021, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται σχετική έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης, ούτε προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας (άρθρα 14 Ν.3869/2010, 495 αρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.β εδ.α, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το νόμιμο ηλεκτρονικό παράβολο, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. …/….01.2022 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας, όπου γίνεται αναφορά στο υπ’αριθμ. …… ηλεκτρονικό e – παράβολο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρωτοδίκως απλώς προσθέτως παρεμβαίνων, μολονότι δεν προσλαμβάνει θέση κυρίου διαδίκου στη δίκη, νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση έφεσης και δη αυτοτελώς σε σχέση με τον διάδικο υπέρ του οποίου παρενέβη, ο οποίος μπορεί και να μην ασκήσει έφεση. Ο προσθέτως παρεμβαίνων νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση έφεσης – όπως αναίρεσης και αναψηλάφησης-πλην όμως για λογαριασμό του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και τούτο μολονότι τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου καταλαμβάνουν και αυτόν. Ο κύριος διάδικος και ο προσθέτως παρεμβαίνων μπορούν μάλιστα να ασκήσουν έκαστος παράλληλα το ίδιο ένδικο μέσο κατά της ίδιας απόφασης προβάλλοντας τις ίδιες ή διαφορετικές αιτιάσεις. Στη περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο ένδικο μέσο και συνεκδικάζονται. Το δικαίωμα αυτό να ασκήσει ένδικο μέσο έχει ο προσθέτως παρεμβαίνων ακόμα και όταν η πρόσθετη παρέμβαση έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη ή αβάσιμη προσβάλλοντας τόσο το κεφάλαιο που αφορά την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης όσο και το κεφάλαιο που αφορά την κύρια δίκη [ ΑΠ 1000/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 63/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9414/2005, Τράπεζα Νομικών ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη Χ.- Σταματόπουλος Σ. ο.π. τομ.2, εκδ.2022, [ Ευθυμίου Χ.], υπό άρθρο 516 § 5, σελ. 1677 – 1678, Γκανάς Στ. Διπλωματική Εργασία με θέμα « Η άσκηση ενδίκων μέσων επί υποκειμενικά σύνθετων δικών», εκδ. 2019, ΠΜΣ Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας, Νομική Σχολή, ΕΚΠΑ, σελ. 53-54, όπου εκτενείς παραπομπές σε θεωρία και νομολογία ].

Η υπό κρίση από 19.01.2022 έφεση των ηττηθέντων αιτούντων κατά της υπ’αριθμ…./….9.2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας, το οποίο συνεκδίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την αίτηση και την πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της δεύτερης των καθών η αίτηση, ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [άρθρα 17 Α, 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν.3869/2010]. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./….4.2022, και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός προθεσμίας δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 03 Σεπτεμβρίου 2021, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται σχετική έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης, ούτε προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας (άρθρα 14 Ν.3869/2010, 495 αρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.β εδ.α, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το νόμιμο ηλεκτρονικό παράβολο, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …./….4.2022 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας, όπου γίνεται αναφορά στο υπ’ αριθμ. ……ηλεκτρονικό e – παράβολο.

Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 225 ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα ενώ κατά τη διάταξη της παρ.2 του ίδιου άρθρου, η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματος δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη, ο δε ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση στη δίκη. Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 225 ΚΠολΔ η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν συνεπάγεται την αποστέρηση της εξουσίας των διαδίκων να διαθέτουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Η διάθεση του επίδικου αντικειμένου δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης. Ο ειδικός διάδοχος του μεταβιβάσαντος διαδίκου δεν αποκτά αυτοδίκαια την ιδιότητα του διαδίκου ούτε υπεισέρχεται στη δικονομική θέση του δικαιοπαρόχου του, έχει όμως το δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση, η οποία συνιστά αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, διότι καταλαμβάνεται από τις έννομες συνέπειες της απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί στην εκκρεμή δίκη μεταξύ του δικαιοπαρόχου του και του αντιδίκου του τελευταίου. Αν ο ειδικός διάδοχος δεν ασκήσει παρέμβαση δεν δύναται να ενεργήσει στο όνομα και για λογαριασμό του καμία διαδικαστική πράξη που σχετίζεται με την πρόοδο και τη διεξαγωγή της δίκης στην οποία διάδικος είναι ο δικαιοπάροχός του, τυχόν δε διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται, χωρίς προηγουμένως να έχει ασκηθεί παρέμβαση, πάσχουν από δικονομική ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο [ Απαλλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τόμος 1, εκδ.2022, [-Ευθυμίου Χ.], υπό άρθρο 225, §§ 1,3, σελ. 911-913].

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ. Συνέπειες δε της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ως προς την διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντα είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης (άρθρο 286 του ΚΠολΔ) με τη μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 του ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατά αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, τόσο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση όσο και η μη αυτοτελής ή απλή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι όταν στην πρώτη περίπτωση το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού ή στις θεσπισμένες από το νόμο αρμοδιότητες αυτού, και στη δεύτερη περίπτωση όταν το έννομο συμφέρον στηρίζεται σε άλλο γεγονός, δεν εισάγουν νέα δίκη, δεδομένου ότι με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η δίκη που δημιουργείται δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που άρχισε με την αίτηση ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωρισθεί, γι` αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση (ΑΠ 368/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1260/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 477/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ η παρέμβαση, κατά την απουσία του, από τον παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως [ΕφΠειρ 111/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

Με το Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του Ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015 και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω Ν.4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχόμενων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015. Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, o διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015), [ΟΛΑΠ 1/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

Η ΕΔΑΔΠ συμμετέχει στην ήδη εκκρεμή δίκη που έχει ανοιγεί στο όνομα του δικαιούχου με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · βλ. σχετ. Π. Γιαννόπουλο, ο.π. σελ.256-257, κατά τον οποίο η κάλυψη της ΕΔΑΔΠ από το δεδικασμένο της δίκης που διεξάγει ο αληθής δικαιούχος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 Ν.4354/2015 ρυθμίζει την αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αυτή της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της δίκης μεταξύ της ΕΔΑΔΠ και του δανειολήπτη στον αληθή δικαιούχο, θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.7 Ν.4345/2015 και στο ότι η αναγνώριση της δυνατότητας της ΕΔΑΔΠ να ενάγει εκ νέου τον οφειλέτη, παρά το ευνοϊκό για τον ίδιο δεδικασμένο προηγούμενης δίκης κατά του πιστωτικού ιδρύματος, συνιστά προφανώς απαγορευμένη επιδείνωση της δικονομικής του θέσης, κατά τρόπο ώστε η απαγόρευση της εξεταζόμενης ρύθμισης να μπορεί να χρησιμεύσει για την διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και στο μη δικαιούχο διάδικο· Αντιθέτως περί αυτοδίκαιης εκπροσώπησης του διαδίκου πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΔΑΔΠ κατά τη συζήτηση με τη νομότυπη κατάθεση προτάσεων βλ.ΑΠ 763/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα με την επωνυμία «doValue Greece Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «doValue Greece», με την ιδιότητα της εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντίκλητου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4354/2015, με δικόγραφο προτάσεων που κατέθεσε επί έδρας άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση [άρθρα 80,83, 747,752 ΚΠολΔ] υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ». Ειδικότερα, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν.3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή/και έχουν ρυθμιστεί. Η ανωτέρω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρήθηκε αυθημερόν με τη σύναψή της σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 717/17.12.2021, στο τόμο 13 και με αύξοντα αριθμό 207, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 8 του Ν.3156/2003. Η δημοσίευση αυτή ως προς το παράρτημά της και για την ορθότητα αυτού επαναλήφθηκε με την υπ’αριθμ. πρωτ. ./20.01.2022 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 Ν.3156/2003, η οποία καταχωρήθηκε στο βιβλίο του άρθρου 3 Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 13 και με αύξοντα αριθμό 278. Συνεπεία των ανωτέρω η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» κατέστη δικαιούχος πλην άλλων και των απαιτήσεων που απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ». Εν συνεχεία, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης ενδιάμεσης περιόδου, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα στις 17.12.2021 με αριθμ.πρωτ. ./17.12.2021 στα βιβλία του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό . [άρθρο 10 παρ.16 Ν.3156/2003]. Εν συνεχεία, δυνάμει της από 04.02.2022 σύμβασης, που συνήφθη ανάμεσα στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» και τον διαχειριστή ενδιάμεσης περιόδου με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», που δημοσιεύθηκε στις 04.02.2022 με αριθμό πρωτοκόλλου αρ.71 και καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 04.02.2022 στο τόμο . και με αύξοντα αριθμό ., λύθηκε η ανωτέρω από 17.12.2021 σύμβαση διαχείρισης ενδιάμεσης περιόδου επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων. Στις 04.02.2022 διαχειριστής των απαιτήσεων που τιτλοποιήθηκαν κατέστη η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία « do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do Value Greece» πρώην με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», ΓΕΜΗ ., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν.4354/2015, με την υπ’αριθμ. 220/1/13.3.2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ.Β)], δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων [κατ’άρθρο 10 παρ.14 και 16 Ν.3156/2003], περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα στις 04.02.2022 με αριθμ.πρωτ. ./04.02.2022 στα βιβλία του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό . (άρθρο 10 παρ. 16 Ν. 3156/2003) σε συνδυασμό και με το 17.12.2021 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Ιρλανδίας Hugh Mc Groddy. Συνεπεία των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία « do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος διάδικος και ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», ειδική διάδοχος της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, με τις προτάσεις της, επικαλούμενη προς τούτο έννομο συμφέρον, άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της διαδίκου με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».

