Δημήτρης Κ. Βερβεσός

Πρόεδρος Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών


Το 1974, που σηματοδοτεί την έναρξη της μεταπολίτευσης, είναι αναμφισβήτητα ένα ορόσημο, πολιτικό, ιστορικό και θεσμικό για τη χώρα. Είναι το σημείο μετάβασης από την περίοδο των αλλεπάλληλων εκτροπών και των δικτατοριών, του παρασυντάγματος και της περιθωριοποίησης των ηττημένων του εμφυλίου, στην περίοδο της θεσμικής ωριμότητας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τυπική συνταγματική νομιμότητα.

Για πρώτη φορά από συστάσεως ελληνικού κράτους η εκλογική διαδικασία είναι σταθερά ανόθευτη και η εναλλαγή στην εξουσία γίνεται ομαλά. Από την άλλη πλευρά, όμως, η επιφανειακή αυτή ομαλότητα έκρυβε μια σοβούσα κρίση που υπέσκαπτε τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

Η οικονομική ανάπτυξη των μεταπολιτευτικών χρόνων δεν στηρίχθηκε στην αυτοδύναμη παραγωγική ικανότητα, αλλά σε «δανεικά», με τα γνωστά οικονομικά ολέθρια αποτελέσματα. Η πολιτική αναμέτρηση στηρίχθηκε σε ευκαιριακές προϋποθέσεις και κοντόθωρες επιδιώξεις.

Η εθνική προσπάθεια καθηλώθηκε στο βραχύ πολιτικό χρόνο του εκλογικού κύκλου και εξέλιπε κάθε μακροπρόθεσμος σχεδιασμός.

Καλλιεργήθηκε ένα θεσμικά θολό κατεστημένο, που εξυπηρετούσε την ανέλιξη μιας οικονομικής ολιγαρχίας με την ανοχή, τουλάχιστον του πολιτικού προσωπικού. Η διαφθορά μεγεθύνθηκε και δηλητηρίασε την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, η ιδιωτική τηλεόραση και η πολυθρύλητη πολυφωνία παρουσιάστηκαν ως επίτευγμα, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που συνέβη ήταν η μετάβαση από τον έλεγχο του κράτους στον έλεγχο ισχυρών οικονομικών συσσωματώσεων, μια κατάσταση που μοιάζει επικίνδυνα με ιδιότυπη ολιγαρχία.

Στη «μαύρη δεκαετία» της κρίσης η Ελλάδα μετατράπηκε, σε αποικία χρέους, ένα «απέραντο νεοφιλελεύθερο λογιστήριο», με φέροντα στοιχεία τη βίαιη εσωτερική υποτίμηση και αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων, την περικοπή μισθών και συντάξεων, τη διεύρυνση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών. Στα κατοπινά χρόνια, η κρίση έλαβε νέες μορφές: πανδημική, ενεργειακή και πληθωριστική, που είχαν ως συνέπεια τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την περιθωριοποίηση των πιο αδύναμων κοινωνών.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιος ήταν ο ρόλος των θεσμών μέσα σε αυτό το βεβαρυμένο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό περιβάλλον; Κατόρθωσαν να αποτρέψουν τα διαβρωτικά φαινόμενα, που αποφλοιώνουν τον κοινωνικό ιστό;

Η ειλικρινής, αλλά και θλιβερή, διαπίστωση είναι ότι στην πλειοψηφία τους δεν ανταποκρίθηκαν στη συνταγματική αποστολή τους. Αντιθέτως, συνέβαλαν στην αξιακή έκπτωση, που τραυματίζει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.

Κατ’ αρχάς διαμορφώθηκε μια παντοδύναμη εκτελεστική εξουσία, καθώς η παραδοσιακή τριμερής διάκριση των εξουσιών, μεταλλάχθηκε στο κρατούν σύστημα της «νομοθετούσας κυβέρνησης», όπου η κομματική επικυριαρχία καταλήγει σε απορρόφηση του νομοθετικού σώματος από την Κυβέρνηση.

Είναι τέτοια η έκπτωση της νομοθετικής λειτουργίας, ώστε η αντισυνταγματική νομοθέτηση, αντιμετωπίζεται πλέον στην επικαιρότητα σχεδόν ως κανονικότητα. Εντελώς ενδεικτικά από την πρόσφατη νομοθετική παραγωγή αναφέρω το νέο φορολογικό νόμο, που εισάγει εν τοις πράγμασιν αντισυναγματικά, αμάχητα τεκμήρια· την απαράδεκτη θεσμική παράκαμψη της απαγόρευσης του άρθρου 16 Συντ. για την παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ιδιωτικά Πανεπιστήμια· και τον άκρατο ποινικό λαϊκισμό, που οδήγησε σε περιστολή δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων, προς τέρψιν ενός νομιζόμενου ακροατηρίου, κατά πλήρη αγνόηση των επιταγών της ΕΣΔΑ και του Συντάγματος.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές, αντί να λειτουργούν ανεπηρέαστα ως αποτελεσματικά θεσμικά αντίβαρα στην παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας, τελούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη των αθέμιτων παρεμβάσεών της, όταν γίνονται μη αρεστές.