Η παρέμβαση αυτή είναι πρόσθετη και δη αυτοτελής, σύμφωνα και με τα όσα εκτίθενται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις της παρούσας, καθώς ασκείται από τη διαχειρίστρια των ενδίκων απαιτήσεων και ως εκ τούτου νομιμοποιούμενη μη δικαιούχος διάδικος, ενόψει του ότι η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και αυτή μετά την εκκρεμοδικία, παρά το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στη συνέχιση της δίκης, παραμένει στη δικαιοπάροχό της εταιρείας, και είναι παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80, 83, 325 αρ.1 και 2, 752 ΚΠολΔ, 15 Ν.3869/2010. Συνεπώς μεταξύ των δύο διαδίκων, ήτοι της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ AΝΩΝΥΜH EΤΑΙΡΕΙΑ» δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας.

Η εκκαλούσα – πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσα εκθέτοντας τη δική της ως συνεγγυήτριας στην υπ’αριθμ. ……/11.5.2007 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου περιουσιακή και οικονομική της κατάσταση ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση των συναιτούντων καθ’ολοκληρίαν ως νόμω και ουσία βάσιμου και δη στο πλαίσιο του προτεινόμενου όλως επικουρικώς εκ μέρους της ως άνω σχεδίου δικαστικής ρύθμισης της κοινής ένδικης οφειλής τους με τη πρώτη των καθών πιστώτρια και ήδη πρώτη εφεσίβλητη, ώστε σε περίπτωση παραδοχής και ευδοκίμησής της να απαλλαγεί από κάθε τυχόν οφειλή της έναντι αυτής κατά την αναλογικώς ισχύουσα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 Ν.3869/2010. Η εκκαλουμένη απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι ο εγγυητής και συνεπώς η αιτούσα στερείται έννομου συμφέροντος να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση καθώς δεν επωφελείται από την απόφαση δικαστικής ρύθμισης των χρεών των αιτούντος πρωτοφειλέτη.

Η εκκαλούσα με την έφεσή της προσβάλει την εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο που απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση για λόγο που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα ισχυρίζεται ότι είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει πρωτοδίκως στην ανοιγείσα δίκη καθώς, εφόσον γινόταν δεκτό το προτεινόμενο σχέδιο δικαστικής ρύθμισης της ένδικης εξ εγγυήσεως οφειλής της προς τη τρίτη εφεσίβλητη πιστώτρια, δεν θα περιερχόταν σε δυσμενέστερη θέση ακόμα και εάν φαινομενικά έχανε το δικαίωμα να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη – πρώτου εφεσίβλητου, καθότι θα επωφελείτο από την ευμενή κατά λογική αναγκαιότητα απόφαση περί δικαστικής ρύθμισης του ένδικου χρέους, με την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις του Ν.3869/2010 και της επανένταξής της ως ον στην κοινωνική και οικονομική ζωή, δυνάμει της παρασχεθείσας ευκαιρίας ρύθμισης των χρεών των φυσικών προσώπων και της ratio του Ν.3869/2010, όπως προκύπτει και συνάγεται από την αιτιολογική του έκθεση.

Επί του λόγου αυτού εφέσεως θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :

Η διαδικασία του Ν.3869/2010 είναι έντονα προσωποπαγής, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις όσο και ως προς τις συνέπειες υπαγωγής στις διατάξεις του. Η διαδικασία του Ν.3869/2010 είναι έντονα προσωποπαγής. Ο οφειλέτης υπάγεται στη διαδικασία και απολαμβάνει τις συνέπειες αυτής και όχι οι απαιτήσεις του. Συνεπώς, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 12 του Ν.3869/2010, οι πιστωτές διατηρούν τα δικαιώματά τους κατά του εγγυητή ή του συνοφειλέτη ακόμα και μετά τη ρύθμιση των χρεών του ή την απαλλαγή του από αυτά καθώς η ρύθμιση και η απαλλαγή ενεργούν υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά. Η υποχρέωση επίδοσης της αίτησης στον εγγυητή κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 Ν. 3869/2010 δεν αναιρεί τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η οποία [επίδοση] εξυπηρετεί στο να παραστεί ο εγγυητής ως διάδικος στη διαδικασία και να εισφέρει τις γνώσεις του ενημερώνοντας τους άλλους διαδίκους ή να ενημερωθεί για τις συνέπειες των ενεργειών του οφειλέτη και να αποπληρώσει το χρέος. Ο εγγυητής, όπως και ο συνοφειλέτης, μπορεί να καταθέσει αυτοτελώς αίτηση προκειμένου να υπαχθεί στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις. Κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 12 Ν.3869/2010, τα ποσά που θα καταβάλλει ο εγγυητής ή ο συνοφειλέτης δεν αναζητούνται από τον οφειλέτη που έχει υπαχθεί στις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου μέσω αναγωγής. Η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα των πιστωτών δεν θίγονται έναντι του εγγυητή, συνιστά σημαντική απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 851 ΑΚ. Ο εγγυητής που επιδιώκει την προστασία του πρέπει αυτοτελώς να κινηθεί δικαστικώς και να επιδιώξει την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν.3869/2010 καθώς δεν επωφελείται από την υπαγωγή σε αυτόν του πρωτοφειλέτη. Εάν ο εγγυητής περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των δικών του ληξιπρόθεσμων χρεών, τότε ανεξαρτήτως της κατάστασης του οφειλέτη και της επιθυμίας του να υπαχθεί στη διαδικασία, ο εγγυητής δικαιούται να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία υπαγωγής του Ν.3869/2010 [Βενέρης Ι.- Κατσάς Θ., Εφαρμογή του Ν.3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, εκδ. 3η, σελ. 732 – 739]. Ο εγγυητής ευθύνεται για το αρχικώς συμφωνημένο από τον πρωτοφειλέτη χρέος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επακολουθήσασα μείωσή του κατ’εφαρμογή του άρθρου 8 του Ν.3869/2010. Ωστόσο τη διαφορά αυτή ο καταβαλών εγγυητής δεν δύναται να την αξιώσει από τον πρωτοφειλέτη λόγω της διάταξης του άρθρου 12 του Ν.3869/2010 [ Κρητικός Αθ. Ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ.4η, 2016, άρθρο 12 αρ.1-5, σελ. 496-497]. Η διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 ΚΠολΔ, που προβλέπει την υποχρέωση του αιτούντος από τον δικαστή να επιδώσει την αίτηση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, συνιστά την κύρια περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο πέραν του αιτούντος καθίσταται άνευ ετέρου διάδικος, χωρίς να απαιτείται κάποια περαιτέρω ενέργεια για τη συμμετοχή του στη διαδικασία, όπως η άσκηση παρέμβασης. Με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 ΚΠολΔ προσομοιάζει η διάταξη του άρθρου 5 περί επίδοσης της αίτησης στους πιστωτές και στους εγγυητές, με τη διαφορά ότι η υποχρέωση προς επίδοση τάσσεται στη πρώτη περίπτωση από τον δικαστή ενώ στη δεύτερη περίπτωση τάσσεται από το νόμο [Βενέρης Ι.- Κατσάς Θ. ο.π. (-Βενέρης),§§ 686, 687 σελ. 320-321, Τυρίδη Μ. Διπλωματική Εργασία με θέμα «Τα Δικονομικά Ζητήματα του Ν.3869/2010», 2018, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ ΠΜΣ Πολιτική Δικονομία, σελ.48-49, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο].

Στη προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, και με τις νομίμως κατατεθείσες επί της έδρας έγγραφες προτάσεις της, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση η συνεγγυήτρια στην υπ’ αριθμ./11.5.2017 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, στην οποία κοινοποιήθηκε ακριβές αντίγραφο της αίτησης των δύο πρώτων εφεσίβλητων περί υπαγωγής τους στις διατάξεις του Ν.3869/2010, με την οποία ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και δη στο πλαίσιο του προτεινόμενου όλως επικουρικώς εκ μέρους της προτεινόμενου σχεδίου δικαστικής ρύθμισης της κοινής ένδικης οφειλής, ώστε σε περίπτωση ευδοκίμησής του να απαλλαγή από κάθε τυχόν οφειλή της έναντι αυτής κατά τα αναλογικώς ισχύοντα κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 Ν.3869/2010.

Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση τυγχάνει απαράδεκτη διότι, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, με την υποχρεωτική κοινοποίηση της αίτησης στην συνεγγυήτρια, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 5 του Ν.3869/2010, αυτή κατέστη αυτοδικαίως διάδικος χωρίς να απαιτείται προκειμένου να συμμετάσχει στη διαδικασία η άσκηση παρέμβασης. Εξάλλου, η συνεγγυήτρια στο επίδικο δάνειο δεν έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει προσθέτως υπέρ των αιτούντων καθότι η ένταξη του πρωτοφειλέτη στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, όπως και η απαλλαγή, που επέρχεται κατά τη διάταξη των άρθρων 8,9,11 του Ν.3869/2010 ενεργεί υποκειμενικώς και όχι αντικειμενικώς, ενώ ο εγγυητής ακόμα και στην περίπτωση που καταβάλει το υπόλοιπο χρέος στις πιστώτριες στερείται του δικαιώματος αναγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως έκρινε έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί εν μέρει από την παρούσα [ΚΠολΔ 534], προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσία αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται κατά το άρθρο 746 του ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδάφ. β του ν. 3869/2010), γιατί η διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β του Ν. 3869/2010, κατά το οποίο “…Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, η οποία εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 951/2015). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου της εφέσεως, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούντες της από 19.01.2022 (αρ.εκθ.δικ. …./2022) έφεσης, με την από 03.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./….12.2018 αίτησή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αρήνης, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε-διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και με τις νομοτύπως κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό επί της έδρας έγγραφες προτάσεις του, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζήτησαν να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τους, άλλως τη ρύθμιση των χρεών τους, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλαν, και αφού λαμβανόταν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εξέθεταν αναλυτικά, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση του περιγραφόμενου στην αίτηση ακινήτου, αποκλειστικής κυριότητας του αιτούντος, που αποτελεί την κύρια κατοικία αυτού και της οικογένειάς του, καθώς επίσης και της λοιπής περιγραφόμενης στο εισαγωγικό δικόγραφο περιουσίας αμφοτέρων των αιτούντων, ως μη ρευστοποίησης, με σκοπό τη μερική απαλλαγή τους από τα επίδικα χρέη. Επίσης ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι με τη τήρηση από αυτούς της δικαστικής ρύθμισης των οφειλών τους, θα απαλλαγούν από το υπόλοιπο των χρεών τους προς τις πιστώτριές τους. Ακόμη ζήτησαν να μην εκχωρηθούν οι αναφερόμενες στην ένδικη αίτηση απαιτήσεις των καθών σε αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα, άλλως και όλως επικουρικώς σε περίπτωση που ήθελε γίνει αυτό, να δεσμεύονται οι οποιοιδήποτε εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών από την εκδοθησομένη απόφαση του Δικαστηρίου και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Επί της αιτήσεως αυτής, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς σωρεύτηκαν δύο χωριστές αιτήσεις ρύθμισης οφειλών, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων της απλής ομοδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 74 ΚΠολΔ, εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ, 3 Ν.3869/2010], η εκκαλουμένη απόφαση (υπ’αριθμ…../2021), η οποία, αφού έκρινε την αίτηση επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ.3, 8 και 9 Ν.3869/2010, πλην του αιτήματος να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 4 παρ.1 αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ανωτέρω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, του αιτήματος περί απαγόρευσης εκχώρησης από τις καθών των ένδικων απαιτήσεων σε αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα, καθώς η ρύθμιση αυτών, κατά το Ν.3869/2010, δεν εμποδίζει την εκχώρησή τους, η οποία αποτελεί δικαίωμα των καθών συνυφασμένο με τη διοίκηση της περιουσίας τους, πλην όμως ο εκδοχέας θα δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου που δέχεται την αίτηση του οφειλέτη και ρυθμίζει τα χρέη του ως ειδικός διάδοχος που υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του εκχωρητή (ΑΚ 455, ΚΠολΔ 325), του αιτήματος να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη, αφού σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του Ν. 3869/2010 δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται και επομένως οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ δεν έχουν εφαρμογή στη διαδικασία του Ν.3869/2010, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς έκρινε ότι οι αιτούντες από δική τους υπαιτιότητα και δη υπό τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμής των χρεών τους, καθώς προέβησαν σε υπέρογκο δανεισμό, μολονότι προέβλεψαν το αποτέλεσμα της αδυναμίας ως πιθανό, και μολαταύτα το αποδέχθηκαν. Δηλαδή γνώριζαν ότι η αδυναμία πληρωμής των χρεών τους είναι πιθανή και παρόλαυτα το αποδέχθηκαν.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι αιτούντες και ήδη εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τον διαλαμβανόμενο σε αυτή λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης που πρόβαλε η πρώτη των καθών και ήδη πρώτη εφεσίβλητη πιστώτρια περί δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε αδυναμία πληρωμών, την οποία κατά τους ισχυρισμούς τους έπρεπε να απορρίψει ως αόριστη και σε κάθε περίπτωση ως αναπόδεικτη.

Όπως προκύπτει από τη πρόβλεψη του εδ. β’ της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και για αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠΔ) και να τον αποδείξει. Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και, επομένως, παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 του ΚΠΔ, η ένσταση της πιστώτριας τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει : α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθρ. 744) και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 759 παρ. 3) Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως, και ανεπίτρεπτα) καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης. Η εξουσία όμως αυτή του δικαστηρίου δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να αναλύει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της ένστασης, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά μόνο κατά πρόταση του διαδίκου και τα οποία αναγκαία πραγματικά περιστατικά δεν αναφέρονται σαφώς και ορισμένα ως περιεχόμενο αυτής (ένστασης). Ειδικότερα σε περίπτωση αίτησης οφειλέτη περί υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν.3869/2010, κατά την εκδίκαση της οποίας υποβάλλεται από τον πιστωτή εντελώς αορίστως ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του, χωρίς η ένσταση αυτή να περιέχει τα προαναφερθέντα στοιχεία, η εξουσία του δικαστηρίου δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να δύναται αυτό να αναλύει αυτεπαγγέλτως τα ποσά του δανεισμού και τα εισοδήματα του αιτούντος, αφού έτσι ουσιαστικά υποκαθιστά τον διάδικο (πιστωτή) προς το συμφέρον του οποίου έχει ταχθεί η σχετική νομοθετική ρύθμιση και ο οποίος κατά το νόμο οφείλει να προτείνει ορισμένα την αντίστοιχη ένσταση, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως [ΑΠ 166/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1508/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 515/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

Η πρώτη εφεσίβλητη με τις νομοτύπως κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προβάλλοντας την ένσταση περί δόλιας περιέλευσης των αιτούντων και ήδη εκκαλούντων σε γενική και μόνιμη αδυναμία ικανοποίησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους ισχυρίστηκε ότι οι αιτούντες, μολονότι γνώριζαν ότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα, εντούτοις προέβαιναν σε συνεχή δανεισμό, εν γνώσει της αδυναμίας κάλυψης του, προκειμένου να εξασφαλίσουν ανώτερο επίπεδο διαβίωσης από αυτό που επέτρεπε το εισόδημά τους. Ότι οι αιτούντες δεν παραθέτουν κάποιο έκτακτο γεγονός που να τους ανάγκασε να στραφούν στον δανεισμό και να λειτούργησε καταλυτικά στην παύση των πληρωμών τους, αλλά αντίθετα η αδυναμία οφείλεται αποκλειστικά σε λανθασμένες εκτιμήσεις των οικονομικών δυνατοτήτων τους.

Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας η ένσταση περί υπαίτιας, υπό τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, περιέλευσης των εκκαλούντων σε μόνιμη αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών τους οφειλών, είναι αόριστη, διότι η ενιστάμενη πρώτη των καθ’ ών η αίτηση και ήδη πρώτη εφεσίβλητη, που είχε κατά το νόμο το βάρος της επίκλησης και απόδειξης του δόλου του αιτούντος οφειλέτη, παραλείπει να αναφέρει το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που οι αιτούντες συμφώνησαν να λάβουν, τον χρόνο που τα συμφώνησαν, τις οικονομικές δυνατότητές τους κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών τους, τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπαν ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός τους θα τους οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα αυτό. Σημειωτέον ότι το ισχύον στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ανακριτικό σύστημα δεν εξικνείται μέχρι το σημείο το δικαστήριο να λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη πραγματικά περιστατικά, όπως εισοδήματα και ποσά δανεισμού, υποκαθιστώντας τον ενιστάμενο πιστωτή, τα οποία πρέπει να πληρούν το πραγματικό της ενστάσεως. Επειδή δε η ένσταση, όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως τυγχάνει αόριστη, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι η ένσταση δόλου είναι ορισμένη και εξετάζοντας τη βασιμότητά της την έκανε κατ’ ουσίαν βάσιμη, δεχόμενο ότι οι αιτούντες δημιούργησαν υπέρογκα χρέη, υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή, με τον αλόγιστο δανεισμό τους, μολονότι γνώριζαν ότι στο μέλλον θα αδυνατούσαν να τα καλύψουν ή τουλάχιστον προχωρούσαν στη λήψη των δανείων αποδεχόμενοι πλήρως ως πιθανόν αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής τους και αψηφώντας τις συνέπειες, και απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο σχετικά με τη πληρότητα της σχετικής ένστασης. Συνεπώς η κρινόμενη έφεση, κατά παραδοχή του (μοναδικού) λόγου αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στους εκκαλούντες και να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί εκ νέου η αίτηση, η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,4,5,6 παρ.3, 8 και 9 Ν.3869/2010, πλην των αιτημάτων να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης οφειλών κατά τη διάταξη του άρθρου 7 Ν.3869/2010, να απαγορευθεί από τις καθών πιστώτριες η εκχώρηση των επίδικων απαιτήσεων σε αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα και να συμψηφιστεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, τα οποία κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε ανωτέρω σημείο της παρούσας τυγχάνουν μη νόμιμα και πρέπει να απορριφθούν, στην ουσία της από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ].