Τέλος, οι χιλιάδες παράνομες παρακολουθήσεις από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) και η χρήση του λογισμικού κατασκοπείας (Predator) κατά πολιτικών προσώπων, κρατικών λειτουργών και δημοσιογράφων, θα αποτελούν διαχρονική κηλίδα στη δημοκρατία μας. Όλα αυτά συνθέτουν ένα δυστοπικό τοπίο, όπου οι εγγυήσεις της ελευθερίας και του Κράτους Δικαίου υποχωρούν «ατάκτως» μπροστά στις ποικιλώνυμες πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες και στις επιδιώξεις θεσμικών ή και εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας. Ενώπιον αυτών των απειλών, μείζονα προβληματισμό προκαλεί η θέση και ο ρόλος της Δικαιοσύνης, στην οποία οι πολίτες δείχνουν ολοένα μικρότερη εμπιστοσύνη (βλ. EU Justice Scoreboard 2024, κατά την οποία τα ποσοστά αρνητικών γνωμών για τη Δικαιοσύνη υποχώρησαν στο 56%).

Τις πταίει;

Κατ’ αρχάς οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, που φθάνουν στο όριο της αρνησιδικίας.

Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης (με το μέσο χρόνο επίλυσης μιας διαφοράς να ανέρχεται σε 1771 ημέρες σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 455 ημέρες).

Παράλληλα, ο ρυθμός απονομής (clearance rate) είναι αρνητικός στις υποθέσεις που αφορούν την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών (τακτική διαδικασία, ασφαλιστικά, εργατικά), ενώ αντίθετα, στις υποθέσεις, που ενδιαφέρουν πρωτίστως τις οικονομικά ισχυρές συσσωματώσεις, όπως οι τράπεζες (διαταγές πληρωμής , πτωχεύσεις), ο ρυθμός είναι θετικός, με αποτέλεσμα η δικαιοσύνη εκτός από αργή και τοξική, να είναι και ταξική.

Έπειτα, προβληματισμό προκαλεί η πλειάδα αλυσιτελών και αχρείαστων παρεμβάσεων της δικαστικής εξουσίας στη δημόσια και την πολιτική ζωή, κατά τρόπο που εκφεύγει καταδήλως της αποστολής της δικαστικής εξουσίας, αλλά και οι επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, σε εκκρεμείς υποθέσεις που απασχολούν την επικαιρότητα, καθ’ υπέρβαση των ορίων των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων.

Διαρκές πρόβλημα παραμένει, τέλος, ο ομφάλιος λώρος μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, που διατηρείται όχι μόνο με το διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση (που προβλέπεται θεσμικά), αλλά πρωτίστως με την παγιωμένη, απαράδεκτη πρακτική της τοποθέτησης αφυπηρετούντων δικαστών σε δημόσιες, αμειβόμενες, θέσεις. Η έκπτωση της δικαιοσύνης κλονίζει τα θεμέλια της Δημοκρατίας καθώς η αποστολή της είναι να αποτελεί το ασφαλές καταφύγιο του πολίτη, ιδίως του πιο αδύναμου, όταν θίγεται από τον ισχυρό. Όταν δεν υπάρχουν «δικαστές στο Βερολίνο»,

κατά την προσφυά ιστορική φράση, ο περιώνυμος «μυλωνάς του Πότσνταμ» είναι απελπιστικά μόνος. Ευρισκόμενοι ενώπιον μιας ανησυχητικής θεσμικής διολίσθησης, έχουμε χρέος να επαγρυπνούμε για να μην επιτρέψουμε να υποχωρήσει η δημοκρατία μας σε έναν ιδιότυπο συνταγματικό μιθριδατισμό. Οφείλουμε να είμαστε διαρκώς παρόντες για να πάψει η κοινωνία να εθίζεται στις εντεινόμενες παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που φαλκιδεύουν το δικαιοκρατικό κεκτημένο.

Το ζήτημα αφορά την ψυχή της Δημοκρατίας. Για να οικοδομηθεί το μέλλον του τόπου με θεσμική αντοχή, ελευθερία και ευημερία πρέπει όλοι μαζί να αθροίσουμε τις δυνάμεις μας και να υψώσουμε τη φωνή μας, απαιτώντας όσα το Σύνταγμα και η δημοκρατία μας τάχθηκε να διαφυλάττει: πραγματικό και όχι κατ’ όνομα κράτος δικαίου, πραγματική, και όχι κατ’ όνομα ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων μας.

Φορές ο αγώνας ίσως μοιάζει άνισος. Δεν είναι όμως ποτέ χαμένος.

Οι μόνοι χαμένοι αγώνες είναι εκείνοι που δεν δόθηκαν.