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.3869/2010 «φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.3588/2007 (ΠτΚ), πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Β.Δ. 19-4/01.5.1835, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι από τη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 αποκλείονται φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή οι έμποροι. Κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η ύπαρξη ή μη της εμπορικής ιδιότητας κατά τον χρόνο υποβολής από τον οφειλέτη της αίτησης προς το δικαστήριο και όχι η εμπορικότητα ή μη του χρέους. Επομένως, ο οφειλέτης, που κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης είναι έμπορος, δεν μπορεί να υπαγάγει στη ρύθμιση του νόμου αστικά χρέη, που δημιούργησε κατά το παρελθόν, πριν ακόμα αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα. Για τους χαρακτηριζόμενους ως εμπόρους, σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του πτωχευτικού κώδικα και όχι αυτές του Ν.3869/2010. Συνεπώς αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 η ιδιότητα του αιτούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.3588/2007), η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας ή ο θάνατος δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι προϋπόθεση για την πτώχευση εμπόρου που έπαυσε την εμπορία του είναι η παύση της εμπορίας να έγινε μέσα στο χρόνο της παύσεως των πληρωμών του και ο τελευταίος να ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε την εμπορική ιδιότητα. Συνεπώς, υπάγονται στο Ν. 3869/2010 και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα). Αντιθέτως δεν υπάγονται στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 οι οφειλέτες που κατά τον χρόνο της παύσεως των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα. Εάν έπαυσαν τις πληρωμές όταν ήταν ακόμα έμποροι τότε απορρίπτεται η αίτηση. Δηλαδή, η εμπορική ιδιότητα είτε υφιστάμενη, είτε αναγόμενη στο παρελθόν κατά το χρονικό όμως σημείο κατά το οποίο έπαυσαν οι πληρωμές, είναι η προϋπόθεση που προσδίδει πτωχευτική ικανότητα στο φυσικό πρόσωπο, αποκλείοντας την υπαγωγή του στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3869/2010 (ΑΠ 31/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 803/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσπ 44/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΣερ 201/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΑμαλ 83/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕμπΝ και τη διδασκαλία του εμπορικού δικαίου, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Κατά δε το άρθρο 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του. Ωστόσο οι χαρακτηριζόμενοι ως μικρέμποροι δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα και δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειές της. Τέτοιοι δε θεωρούνται αυτοί για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού τους μόχθου και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, όπως υπαίθριοι πωλητές, τεχνίτες, μοδίστρες κ.λπ.(ΑΠ 756/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 947/1995,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαμ 4/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΠατρ 1163/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν.3869/2010, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 5 επ., σελ. 37 επ., Βενιέρης – Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 231 επ., σελ. 123 επ.). Παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στο νόμο, με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων οι μικρέμποροι, εντούτοις γίνεται δεκτό ότι αυτοί υπάγονται στο Ν.3869/2010, όταν δηλαδή η κατά σύνηθες επάγγελμα άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο με την σωματική τους καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζουν από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής τους εργασίας και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών. Ενδεικτικά δε στοιχεία της ύπαρξης της ιδιότητας του μικρεμπόρου αποτελούν η έλλειψη οργανωμένης επιχείρησης, η μη απασχόληση προσωπικού, η έλλειψη μηχανημάτων ή άλλων εγκαταστάσεων, ο χαμηλός τζίρος. Τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως μικρέμπορου πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ίδιος ο οφειλέτης (ΜΠΘες/κης 9/2016, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΛαρ 44/2020, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΛαρ 106/2018, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΧαν 101/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ.3 του Ν.4549/2018 (ΦΕΚ Α΄105/14.6.2018), η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις κατά το άρθρο 68 παρ.8 του ιδίου Νόμου, προστέθηκαν στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, όπως αυτός ίσχυε, δύο παράγραφοι, η παράγραφος 2α και η παράγραφος 2β. Με την παράγραφο 2β ορίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8, δηλαδή 3ετία ή 5ετία, ανάλογα με το νόμο που θα δικαστεί η αίτηση, το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 παρ.2, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται πλέον, αντί της χορήγησης περιόδου χάριτος, η κατανομή των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτής του άρθρου 9 παρ.2, κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της πρώτης ρύθμισης, δηλαδή αυτό της τριετίας, ή των 3-5 χρόνων για τις αιτήσεις υπό το Ν. 4161/2013. Από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018 (άρθρο 62) προκύπτει ότι, ο νομοθέτης επιθυμούσε τη χρονική σύμπτωση των δύο ρυθμίσεων, οι οποίες πλέον θα ξεκινούν από την έκδοση της απόφασης, αφού, σύμφωνα με την τροποποίηση που επέφερε στην παρ.2 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ Α` 105/14.6.2018), η οποία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 68 παρ.8 του ως άνω Νόμου, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του δίκες, δεν θα συνυπολογίζονται πλέον οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης στον χρόνο αλλά μόνο στο ποσό. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του Ν. 4549/2018, το δικαστήριο κατανέμει πλέον το ποσό των δύο δόσεων, αυτής δηλαδή με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και αυτής για τη διάσωση της κατοικίας του, έτσι ώστε να μη χειροτερεύσει η θέση των πιστωτών σε σχέση με τη θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Θα πρέπει δηλαδή οι πιστωτές να λάβουν, από την έναρξη της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παράλληλα με αυτήν, οπωσδήποτε ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης της κύριας κατοικίας, το οποίο θα συνεχίσει ο οφειλέτης να καταβάλει και μετά την πάροδο της τριετίας ή πενταετίας και μέχρι το τέλος της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές ποσού μεγαλύτερου από την ικανότητα αποπληρωμής με βάση τα εισοδήματά του. Σε περίπτωση συνυπολογισμού των προκαταβολών της προσωρινής διαταγής κ.λπ. στη ρύθμιση του άρθρ. 8 παρ. 2, αυτή πρέπει να γίνεται στο αρχικό ποσό που έκρινε το δικαστήριο ότι προκύπτει από την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, με βάση τα εισοδήματά του και όχι σε αυτό που θα προκύψει από την κατανομή των δόσεων των δύο ρυθμίσεων, γιατί στην περίπτωση αυτή, λόγω της μείωσης του ποσού που θα προκύψει από την κατανομή, μπορεί να μην υπάρχει περιθώριο για τον συνυπολογισμό του ποσού που έχει προκαταβάλει ο οφειλέτης, παρότι προβλέπεται αυτό ρητά από το νόμο. Με βάση τη ρύθμιση αυτή και με δεδομένο ότι οι πιστωτές θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβουν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης, το δε επιπλέον ποσό και μόνο αποτελεί δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2, η μεν ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 εξυπηρετείται εξαρχής, αυτή δε του άρθρου 8 παρ. 2 έχει αντικείμενο μόνο αν υπάρχει πλεόνασμα από το υποχρεωτικό αντάλλαγμα της διάσωσης. Αν δεν υπάρχει τέτοιο ισχύει ως ρύθμιση με μηδενικές καταβολές και ο οφειλέτης μπορεί μετά την πάροδο της τριετίας να ζητήσει την κατ’ αρθρο 11 παρ. 1 του νόμου πιστοποίηση της απαλλαγής του (βλ. σχετ. ΕιρΒάμου 9/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Από την ανωμοτί κατάθεση του αιτούντος κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που τηρήθηκαν με τη διαδικασία της φωνοληψίας κατά τη διάταξη του άρθρου 265 παρ.3 ΚΠολΔ, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και εκείνα που παραδεκτά προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο χωρίς να γίνεται επίκλησή τους [ΚΠολΔ 744 και 759 παρ.3], όπως τα εκκαθαριστικά σημειώματα των πέντε τελευταίων ετών από τη συζήτηση της έφεσης, που προσκομίστηκαν από τους εκκαλούντες εντός της ταχθείσας προθεσμίας, κατόπιν τηλεφωνικής ειδοποίησης της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους από τη Γραμματέα του παρόντος κατ’εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ [άρθρο 741 ΚΠολΔ], καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο [άρθρα 336 παρ.4 σε συνδ. με 591 παρ.1 ΚΠολΔ], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο αιτών, ηλικίας 43 ετών [γεννηθείς το 1979], και η αιτούσα, ηλικίας 39 ετών [γεννηθείσα το 1983], είναι σύζυγοι και από τον γάμο τους, που τελέστηκε το 2008, απέκτησαν τρία τέκνα που γεννήθηκαν το 2008, το 2010 και το 2018, αντίστοιχα [βλ. το προσκομιζόμενο από ….12.2018 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Γραφείου Δημοτολογίου του Δήμου Ζ…. Ηλείας]. Οι αιτούντες διαμένουν μόνιμα σε διώροφη οικίας, ιδιοκτησίας του πρώτου εξ αυτών, στον οικισμό «….» Ζ….. Ηλείας. Ο αιτών ασχολείται με αγροτικές εργασίες από τις οποίες αποκομίζει περίπου το ποσό των 500,00 ευρώ μηνιαίως [βλ. ανωμοτί κατάθεση αιτούντος κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο]. Η αιτούσα στις …..2020 προσελήφθη στο Γενικό Νοσοκομείο Μεσσηνίας-Νοσηλευτική Μονάδα Κ….., με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για τη κάλυψη επιτακτικών αναγκών υγείας, ως επικουρικό προσωπικό κλάδου ΔΕ Νοσηλευτικής. Από την εργασία της αυτή η αιτούσα αποκομίζει μηνιαίως τακτικές αποδοχές ποσού 904,88 ευρώ και επιπλέον πρόσθετες αμοιβές που κυμαίνονται από 53,90 έως 122,08 ευρώ μηνιαίως [βλ. την από …..2020 και με αριθμό πρωτ. …. σύμβαση εργασίας της αιτούσας σε συνδυασμό με την από ….5.2021 «Εμφάνιση Εκκαθαρίσεων μισθοδοσία»]. Στο παρελθόν η αιτούσα και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από τις 20.10.2003 έως την 01.4.2008 διατηρούσε ατομική επιχείρηση με κύρια δραστηριότητα το λιανικό εμπόριο ειδών παντοπωλείου [βλ. προσκομιζόμενη από 01ης.4.2008 και με αριθμό δήλωσης 16 βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία της αρμόδιας ΔΟΥ]. Η επιχείρηση παντοπωλείου της αιτούσας στεγαζόταν σε μίσθιο ακίνητο αντί μηνιαίου μισθώματος 300,00 ευρώ. Κατά την άσκηση του επαγγέλματός της η αιτούσα εργαζόταν μόνη της χωρίς την απασχόληση προσωπικού έτσι ώστε το όποιο κέρδος ήταν αποτέλεσμα του σωματικού της μόχθου [βλ. ανωμοτί κατάθεση αιτούντος]. Τα ακαθάριστα έσοδα [τζίρος] και το όποιο κέρδος κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα με αποτέλεσμα η δραστηριότητα της αιτούσας να ασκείται για βιοποριστικούς λόγους και όχι για την επίτευξη υψηλού κέρδους. Τα αποκομιζόμενα από την εν λόγω δραστηριότητα έσοδα της αιτούσας, όπως αυτά αποτυπώνονται στα κατωτέρω αναφερόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα, δεν αποτελούν κέρδος αυτής συνεπεία ριψοκίνδυνης εμπορικής διαμεσολάβησης αλλά μόνο την αμοιβή της για την καθημερινή καταπόνησή της, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί μικρέμπορος. Η δραστηριότητα της αιτούσας δεν εμφάνιζε τα στοιχεία εμπορικότητας, ήτοι της διαμεσολάβησης στην εργασία, την ανάληψη κινδύνου, την επένδυση κεφαλαίου και την επιδίωξη κέρδους. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι η άσκηση από την αιτούσα κατά σύνηθες επάγγελμα πρωτότυπα εμπορικών πράξεων με την αγορά υλών προς μεταπώληση κατόπιν μεταποίησης δεν προσέδωσε σε αυτήν την ιδιότητα του εμπόρου αλλά της μικρεμπόρου, με αποτέλεσμα να μην έχει πτωχευτική ικανότητα και να μην τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί πτώχευσης ως συλλογικής διαδικασίας ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών της, αλλά να μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.3869/2010. Περαιτέρω, κατά το οικονομικό έτος 2009, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα αμφοτέρων των αιτούντων ήταν μηδενικό, το οικονομικό έτος 2010, αμφοτέρων των αιτούντων ήταν μηδενικό, το οικονομικό έτος 2011, του αιτούντος ανερχόταν σε 10.238,55 ευρώ και της αιτούσας ήταν μηδενικό, το οικονομικό έτος 2012, του αιτούντος ανερχόταν σε 537,48 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 375,75 ευρώ, και της αιτούσας ήταν μηδενικό, το οικονομικό έτος 2013, του αιτούντος ανερχόταν σε 653,88 ευρώ και της αιτούσας σε 81,64 ευρώ, το οικονομικό έτος 2014, του αιτούντος ήταν μηδενικό, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 640,02 ευρώ, και της αιτούσας ανερχόταν σε 40,52 ευρώ, το φορολογικό έτος 2014, του αιτούντος ήταν μηδενικό, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 1.793,33 ευρώ, και της αιτούσας ήταν μηδενικό, το φορολογικό έτος 2015, του αιτούντος ανερχόταν σε 37,42 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 960,00 ευρώ, και της αιτούσας σε 1.624,06 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 249,95 ευρώ, το φορολογικό έτος 2016, του αιτούντος ανερχόταν σε 784,71 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 960,00 ευρώ, και της αιτούσας σε 220,20 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 962,99 ευρώ, το φορολογικό έτος 2017, του αιτούντος ανερχόταν σε 1.585,04 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 1.190,50 ευρώ, και της αιτούσας σε 52,76 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 115,38 ευρώ, το φορολογικό έτος 2018, του αιτούντος ανερχόταν σε 1.528,54 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 3.636,20 ευρώ, και της αιτούσας σε 0,04 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 170,07 ευρώ, και τέλος, το φορολογικό έτος 2019, του πρώτου μηδενικό, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 3.360,00 ευρώ, και της δεύτερης 0,01 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 1.290,64 ευρώ (βλ. προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα των αντίστοιχων οικονομικών ετών). Ο αιτών είναι αποκλειστικός κύριος ενός οικοπέδου, εκτάσεως 1.570,72 τ.μ., το οποίο ευρίσκεται εντός του οικισμού «…..» της περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ζαχάρως του Δήμου Ζαχάρως, το οποίο εμφαίνεται με τα αριθμητικά στοιχεία (1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-12-1) στο από μηνός Μαρτίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Φ…. Ν….. και συνορεύει νότια επί πλευρών 9-10 μήκους 4,09 μ. και 10-12 μήκους 42,22 μ., με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν….. Α….., βόρεια επί πλευρών 1-2 μήκους 15,85 μ., 2-3 μήκους 9,79 μ., 3-4 μήκους 10,70 μ., 4-5 μήκους 9,89 μ., 5-6 μήκους 6,60 μ. και 6-7 μήκους 4,01 μ., με κοινοτικό δρόμο, δυτικά επί πλευράς 12-1 μήκους 32,79 μ., με ιδιοκτησία Δ….. Ν….. του Γεωργίου, και ανατολικά επί πλευρών 7-8 μήκους 12,98 μ. και 8-9 μήκους 12,82 μ., με ιδιοκτησία Χ….. Α….., μετά της επί αυτού διώροφης οικοδομής, έτους κατασκευής το 2006, επιφανείας κυρίων χώρων 115,07 τ.μ. και βοηθητικών χώρων 31,25 τ.μ. Το εν λόγω οικόπεδο περιήλθε στον αιτούντα κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή δυνάμει του υπ’αριθμ.1…./…..4.2006 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αρήνης Μ…. Σ…..-Α….., νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρήνης στον τόμο … και με αριθμό ….. Η αντικειμενική αξία της εν λόγω οικίας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 51.746,89 ευρώ [ 47.765,64€ οι κύριοι χώροι + 3.981,25 € οι βοηθητικοί χώροι], (βλ. προσκομιζόμενη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.)- Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Ν. 4223/2013, έτους 2020). Επίσης, ο αιτών είναι αποκλειστικός κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμού, εμβαδού 2.000,00 τ.μ., που ευρίσκεται στη θέση «…..» ή «…..» της κτηματικής περιφέρειας της Τοπικής Κοινότητας Κ…., Δημοτικής Ενότητας Α…., Δήμου Τ…., Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας. Το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4…./…..5.2014 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Κ…. Α….. Κ…., νομίμως μεταγεγραμμένης. Η αιτούσα έχει τη ψιλή κυριότητα σε ποσοστό 100% ενός ελαιοπερίβολου ξερικού, με εκατόν τριάντα ελαιόδενδρα, εκτάσεως 4.000,00 τ.μ. περίπου, που ευρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, σε αγροτική περιοχή, στη θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Φ…. του Δήμου Φ….. Νομού Μ….., μετά του εντός αυτού ισόγειου αγροτόσπιτου, επιφανείας 42,00 τ.μ. περίπου, έτους κατασκευής 1953. Το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στην ενάγουσα δυνάμει της υπ’αριθμ…../….2007 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Κ…. Ε…. Φ….. νομίμως μεταγεγραμμένης. Επίσης η ενάγουσα είναι συγκύρια σε ποσοστό 42,52 % εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου ποτιστικού, εμβαδού 13.210,00 τ.μ. περίπου, που ευρίσκεται στη θέση «…..» της Τοπικής Κοινότητας Σ….., Δημοτικής Ενότητας Αρχαίας Ολυμπίας, Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, Π.Ε. Ηλείας. Το εν λόγω αγροτεμάχιο περιήλθε στη συγκυριότητα της αιτούσας με την υπ’αριθμ. …../…..11.2017 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Ο…. Κ….. Μ….. νομίμως μεταγραμμένη. Επίσης ο αιτών είναι αποκλειστικός κύριος : α) του με αριθμό κυκλοφορίας ….-. δίκυκλου, εργοστασίου κατασκευής SUZUKI, τύπου GSΧ-R750, κυλινδρισμού 750 κυβ. εκ., με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας στις ….2007 και β) του με αριθμό κυκλοφορίας ….- 4702 IX φορτηγού, κοινού μη ανατρεπόμενου, εργοστασίου κατασκευής NISSAN, με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας στις 20.8.1998. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης οι αιτούντες είχαν αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους, όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, με εξαίρεση τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Ειδικότερα ο αιτών συνήψε με: 1) την πρώτη καθ’ ης: α) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 100.095,17 ευρώ, για την εξασφάλιση της οποίας έχει εγγραφεί υπέρ της πρώτης καθ’ ης, στις …..5.2007, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αρήνης (τόμος …., αρ. …), προσημείωση υποθήκης Β’ τάξης, ποσού 84.000,00 ευρώ, επί του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου του, που αποτελεί την κύρια κατοικία του (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …../….11.2015 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Αρήνης), β) τη με αριθμό 42….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 5.975,30 ευρώ, γ) τη με αριθμό 41….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 167.547,12 ευρώ, για την εξασφάλιση της οποίας έχει εγγραφεί υπέρ της πρώτης καθής, στις …..5.2006, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αρήνης (τόμος …., αρ. …..), προσημείωση υποθήκης Α’ τάξης, ποσού 144.000,00 ευρώ, επί του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου του αιτούντος, που αποτελεί την κύρια κατοικία του (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. …../……11.2015 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Αρήνης), δ) τη με αριθμό 42….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 2.330,60 ευρώ, ε) τη με αριθμό λογαριασμού 5….. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 11.101,38 ευρώ, στ) τη με αριθμό λογαριασμού 42…. σύμβαση καταναλωτικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 19.931,73 ευρώ, 2) με τη δεύτερη καθ’ης, τη με αριθμό 0…. σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 13.11.2018, ποσού 12.256,40 ευρώ, 3) με τη δικαιοπάροχο της δεύτερης των καθ’ ων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», τη με αριθμ. 0….. σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 13.11.2018, ποσού 9.632,94 ευρώ. Συνολικά ο αιτών οφείλει, κατά τα ανωτέρω, το ποσό των 328.870,64 ευρώ. Περαιτέρω η αιτούσα συνήψε: 1) με τη πρώτη καθ’ ης: α) τη με αριθμό .….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 100.095,17 ευρώ, για την εξασφάλιση της οποίας έχει εγγραφεί υπέρ της πρώτης καθ’ ης, στις ….5.2007, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αρήνης (τόμος …., αρ. ….), προσημείωση υποθήκης Β’ τάξης, ποσού 84.000,00 ευρώ, επί του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου του αιτούντος, που αποτελεί την κύρια κατοικία του (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./….11.2015 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Αρήνης), β) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 5.975,30 ευρώ, γ) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 167.547,12 ευρώ, για την εξασφάλιση της οποίας έχει εγγραφεί υπέρ της πρώτης καθ’ ης, στις 05.5.2006, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αρήνης (τόμος 66, αρ. 100), προσημείωση υποθήκης Α’ τάξης, ποσού 144.000,00 ευρώ, επί του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου του αιτούντος, που αποτελεί την κύρια κατοικία του (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. ./06-11-2015 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Αρήνης), δ) τη με αριθμό 4….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, με υπόλοιπο οφειλής στις 24.12.2018, ποσού 2.330,60 ευρώ, 2) με τη δεύτερη καθ’ ης, τη με αριθμό 0….. σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 13.11.2018, ποσού 12.256,40 ευρώ, 3) με τη δικαιοπάροχο της δεύτερης των καθ’ ων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», τη με αριθμό 0…. σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 13.11.2018, ποσού 9.632,94 ευρύ. Συνολικά δε η αιτούσα οφείλει, κατά τα ανωτέρω, εις ολόκληρον με τον αιτούντα, το ποσό των 297.837,53 ευρώ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και στις οφειλές τους προς τις καθών η αίτηση, καθώς τα μηνιαία εισοδήματά τους, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, δεν τους επιτρέπουν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών τους. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τους αιτούντες βεβαιώσεις οφειλών, στις οποίες αναγράφεται το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης, κατά το ίδιο ως άνω έτος (2008), η συνολική μηνιαία δόση των τριών ανωτέρω αναφερόμενων δανείων ανερχόταν στο ποσό των 732,00 ευρώ. Όπως δε προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα, το οικονομικό έτος 2009 [χρήση 2008] το συνολικό δηλωθέν εισόδημα των αιτούντων ήταν μηδενικό. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον λόγω της ηλικίας των αιτούντων, που καθιστά δυσχερή την ανεύρεση περισσότερο προσοδοφόρας εργασίας, και της οικονομικής κρίσης. Σημειωτέον ότι οι αιτούντες έχουν έλλειψη ρευστότητας και έχουν περιέλθει σε πραγματική μόνιμη αδυναμία να πληρώνουν τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές τους οφειλές, η οποία οφείλεται στη μείωση των εισοδημάτων τους συνεπεία της οικονομικής ύφεσης από τον χρόνο ανάληψης των δανειακών τους υποχρεώσεων μέχρι σήμερα, σε αντίθεση με την αύξηση του κόστους διαβίωσης, και αφετέρου στο ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, με αποτέλεσμα το συνολικό μηνιαίο εισόδημά τους να μην επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσής τους και την ταυτόχρονη αποπληρωμή των δόσεων. Συνεπώς συντρέχει στη προκειμένη περίπτωση πραγματική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους και πρέπει να υπαχθούν στη ρύθμιση του Ν.3869/2010 και ειδικότερα σε αυτή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.2 του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν.4161/2013 και όπως ισχύει για την υπό κρίση αίτηση, κατόπιν εισαγωγής των Ν.4336/2015, 4346/2015 και 4549/2018. Περαιτέρω οι μηνιαίες δαπάνες των αιτούντων, για τη κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών των ίδιων και των τριών ανήλικων τέκνων τους, ήτοι διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, λειτουργικά έξοδα οικίας, είδη ατομικής φροντίδας, υπηρεσίες τηλεφωνίας, μετακινήσεις, εκμάθηση ξένης γλώσσας (αγγλικά και γαλλικά), (βλ. ανέρχονται κατά μέσο όρο στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ευρώ [1300,00 €], λαμβανομένου υπόψη ότι ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.3869/2010, πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του περιοριζόμενος στις απολύτως απαραίτητες.

 

Η ρύθμιση των οφειλών των αιτούντων θα γίνει κατά πρώτο λόγο με ορισμό μηνιαίων καταβολών απευθείας στους καθών η αίτηση πιστωτές, από τα εισοδήματά τους, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, από τις οποίες καταβολές οι τελευταίοι θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (άρθρο 8 παρ.2 Ν.3869/2010). Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας. Σημειωτέον ότι στο Ν. 4549/2018 δεν περιελήφθη διάταξη για τη διάρκεια της ρύθμισης, οπότε εφαρμόζονται οι προ αυτού ισχύουσες ρυθμίσεις. Έτσι για τις αιτήσεις που κατατέθηκαν υπό το Ν.4161/2013, που καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς προγενέστερες του αιτήσεις, η διάρκεια της ρύθμισης ορίζεται σε τρία έως πέντε έτη, για δε τις αιτήσεις που κατατέθηκαν μετά το Ν. 4336/2015, ήτοι μετά τις 15.8.2015, όπως εν προκειμένω, η διάρκεια της ρύθμισης ορίστηκε σε τρία έτη.

 

Το συνολικό προς διάθεση από τους αιτούντες ποσό ανέρχεται σε διακόσια πενήντα ευρώ [250,00 €] μηνιαίως για τον αιτούντα και εκατόν ογδόντα ευρώ [ 180,00 €] μηνιαίως για την αιτούσα, το οποίο έκαστος είναι σε θέση να καταβάλει λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων τους. Ωστόσο το ποσό, το οποίο ο αιτών θα κληθεί να καταβάλλει μηνιαίως, ως δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2, θα οριστεί μετά τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας. Η παραπάνω πρώτη ρύθµιση θα συνδυαστεί µε την προβλεπόµενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, εφόσον προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του αιτούντος από την εκποίηση, µετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο. Την κύρια κατοικία του αιτούντος, στην οποία διαμένει μαζί με την οικογένεια του, συνιστά η ανωτέρω διώροφη οικοδομή, έτους κατασκευής το 2006, επιφανείας κυρίων χώρων 115,07 τ.μ. και βοηθητικών χώρων 31,25 τ.μ., κείμενη εντός οικοπέδου, εκτάσεως 1.570,72 τ.μ. το οποίο ευρίσκεται εντός του οικισμού «….» της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Ζ…. του Δήμου Ζ…. Ηλείας. Η αντικειμενική αξία της ανωτέρω διώροφης οικοδομής ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 51.746,89 ευρώ [ 47.765,64€ οι κύριοι χώροι + 3.981,25 € οι βοηθητικοί χώροι], (βλ. προσκομιζόμενη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.)- Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Ν. 4223/2013, έτους 2020]. Η αντικειμενική αξία του εν λόγω ακινήτου δεν υπερβαίνει το όριο το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος για άγαμο οφειλέτη [180.000,00 €] προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ [40.000,00 €] για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες ευρώ [20.000,00 €] ανά τέκνο και μέχρι δύο τέκνα, ήτοι εν προκειμένω το ποσό των 240.000,00 ευρώ. Έτσι, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος και της οικογενείας του, η οποία ανήκει στην αποκλειστική κυριότητά του, για την οποία (διάσωση), ο αιτών πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει ποσό ίσο με το 80 % της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του [διώροφη οικοδομή ], ήτοι το ποσό των (51.746,89 € x 80 % =) 41.397,50€. Ο χρόνος αποπληρωμής του ποσού αυτού των 41.397,50 € θα πρέπει να οριστεί σε δεκαπέντε (15) έτη, ήτοι σε εκατόν ογδόντα (180) μήνες, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, της οικονομικής του δυνατότητας και της ηλικίας του. Επομένως, το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος ανέρχεται σε 229,98 € (41.397,50 € /180 μηνιαίες δόσεις), η κατανομή του οποίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των καθών η αίτηση-πιστωτριών θα γίνει σύμφωνα με τα άρθρα 974 ΚΠολΔ αναλογικά εφαρμοζόμενο. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ.3 του Ν. 4549/2018, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις κατά το άρθρο 68 παρ. 8 του ως άνω Νόμου, προβλέπεται η κατανομή των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της τριετίας της πρώτης ρύθμισης, στα πλαίσια δε της κατανομής θα πρέπει να τηρηθούν οι βασικές αρχές των δύο ρυθμίσεων, δηλαδή αυτή της μη υπέρβασης της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, όπως ορίστηκε από το δικαστήριο, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτή της καταβολής του υποχρεωτικού ανταλλάγματος της διάσωσης της κύριας κατοικίας στους πιστωτές ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2. Εν προκειμένω, όμως, το ποσό της μηνιαίας δόσης του άρθρου 8 παρ. 2 με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του αιτούντος ορίστηκε σε 200,00 €, και συνεπώς υπολείπεται του ποσού κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, που ανέρχεται σε 229,98 ευρώ για τον αιτούντα. Επομένως δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της νέας διάταξης περί κατανομής και θα πρέπει οι δύο ρυθμίσεις να ισχύσουν διαδοχικά, όπως και υπό το προγενέστερο δίκαιο, με τη χορήγηση στον αιτούντα ισόχρονης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2 περιόδου χάριτος, ήτοι χρονικό διάστημα τριών ετών, ώστε να μη συμπέσουν οι δύο ρυθμίσεις, αφού δεν θα μπορέσει να τις εξυπηρετεί ταυτόχρονα, όπως προέβλεπε ο Ν.3869/2010 στην αρχική του μορφή και έγινε δεκτό από τη νομολογία μετά τους Ν.4336/2015 και 4346/2015. Συνεπώς η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος θα αρχίσει από τον πρώτο μήνα τρία [3] έτη μετά τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας. Από το ποσό αυτό των 200,00 ευρώ, που πρέπει να καταβάλει ο αιτών στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ.2, αναλογούν σε εκάστη από τις καθ’ ων η αίτηση τα εξής ποσά: 1) στη πρώτη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» για την οφειλή από : α) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 100.095,17 ευρώ, το ποσό των (100.095,17 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 60,87 ευρώ, β) τη με αριθμό 42….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 5.975,30 ευρώ, (5.975,30 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 3,63 ευρώ, γ) τη με αριθμό 41…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 167.547,12 ευρώ, (167.547,12 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 101,89 ευρώ, δ) τη με αριθμό 42…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 2.330,60 ευρώ, ( 2.330,60 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 1,41 ευρώ, ε) τη με αριθμό λογαριασμού 5…. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ποσού 11.101,38 ευρώ, (11.101,38 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 6,7 ευρώ, στ) τη με αριθμό λογαριασμού 4…. σύμβαση καταναλωτικής πίστης, ποσού 19.931,73 ευρώ, (19.931,73 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 12,12 ευρώ, 2) στη δεύτερη καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» για την οφειλή από τη με αριθμό 0…. σύμβαση δανείου, ποσού 12.256,40 ευρώ, (12.256,40 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 7,45 ευρώ, 3) στη δικαιοπάροχο της δεύτερης των καθ’ ων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», για την οφειλή από τη με αριθμό 0….. σύμβαση δανείου, ποσού 9.632,94 ευρώ, (9.632,94 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 5,8 ευρώ. Περαιτέρω από το ποσό των 180,00 ευρώ, που πρέπει να καταβάλει η αιτούσα στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2 αναλογούν στα πλαίσια των καθών η ρύθμιση τα ακόλουθα ποσά : 1) στη πρώτη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» για την οφειλή : α) από τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 100.095,17 ευρώ, (100.095,17 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 60,50 ευρώ, β) από τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 5.975,30 ευρώ, (5.975,30 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 3,70 ευρώ, γ) από τη με αριθμό 4….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 167.547,12 ευρώ, (167.547,12 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 101,25 ευρώ , δ) από τη με αριθμό 4….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 2.330,60 ευρώ, (2.330,60 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 1,40 ευρώ, 2) στη δεύτερη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», για την οφειλή από τη με αριθμό 0….. σύμβαση δανείου, ποσού 12.256,40 ευρώ, (12.256,40 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 7,40 ευρώ, 3) στη δικαιοπάροχο της δεύτερης των καθ’ ων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», για την οφειλή από τη με αριθμό 0….. σύμβαση δανείου, ποσού 9.632,94 ευρώ, (9.632,94 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 5,82 ευρώ. Περαιτέρω το αγροτεμάχιο, εκτάσεως 2.000,00 τ.μ., που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του αιτούντος, το ελαιοπερίβολο, εκτάσεως 4.000 τ.μ., που ανήκει στην ψιλή κυριότητα της αιτούσας, και το ποτιστικό αγροτεμάχιο, εκτάσεως 13.210,00 τ.μ., που ανήκει στη συγκυριότητα της αιτούσας σε ποσοστό 42,52 % εξ αδιαιρέτου πρέπει να εξαιρεθούν της εκποίησης καθώς λόγω της μικρής τους εμπορικής αξίας σε συνδυασμό με τη δαπανηρή διαδικασία εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσίευσης), η εκποίησή τους κρίνεται ότι δεν αποφέρει κάποιο σημαντικό αντάλλαγμα για την ικανοποίηση των δανειστών, ενόψει και του ότι η ενάγουσα δεν διατηρεί σε αυτά την αποκλειστική και πλήρη κυριότητα. Άλλωστε τα ανωτέρω αγροτεμάχια πρέπει να παραμείνουν στη περιουσία των αιτούντος καθότι ο πρώτος εξ αυτών έχει ως κύρια απασχόληση τις αγροτικές εργασίες. Επίσης της ρευστοποίησης πρέπει να εξαιρεθούν τα οχήματα του αιτούντος, τα οποία λόγω της μικρής εμπορικής τους αξίας σε συνδυασμό με την παλαιότητά τους κρίνεται ότι δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον και να αποφέρουν αξιόλογο αντάλλαγμα. Άλλωστε το ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό όχημα χρησιμεύει στον αιτούντα για την εκτέλεση των αγροτικών εργασιών.

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του λόγου της να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στους εκκαλούντες. Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί και δικαστεί η ένδικη υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ, πρέπει η αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές των αιτούντων προς τους καθών η αίτηση πιστωτές τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ’ουσίαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται κατά το άρθρο 8 παρ.6 εδ.β του Ν. 3869/2010, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 17.01.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/….01.2022 έφεση, β) την από 19.01.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/….4.2022 έφεση, και γ) την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do value Greece», ερήμην των εφεσίβλητων- υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από 17.01.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/….01.2022 (ΜΕ …/….02.2022) έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. …/2021 απόφασης του Ειρηνηδικείου Αρήνης Ηλείας :

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από 12.10.2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης:

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από 19.01.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./….4.2022 (ΜΕ …/….4.2022) έφεσης κατά της υπ’αριθμ. …./2021 απόφασης του Ειρηνηδικείου Αρήνης Ηλείας :

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της έφεσης.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. …./….9.2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας κατά το μέρος που έκρινε την από 03.12.2018 [α.κ.δ. …./….12.2018] αίτηση.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει στην ουσία την από 03.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./….12.2018 αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντος προς τις καθών η αίτηση πιστώτριες ορίζοντας μηνιαίες καταβολές, ποσού διακοσίων ευρώ (200,00 €) εκάστη, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, άλλως τριάντα έξι (36) μηνών, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ως εξής : 1) στη πρώτη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» για την οφειλή από : α) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 100.095,17 ευρώ, το ποσό των (100.095,17 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 60,87 ευρώ, β) τη με αριθμό 4….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 5.975,30 ευρώ, (5.975,30 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 3,63 ευρώ, γ) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 167.547,12 ευρώ, (167.547,12 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 101,89 ευρώ, δ) τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 2.330,60 ευρώ, ( 2.330,60 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 1,41 ευρώ, ε) τη με αριθμό λογαριασμού 5….. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ποσού 11.101,38 ευρώ, (11.101,38 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 6,7 ευρώ, στ) τη με αριθμό λογαριασμού 4……. σύμβαση καταναλωτικής πίστης, ποσού 19.931,73 ευρώ, (19.931,73 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 12,12 ευρώ, 2) στη δεύτερη καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» για την οφειλή από τη με αριθμό 0….. σύμβαση δανείου, ποσού 12.256,40 ευρώ, (12.256,40 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 7,45 ευρώ, 3) στη δικαιοπάροχο της δεύτερης των καθ’ ων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», για την οφειλή από τη με αριθμό 0….. σύμβαση δανείου, ποσού 9.632,94 ευρώ, (9.632,94 € x 200,00 € / 328.870,64 €) 5,8 ευρώ.

 

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι μια διώροφη οικοδομής, έτους κατασκευής το 2006, επιφανείας κυρίων χώρων 115,07 τ.μ. και βοηθητικών χώρων 31,25 τ.μ. κείμενη εντός οικοπέδου, εκτάσεως 1.570,72 τ.μ., το οποίο ευρίσκεται εντός του οικισμού «…..» της περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ζαχάρως του Δήμου Ζαχάρως, εμφαίνεται με τα αριθμητικά στοιχεία (1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-12-1) στο από μηνός Μαρτίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Φ…. Ν…. και συνορεύει νότια επί πλευρών 9-10 μήκους 4,09 μ. και 10-12 μήκους 42,22 μ., με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν… Α…., βόρεια επί πλευρών 1-2 μήκους 15,85 μ., 2-3 μήκους 9,79 μ., 3-4 μήκους 10,70 μ., 4-5 μήκους 9,89 μ., 5-6 μήκους 6,60 μ. και 6-7 μήκους 4,01 μ., με κοινοτικό δρόμο, δυτικά επί πλευράς 12-1 μήκους 32,79 μ., με ιδιοκτησία Δ…. Ν…. του Γ, και ανατολικά επί πλευρών 7-8 μήκους 12,98 μ. και 8-9 μήκους 12,82 μ., με ιδιοκτησία Χ…. Α….. Το εν λόγω οικόπεδο περιήλθε στον αιτούντα κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή δυνάμει του υπ’αριθμ../26.4.2006 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αρήνης Μ…. Σ….-Α….., νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρήνης στον τόμο … και με αριθμό …..

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλει στους καθών η αίτηση- πιστωτές-δανειστές του, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, το συνολικό ποσό των σαράντα ενός χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών [41.397,50 €], η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε δεκαπέντε (15) έτη, ήτοι σε εκατόν ογδόντα (180) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης διακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (229,98 €), εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γινομένης τον πρώτο μήνα τρία [3] έτη μετά τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, η δε κατανομή του στις απαιτήσεις των πιστωτών-δανειστών θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 973 επ. ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζόμενα. Η καταβολή των δόσεων θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας προς τους καθών η αίτηση ορίζοντας μηνιαίες καταβολές, ποσού εκατόν ογδόντα ευρώ (180,00 €) εκάστη, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, άλλως τριάντα έξι (36) μηνών, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ως εξής : 1) στη πρώτη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» για την οφειλή : α) από τη με αριθμό 4….. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 100.095,17 ευρώ, (100.095,17 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 60,50 ευρώ, β) από τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 5.975,30 ευρώ, (5.975,30 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 3,70 ευρώ, γ) από τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 167.547,12 ευρώ, (167.547,12 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 101,25 ευρώ , δ) από τη με αριθμό 4…. σύμβαση στεγαστικής πίστης, ποσού 2.330,60 ευρώ, (2.330,60 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 1,40 ευρώ, 2) στη δεύτερη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση δανείου, ποσού 12.256,40 ευρώ, (12.256,40 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 7,40 ευρώ, 3) στη δικαιοπάροχο της δεύτερης των καθ’ ων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», για την οφειλή από τη με αριθμό 0…. σύμβαση δανείου, ποσού 9.632,94 ευρώ, (9.632,94 € x 180,00 € / 297.837,53 €) 5,82 ευρώ.

 

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης : 1) το αγροτεμαχίου, εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμού, εκτάσεως 2.000,00 τ.μ., που ευρίσκεται στη θέση «….» ή «….» της κτηματικής περιφέρειας της Τοπικής Κοινότητας Κ…., Δημοτικής Ενότητας Α…., Δήμου Τ…., Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας, 2) το ελαιοπερίβολο ξερικό, με εκατόν τριάντα ελαιόδενδρα, εκτάσεως 4.000,00 τ.μ. περίπου, που ευρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, σε αγροτική περιοχή, στη θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Φ…. του Δήμου Φ…. Νομού Μεσσηνίας, μετά του εντός αυτού ισόγειου αγροτόσπιτου, επιφανείας 42,00 τ.μ. 3) το αγροτεμάχιο ποτιστικό, εμβαδού 13.210,00 τ.μ. περίπου, που ευρίσκεται στη θέση «….» της Τοπικής Κοινότητας Σ…., Δημοτικής Ενότητας Αρχαίας Ολυμπίας, Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, Π.Ε. Ηλείας, 4) το με αριθμό κυκλοφορίας …..-02… δίκυκλο, εργοστασίου κατασκευής SUZUKI, τύπου GSΧ-R750, κυλινδρισμού 750 κυβ. εκ., με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας στις 23.11.2007 και 5) το με αριθμό κυκλοφορίας …. – 4…. IX φορτηγό, κοινό μη ανατρεπόμενο, εργοστασίου κατασκευής NISSAN, με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας στις 20.8.1998.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριο του στον Πύργο Ηλείας, στις 25 Οκτωβρίου 2023.